Αγαπημένο μου
Μου είπες μια μέρα πως σου αρέσουν τα παραμύθια, γι αυτό, απόψε, σκέφτηκα να
σου προσφέρω παραμύθι που το 'γραψε ο Φόρκυς- πριν χρόνια- προκειμένου να παρηγορήσει μικρό λυπημένο αγόρι...
Όταν διαβάζουμε παραμύθια, μοιάζουμε σ' όσους κάνουν μακροβούτια στη θάλασσα, και βγαίνουν στην επιφάνεια, συχνά κρατώντας -έστω μικρό- σοφίας, κοχύλι.
Κάνε μου παρέα προσευχής, μέσα στη νύχτα...
Στο λέω με την καρδιά μου.
Δεν θα αργήσει να ξημερώσει...
Σαλογραία
..........................................................................
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Θυμάμαι καμιά φορά ένα παραμύθι που είχα ακούσει ή διαβάσει πολύ μικρός.
Συγκεχυμένες έρχονται οι εικόνες και μάλλον κάποιες θάναι από άλλες ιστορίες η κι από δικές μου φαντασίες, ίσως και σκηνές από τον κινηματογράφο που καθώς περνούσαν τα χρόνια τις φύλαγα μέσα στο παραμύθι αυτό.
Μπερδεμένα κομμάτια που αρέσκονται να σκιάζονται γύρω απ’τη μορφή της Σαρακίνας, του τέρατος που για τους δυστυχείς κατοίκους εκείνου του χωριού, του Χαμηδιέ Μαντέν ήταν ανώτερη κι από το διάβολο όπως παλιότερα λέγαν πως η μοίρα ήταν ανώτερη κι απ τους θεούς.
Κανείς δεν ήξερε πού ζούσε, από πού ερχόταν και ποιες αμαρτίες αυτής της γης κρατούσαν την μανία της άγνωστη κι ανυποχώρητη.
Κι αυτή η γνώση πολύ λίγο θα μετρίαζε τον πόνο γονιών και αδελφών για τις κοπέλες που η Σαρακίνα κάθε μήνα έρχεται κι αρπάζει από μιά.
Κι ύστερα χάνονται σα να τις κατάπιε η γη κι είναι πιο νεκρές κι από νεκρές γιατί μήτε λατρεία τάφου, μήτε ενθύμηση γάμου μένει στους άλλους για να κρατήσουνε κοντά τους κάτι απ τις αγαπημένες τους.
Ό τι θάταν για να ειπωθεί, η μαύρη νύχτα που ένα κορίτσι χανόταν είναι εκείνο που περισσότερο απ όλα δε λεγόταν.
Μήτε το όνομα του τέρατος δεν ακούς παρά μονάχα «Εκείνη» κι οι πιο γενναίοι να λένε η « Τρισκατάρατη » και οι σοφοί γέροντες να τάχουνε χαμένα και μόνο οι αλαφροίσκιωτοι να διαβολολογούνε πως και μόνο το αντίκρισμα της μορφής της ήταν αρκετό να σε ρίξει στην κόλαση όπου να μην σε βγάζουν από κει και μετάνοιες συγγενών και προσευχές καλογέρων κι αγρυπνίες.
Γι αυτό κι όποιον τρελλό έλεγε τέτοια τον υποψιάζονταν πως θάχε δει τη Σαρακίνα.
Τον απόφευγαν και κοίταζαν να τον κρατάνε μακριά από την αγορά, να μη ρίχνεται κι άλλη στενοχώρια στα σπιτικά με τις κουβέντες και να μη χάνουν τις δυνάμεις τους οι εργατικοί που δούλευαν ολημέρα στα ορυχεία. Το χωριό τους ως πριν επήγαινε καλά και αύξαινε τη δύναμή του.
Τα ορυχεία έβγαζαν μπόλικο χαλκό κι ασήμι και έχαιραν της εκτίμησης του Σουλτάνου που πολλές ελευθερίες και προνόμια τους έδωσε γιατί εφοδίαζαν την Πύλη με τον πολύτιμο θησαυρό της γης.
Έτσι πρόκοψαν κι έκαναν περιουσίες και εκκλησίες έχτισαν και δυο σχολεία κι έφεραν κι άλλους εργάτες απ τα γύρω χωριά και έγινε ο τόπος τους τρανός και πέρασμα και αγορά μεγάλη.
Αυτά βέβαια τα πέτυχαν με αγώνες και θυσίες.
Γύρισαν πολλά μέρη της Καππαδοκίας όπου δε στέριωναν’ και γεωργοί δοκίμασαν και κτηνοτρόφοι κι οι ατυχίες έφεραν στερήσεις και θανατικά.
Για τις γυναίκες κατά πώς λένε « γάμος κι αρραβώνιασμα πηγαίναν δίχως αντρός το πλάγι » γιατί οι σκοτούρες τους κρατούσαν στην πάλη με τη ζωή μέρα νύχτα.
Μα κι όταν αρχίσαν εδώ τη δουλειά με τα ορυχεία, άπειροι στην αρχή, σηκώσαν, μαζί με την ελπίδα που στέριωνε, μεγαλύτερο σταυρό απ όλα τα χρόνια πριν’ κι όλο λέγανε οι γυναίκες πως δυο γενιές στερήθηκαν τους άντρες τους.
Το πιο πολύ, μακριά από το φως της μέρας πέρναγαν τη ζωή τους, μέσα στις στοές των ορυχείων κι είχαν παρηγοριά την προκοπή τους και τις κόρες τους προικισμένες μα τώρα…τώρα πολλοί από αυτούς είχαν μπει σε άλλο σκοτάδι που την προικισμένη κόρη την έχασαν για πάντα κι άλλοι που την είχαν, έτρεμαν μην αφανιστεί.
Έτσι κι ο Ανέστης ο μεταλλωρύχος έτρεμε για την καλή του Αντριάννα, την κόρη του Λαζαρίδη του έμπορα που την αγαπούσε κι ήταν σαν τα κρύα τα νερά.
Κάθε φορά που κόντευε να γεμίσει το φεγγάρι (τότε παρουσιάζονταν Εκείνη ), έσφιγγε η καρδιά του και μια εικόνα ερχόταν και τον τυραννούσε: η Σαρακίνα αρπάζει την Αντριάννα’ τα ωραία μαλλιά της Αντριάννας σέρνονται στη γη. «Κύριε ελέησον» έλεγε τότε και σταυροκοπιόταν.
Καθημερινά πήγαινε στην εκκλησία κι άναβε κερί και προσευχόταν, καθημερινά περνούσε απ του έμπορα να πει την καλησπέρα και να σιγουρευτεί πως η καλή του φυλάγεται από τη μάνα της κι ύστερα τραβούσε για το σπίτι.
Στο καφενείο ούτε που πάταγε, μόνο μάζευε και το τελευταίο του γρόσι να κάνει γρήγορα προκοπή κι έτσι να παντρευτεί την Αντριάννα. Γιατί όσο ήτανε ακόμα κορίτσι, ήτανε κι έκθετη στη συμφορά.
Μήνα με το μήνα κάθε πανσέληνο το κακό χτύπαγε κι από μια πόρτα και στο χωριό οι λιτανείες γίνονταν η μια μετά την άλλη’ και δεσπότη φέρανε απ’το Γκιουμούζ Χανέ μα τίποτα και το μαρτύριο του Ανέστη δεν αντεχόταν πια ώσπου μια μέρα ήρθε κι ωρίμασε στην καρδιά του μια απόφαση.
Ήταν η φορά πού’ πρεπε να καθαρίσει το μεγάλο σεντέμι, εκεί που μέσα χύνονταν το πρώτο ακατέργαστο μετάλλευμα κι έμπαινε γυμνός κι έτριβε με τη βούρτσα.
Εκείνη η στενή τρύπα στον πάτο του κέρατου πάντα τον φόβιζε και τον αγρίευε. Μέσα στους αχνούς και τη θέρμη του φαινόταν σα « το μάτι της κόλασης » κι είχε συνήθεια να φτύνει κατά μεριά της.
Μια μέρα λοιπόν καθώς έτριβε με πείσμα και θυμό για τις κακοτυχίες τους, στάθηκε μια στιγμή γιατί είδε πάνω στη γυαλισμένη μεριά πού’χε ξεχαστεί κι έτριβε στο ίδιο μέρος ώρα πολλή’ είδε την κορμοστασιά του, γυμνά τα μέλη του ν’αστράφτουν στον ιδρώτα’ νέο, γερό παληκάρι όλο ομορφιά και δύναμη, ήρθε τότε κι έσμιξε η εικόνα της Αντριάννας που ήτανε σαν Άνοιξη και πείσμωσε κι αγανάκτησε με την ταραχή του: « στην ομορφιά, στα νειάτα μας δεν ταιριάζει ο φόβος» φώναξε η καρδιά του κι αυτή τη φωνή την εμπιστεύτηκε κι ήρθε μέσα του η ησυχία και γύρισε και κοίταξε με απάθεια την τρύπα που άχνιζε στον πάτο του σεντεμιού και τότε έδωσε ένα λόγο στον εαυτό του.
Πως θα κυνηγήσει τη Σαρακίνα. « Θα την κυνηγήσω και θα τη σκοτώσω.»
Τέτοια γενναία απόφαση πήρε ο Ανέστης κι όλες τις άλλες μέρες τίποτ’άλλο δεν σκεφτόταν κι άναβε ο πυρετός της δίκαιης τιμωρίας στο μυαλό του.
Κάθε απόγευμα δεν παρέλειπε να περάσει από την εκκλησία ν’ανάψει το κερί κι η προσευχή του γινόταν όλο και πιο θερμή και η αγάπη του για την Αντριάννα τον δυνάμωνε και τούδινε φτερά.
Σαν έφτασε η τελευταία Κυριακή πριν να γεμίσει το φεγγάρι, ο Ανέστης αφού πήρε την ευχή της μάνας του – που βέβαια δεν ήξερε την απόφασή του- τράβηξε για το βουνό μ’ένα ψωμί κι ελιές, να τα προσφέρει στον άγιο ερημίτη και ν’ακούσει τη συμβουλή του.
Κατά το μεσημέρι έφτασε στη μικρή λαγκαδιά κι έξω απ τη μοναδική καλύβα ξεχώρισε τον γέροντα να κάθεται και να πλέκει μια ψάθα. Τον πλησίασε λέγοντάς του το « ευλόγησον πάτερ».
« Ευλόγησον ο Θεός»
του αποκρίθηκε ο γέροντας δίχως να τον κοιτάξει κι ύστερα « ποια είναι τα όπλα σου; » Ο Ανέστης ξαφνιάστηκε, « ποια όπλα μου πάτερ; » «Τα όπλα σου για να κυνηγήσεις τον δαίμονα.» Τάχασε ο Ανέστης και θαύμασε τη διάγνωση του αγίου ανθρώπου. « Είμαι πιστός πάτερ, είναι ο Θεός μαζί μου και δε φοβάμαι τους δαίμονες.» Ο γέροντας χαμήλωσε ακόμα το βλέμμα του.
« Καλά λόγια είναι αυτά που λες, ο Θεός είναι μαζί σου αλλά σκέφτηκες το πόσο είσαι συ μαζί του; Πόσο τον αγαπάς;
Και τι δίνεις λοιπόν για το Θεό; Δίνεις τα υπάρχοντά σου, μπορείς ν’ αρνηθείς το σπίτι σου, τη γειτονιά σου, τις Κυριακές που τρέχεις στο ποτάμι με τους φίλους σου; »
« Τ’ αρνούμαι πάτερ, για το Θεό τ’ αρνούμαι!»
« Αρνείσαι και τη μνηστή σου; » Πάγωσε ο Ανέστης μ’ αυτό το λόγο, επόνεσε η καρδιά του’ δεν ήξερε τι να πει γιατί πραγματικά’ δεν θα μπορούσε ν’ αρνηθεί εύκολα την Αντριάννα κι άρα δεν αγαπούσε το Θεό δίχως όρους και τ’ όπλο του δεν ήτανε μεγάλο.
Έσκυψε ν’ αφήσει το ψωμί και τις ελιές κι έκανε να γυρίσει να φύγει.
Μα τότε ο γέροντας σήκωσε επί τέλους το κεφάλι κι ένα χαμόγελο φώτιζε τώρα το πρόσωπό του. « Αχ όμορφη ψυχή της νιότης γιατ’είναι λυγερή κει που φυσούν τα δυνατά τα λόγια!
Έλα , μην κάνεις έτσι δα. Θαρρείς ότι υπάρχει άνθρωπος άξιος ν’αγαπήσει το Θεό όσο μπορεί Εκείνος;
Αλλά άφησε σε μένα το αχρείο που ορκίστηκα αφοσίωση να συλλογίζομαι τη μωρία μου κι εσύ σα λαϊκός μάθε πως το όπλο σου είναι ικανό.
Αφού την αγαπάς τόσο που θες να τα βάλεις μ’ένα δαίμονα τότε η αγάπη σου είναι θείο δώρο. Μάθε, σου λέω, πως ο Θεός δεν έδωσε πολλά στον άνθρωπο για να ξεπερνάει και λογικό κι όλα τα όρια. Ίσα ίσα την αγάπη έδωσε….
Πήγαινε τώρα στην ευχή. Οι δαίμονες είναι δυνατοί μα είναι και αδύναμοι.»
Ο Ανέστης που πριν είχε πικραθεί εφούσκωνε τώρα από χαρά. Χαιρέτισε τον γέροντα και κατέβηκε το βουνό σαν αγριοκάτσικο, σα να πετούσε.
Σε κανένα δεν είπε τον σκοπό του γιατί η μάνα του θα τον έκλαιγε κιόλας σα χαμένο κι οι φίλοι του θα νόμιζαν πως έχασε τα λογικά του και θα τον εμπόδιζαν.
Έτσι λοιπόν μυστικός περίμενε νάρθει η μέρα του γεμάτου φεγγαριού.
Σαν ήρθε η μέρα αυτή ο Ανέστης καμώθηκε πως ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά’ κι όταν πάλι πέρασε το μεσημέρι είπε πως ένοιωσε καλύτερα και ζήτησε απ΄τη μάνα του να λουστεί για να πάει καθαρός ν’ανάψει ένα κερί.
Η μάνα που καταλάβαινε την έγνοια του, τον ετοίμασε, τούδωσε και καθαρό πουκάμισο, του χτένισε και τα μαλλιά. Ο Ανέστης πήγε, προσευχήθηκε στην εκκλησία θερμά κι εζήτησε πάλι βοήθεια. Ύστερα πέρασε από το σπίτι του έμπορα, καλησπέρισε και κάθισε να τον φιλέψουν.
Στην οικογένεια ήταν όλοι ανήσυχοι’ η Αντριάννα όμως φαινόταν ήσυχη και σαν να μην έπαιρνε χαμπάρι. Του φάνηκε όμορφη όσο ποτέ αλλά τα μάτια της και το μυαλό της ήταν αλλού μ’ ένα παράξενο χαμόγελο σαν κολλημένο στα χείλη της….
Πόσο πολύ τη αγαπούσε. Τι δεν θα μπορούσε να κάνει για χάρη της’ να τώρα, που πήγαινε δίχως τίποτα να ξέρει, δίχως άλλο εφόδιο έξω απ’την αγάπη του, να ψάξει για ένα αερικό.
Και ακόμα, πόσο θάθελε να ξέρανε πού πάει, για να κερδίσει ένα φιλί στα χείλη της, ένα φιλί από κείνα που δεν είναι για τα μάτια των γονιών, ένα φιλί της κάμαρης, του γάμου. Μα τούτο δε γινόταν και μόνο τη χαιρέτισε με μια αγκαλιά και μ’ένα χάδι στα μεταξωτά της μήλα.
Πήρε το δρόμο που έβγαζε στην έξοδο του χωριού από κείνη τη μεριά που λέγανε πως έρχεται η Σαρακίνα.
Τα παραθύρια έκλειναν τόνα μετά το άλλο κι οι τελευταίοι άντρες που είχαν ξεμείνει για δουλειές έτρεχαν να χωθούν στα σπίτια τους, μη έχοντας νου να ξοδέψουνε για τον Ανέστη παρά ένα γρήγορο σαστισμένο βλέμμα για την αντίθετη στράτα που είχε πάρει.
Σαν έφτασε κάθισε κάτω από μια συκιά κι έβλεπε κατά το μεγάλο ανήφορο που άρχιζε από κει, ανέβαινε κι ύστερα γινόταν απότομα κατηφοριά έτσι που στο πιο ψηλό σημείο της κούρμπας του, ο δρόμος άγγιζε τον ουρανό.
Πέρασε η ώρα και πήρε να σκοτεινιάζει ώσπου η νύχτα απλώθηκε και όλα γύρω άστραφταν κι ασήμιζαν στο τόσο φεγγαρόφωτο. Σαν χτύπησε η καμπάνα τα μεσάνυχτα ένα ρίγος πέρασε από το κορμί του Ανέστη καθώς από την πίσω μεριά του δρόμου τρεις φορές ακούστηκε ένας σκύλος σα να βογκούσε κι ύστερα άρχισε να πιάνει μια βοή.
Σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε το μαχαίρι του.
Η βοή δυνάμωσε απότομα κι η γη άρχισε να τραντάζει, μια λάμψη φάνηκε στην κορυφή και μετά το θέαμα που αντίκρισε τούκοψε την ανάσα. Έξη θεόρατα μαύρα άλογα πρόβαλαν, αφηνιασμένα, που αντί να χλιμιντρίζουν έβγαζαν ουρλιαχτά γυναίκας που έσκιζαν τ’ αυτιά του κι έσερναν μιαν άμαξα που παράδερνε από’ να σίφουνα που πηγή του είχε κι έβγαινε απ’ αυτή, τη ίδια την άμαξα και ξερίζωνε τα γύρω δέντρα κι ένα σωρό κουδούνια κρεμασμένα γύρω της χτυπούσαν.
Κι απ’την καρότσα χύνονταν λαγοί πού’ βγαζαν φωτιές από το στόμα τους κι όλο γεννοβολούσε η άμαξα λαγούς που μερικοί πέφταν πάνω στους λαιμούς των αλόγων και πάσχιζαν να ξεσκίσουν τη σάρκα τους και τότε τα άλογα έτρεχαν πιο μανιασμένα και κείνη θεέ μου η σκοτεινή μορφή που ήταν ανακούρκουδα πάνω στο κάθισμα, τότε σηκώθηκε και φάνηκε το απίστευτό της πρόσωπο. Ήταν μεγάλο και στρογγυλό, τα μάτια εξογκωμένα σα βατράχου, η μύτη της μικρή και ζαρωμένη ανάμεσα στα μάτια κι όλο το υπόλοιπο ήτανε το στόμα της, ανοιχτό και γκάριζε σα γάιδαρος.
Στα μαλλιά της φίδια μπλεγμένα, άλλα της δάγκαναν τα ούλα κι άλλα καρφώνονταν στα μυτερά της δόντια μα Εκείνη στη λύσσα της, μόνη έγνοια είχε να βαστάει με το’να χέρι τα γκέμια, μετ’ άλλο να μαστιγώνει τ’άλογα και γύρω σπέρνονταν λαγοί με τις φωτιές στο στόμα.
Ο Ανέστης γερμένος πάνω στη συκιά που λες κι είχε ανοίξει κι έσταζε όλο της το γάλα, και με τα λογικά σαλεμένα, κλαίγοντας, τρέμοντας σύγκορμος ένοιωθε να χάνει τη ζωή όταν, πριν να τσακιστεί τελείως απ’την εξάντληση,
άκουσε τούτα τα φρικτά λόγια να βγαίνουν απ’το στόμα της σα γκάρισμα γαϊδάρου: « παίρνω τούτο το κορμί και τ’όνομα Αντριάννα πίσω το πετάω!» Σκίστηκε απ’τον πόνο η καρδιά του Ανέστη κι ύστερα όλα έσβησαν από μπροστά του.
Όταν ξύπνησε, βρισκόταν ακόμα κάτω απ’τη συκιά και ξημέρωνε.
Πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να τρέχει πίσω στο χωριό κατά το σπίτι της Αντριάννας. Έτρεχε κι έκλαιγε ο δυστυχισμένος και παρακαλούσε την Παναγιά να είναι όνειρο, να μην είναι αλήθεια.
Μα σαν πλησίασε στο σπίτι κι άκουσε κιόλας τους θρήνους των γυναικών κι είδε κόσμο να’ναι μαζεμένος, έπεσε κατά γης και τραβούσε τα μαλλιά του. Καταριότανε τη σκληρή μοίρα μα μέσα στον πόνο του και μ’όλο που είδε πόσο ανίσχυρος ήταν, έλεγε και ξανάλεγε πως θα κυνηγήσει, θα ψάξει πάλι, θα παλέψει. Όχι. Δεν θα δεχότανε τα μοιρολόγια του χωριού του. Θα έφευγε ευθύς αμέσως.
Για να μη τον δούνε, πέρασε στα χωράφια κι από εκεί πήρε ξανά το δρόμο για την Τρισκατάρατη. Την ώρα που περνούσε από κείνο το σημείο, δε βρήκε κανένα σημάδι από το χθεσινό χαλασμό. Ακόμα και τα δέντρα πού είχαν ξεριζωθεί από το σίφουνα, ήτανε όρθια, γερά στη θέση τους, μ’όλη την πρωϊνή δροσιά στα φύλλα τους - τα πιο πολλά έργα του Σατανά είναι έργα φανταστικά και μοναχά το μυαλό του ανθρώπου είναι το αλώνι που οι δαίμονες θέλουν να σαρώσουν.
Πήρε το δρόμο δίχως να σταματά, δίχως να ξέρει πού πηγαίνει, ώσπου το βράδυ στάθηκε σε μια πηγή, ήπιε νερό κι έπεσε να κοιμηθεί κι είδε ένα όνειρο. Ήταν η μορφή μιας γυναίκας με καλυμμένο πρόσωπο και τραγουδούσε με παράξενη, ψιθυριστή, βαθιά φωνή. Το τραγούδι της ήταν στενάχωρο κι έλεγε τα εξής:
« σου βάνω μιαν αποθυμιά για το υγρό μου σπλάχνο
κι ως διψασμένος έρχεσαι απ’τα έργα σου να πιεις
κόβω τη δίψα σου απ’τη ρίζα που γεννιέται »
Τέτοιο τραγούδι έλεγε η γυναίκα κι όταν προσπάθησε να τηνε δει, εκείνη έκρυψε πιο πολύ το πρόσωπο και τούδειξε κατά τη μεριά των κόκκινων λόφων. Την άλλη μέρα ο Ανέστης πήρε το όνειρο για σημάδι και τράβηξε κατά τους κόκκινους λόφους.
Περπάτησε και πάλι όλη μέρα και το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί και είδε πάλι τη γυναίκα να τραγουδάει. Μα το τραγούδι της τώρα ήταν γλυκό και παραπονεμένο κι η φωνή της πιο λεπτή και τον μάγευε και τα λόγια ήταν τα εξής:
« αν της λίμνης τα ψάρια είναι γλυκά
ήρθε η νύφη κι έκανε τη λίμνη χύτρα
για να μην έχει ο άντρας της φροντίδα να ψαρεύει.
Αν του κούτσουρου η θέρμη είναι γλυκιά
σπέρνει κάθε πρωί το τζάκι της η νύφη
για να μην έχει ο άντρας της έγνοια να ξυλοκόβει.
Άντρα μου κυπαρίσσι μου
στα κορφοβούνια πάψε να βιγλίζεις
και γίνε δεντρολίβανο στην κλίνη μου.»
Και πάλι ο Ανέστης γύρισε να τηνε δει και κείνη πάλι έκρυψε το πρόσωπο και τούδειξε κατά τη μεριά των κόκκινων λόφων. Πετάχτηκε ξαναμμένος μες στη νύχτα κι εξακολούθησε την πορεία του. Ξημέρωσε κι ο Ανέστης προχωρούσε, μεσημέριασε κι ο Ανέστης προχωρούσε κι ως νάρθει το βράδυ έφτασε κατάκοπος στους κόκκινους λόφους και βρήκε μια σπηλιά κι έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Τότε φάνηκε πάλι η γυναίκα και τούκανε νόημα να σηκωθεί κι άρχισε να τον οδηγεί στο μέσα της σπηλιάς. Προχωρούσαν, μπροστά η γυναίκα και πίσω ο Ανέστης δίχως να ρωτά και δίχως να διστάζει κι όλο προχωρούσαν κι έμπαιναν στα έγκατα της γης κι ένα φως που έβγαινε απ’τα ρούχα της γυναίκας έδειχνε το δρόμο.
Κι αφού προχώρησαν πολύ, χάνεται με μιας η γυναίκα από μπροστά του και μένει μονάχος στο σκοτάδι. Μια στιγμή κοντοστέκεται ο Ανέστης κι ύστερα με βήμα αργό αρχίζει να προχωράει ώσπου διακρίνει στο βάθος κάποιο φωτισμό κι όσο πηγαίνει προς τα κει ακούει μουρμουρητό από πολλά στόματα και σε μια στροφή της σήραγγας βρίσκεται σ’ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα, φωτισμένο από εκατοντάδες καντήλια.
Και τι θέαμα αντικρίζουν τα μάτια του’ γύρω γύρω στις γωνιές είναι καθισμένες όλες οι κοπέλες του χωριού που η Σαρακίνα είχε αρπάξει.
Κρατούν από μια καπλαντοβελόνα και κεντούν όλες μαζί πάνω σ’ένα ύφασμα απλωμένο σ’όλη τη σπηλιά. Είναι απορροφημένες στη δουλειά τους και σιγοτραγουδάνε κάτι σα νανούρισμα, σα να κοιμίζουν τα μωρά τους αλλά μονάχα αυτό το κέντημα βρίσκεται ανάμεσά τους.
Είναι μια ζωγραφιά, στη μέση ένας άντρας όμορφος σα πρίγκιπας που κοιμάται μα είναι δεμένος με χίλιες δυο χρυσές κλωστές.
Στο στόμα του είναι βαλμένο ένα λουλούδι και τα χέρια του είναι λευκά σαν κοριτσιού, γεμάτα δαχτυλίδια.
Κοιμάται σ’ένα πλούσιο κήπο μ’ένα σωρό κρίνους, βιγόνιες, γιασεμιά, χρυσάνθεμα και κληματαριές και πλατάνια και πολύχρωμα πουλιά’ κι είναι όλα βαλμένα έτσι κι είναι τόσο χαμογελαστό το υπνωτικό του πρόσωπο που σαν νάναι τα όνειρά του όλα αυτά.
Ο Ανέστης κοιτάζει τις κοπέλες και μία μία τις αναγνωρίζει’ είναι η Φιλιώ, η Ναταλία, η Άρτεμη, η Καλλιόπη, η Ερατώ, η Παρασκευή, η Αλεξάνδρα, η Ευγενία, η Γαλήνη, η Ρουμπίνη, η Κυριακή, η Αντριάννα. Μένει να κοιτάει ώρα πολλή σα ναρκωμένος κι όσο συνέρχεται ένα σωρό πράγματα τού’ρχονται στο μυαλό και τον μπερδεύουν.
Σκέφτεται που η Σαρακίνα δε φαίνεται πουθενά, τίποτα δε μαρτυράει τη παρουσία της.
Οι κοπέλες κάθονται ήσυχες, δεν μοιάζουν καθόλου για αιχμάλωτες…… κι ύστερα ετούτο δω το κεντητό…και η γυναίκα που ήρθε στα όνειρά του….. και τα τραγούδια της ………..τι είναι όλα αυτά…..Μένει εκεί να σκέφτεται και να κοιτάει τις κοπέλες, όλες ή την Αντριάννα μόνη, ν’ακούει το νανούρισμά τους, να μελώνει μέσα σε μια καλοδεχούμενη θλίψη.
Κι ούτε να κάνει ένα βήμα μπρος ούτε ένα βήμα πίσω.
Αλλά και γω κάθε φορά που αναπλάθω αυτή την ιστορία, μέχρι εκεί φτάνω μαζί με τον Ανέστη.
Θέλω αυτή τη στιγμή νάμαι περισσότερο εξομολογητικός παρά μυθοπλάστης.
Γι αυτό πρέπει να πω ότι καμιά εικόνα που η ψυχή μου να ακολουθεί δεν έχω παρακάτω.
Στέκομαι πάντα εκεί, στις κοπέλες μέσα στη σπηλιά παραδομένος σε μια μαγεία, θαλπωρή, νάρκη, σ’ένα ταξίδι πολύ μακρινό, βαθιά εντός μου.
Σχεδόν δεν έχει υπάρξει ούτε η Σαρακίνα ούτε η ιστορία του χωριού. Είμαι μέσα στη σπηλιά τους. Κοντά σε κείνες.
Μέσα σε κάτι που κάποτε ήτανε δικό μου και τώρα απωλεσμένο που όμως το θέλω κι έχω γελαστεί πως έχω επιστρέψει λίγο μέσα του.
Μπορούν να περάσουν και μια και δυο ώρες έτσι, στο δωμάτιό μου’ κι όταν αρχίζω να βγαίνω από αυτό το ρεμβασμό για να επιστρέψω, περνούν σαν ενδιάμεσο εικόνες από το παρελθόν’ εικόνες της γιαγιάς της Κυριακούλας που το άντρα της τον χάρηκε όσο να κάνει απανωτά δυο κόρες ( ύστερα εκείνος χάθηκε )’ της μιας της κόρης όπου το σόι του γαμπρού την εχθρευόταν και πήρε η μαμή την εντολή στην πρώτη γέννα, μαζί με το παιδί να της τραβήξει και τα σπλάχνα, να πεθάνει’ της άλλης κόρης που πήγε από μαράζι’ της θείας της Ευγενίας που ο κύρης της, τριάντα κάτι εκείνος, τη διάλεξε για νύφη όπως διαλέγουμε τα φρούτα, ανάμεσα από τις αδελφές της, εκεί που έπαιζε τις κούκλες δώδεκα χρονών, της γιαγιάς Μαλαματώς που αντί για το κορμί, παρέλαβε φωτογραφία του σκοτωμένου στον εμφύλιο γιου της, της όμορφης και φιλοσοφημένης θείας Μάρθας που η έγνοια του θανάτου καταμεσής στα νιάτα - έκλαιγε ξαφνικά στις εκδρομές – την έφερε ένα χρόνο σ’ άσχημη ζωή…τη φυλακίσανε μετά στο σπίτι και την παντρέψανε με γέρο. Στρατηγό. ..
Κι εικόνες της μητέρας μου, πρώτα ελεύθερο αγρίμι να παραβγαίνει τα αγόρια, ύστερα να κουβαλάει όπλα στους αντάρτες περνώντας από τις γραμμές των Γερμανών, ύστερα να τσακίζεται η ραχοκοκαλιά της, πάει η ομορφιά και το τρανό παράστημα, με το ζόρι παντρειά, υποταγή άνευ όρων.
Μα μέσα σ’όλα αυτά κι άλλα πολλά, πόση τρυφεράδα και μετάξι, πόση καρτερία και γλυκά του κουταλιού, πόσα γέλια, τι αγκαλιές και παραμύθια, τι τραγούδια ενώ πλένανε ή κεντούσαν….
………….ας είναι μέχρι εκεί. Είμαι έξω πια, δεν κάνει πιο πολύ. Κι όσο περνούν τα χρόνια, καλό που ξεθωριάζει.
Σχεδόν παραλογές στο κλείσιμο του αιώνα…
Βρίσκομαι ήδη έξω από το σπίτι, κάτω στην Αθήνα.
Ώρα δέκα, δώδεκα ή τρεις.
Και τέσσερις.
Και πέντε.
Φόρκυς 1982
......................................................................................................
Και σχολιάζει η Σαλογραία με μια εικόνα και μια φράση που τα βρήκε στο μπλογκ apantaorthodoxias:
"Αν ο Θεός βάζει ένα δάκρυ στο μάτι σου, είναι γιατί θέλει να δημιουργηθεί Ουράνιο Τόξο στην καρδιά σου !"
Ωχ..αυτο το κείμενο ειναι πολύ...μεγάλο!
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
Μυρμιδόνας
:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι ξέρω...δεν έχεις υπομονή με τα μεγάλα κείμενα...
Γράφτηκε και με κίνητρο για να δείξει τιμή και σεβασμό στα βάσανα και τις ζωές των γυναικών...
Αχ...για να δω..πότε θα γραψετε μια φορα ενα κειμενο που να δειχνει τα βάσανα των αντρων!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠότε θα τα τιμήσουμε και αυτα επιτελους; :)
Μυρμιδόνας
:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητή Σαλογραία,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρόλο που δίνοντας στον Φόρκυ όλες τις από καρδιάς ευχές, (έστω και αν γι΄αυτόν δεν έχουν κανένα νόημα), φαινόταν πως δεν υπάρχει τίποτε πλέον να ειπωθεί, με την ανάρτησή σου με βάζεις στον πειρασμό να πω τι βλέπω στο παραμύθι:
1. Ο γέροντας δίνει συμβουλές χωρίς ειρμό και νόημα. Κάτι σαν χρησμούς της Πυθίας. (Τελείως διαφορετική εικόνα γερόντων έχω).
2. Ο Ανέστης πηγαίνει να αναμετρηθεί με τον δαίμονα με ένα μαχαίρι. (Στα συναξάρια η μάχη με δαίμονα γίνεται με κομμάτι λειψάνου αγίου και με επίκληση του ονόματος του Ιησού
Χριστού).
3. Ο δαίμονας έχει φρικτή όψη. Πλην όμως όταν ο Ανέστης ξαναπάει στο μέρος που τον συνάντησε δεν βλέπει τις καταστροφές που έκανε ο δαίμονας στο πέρασμά του, γιατί κατά τον Φόρκυ:
..."τα πιο πολλά έργα του Σατανά είναι έργα φανταστικά και μοναχά το μυαλό του ανθρώπου είναι το αλώνι που οι δαίμονες θέλουν να σαρώσουν"...
4. όταν πηγαίνει ο Ανέστης να δει πού βρίσκονται οι κοπέλες που άρπαξε η Σαρακίνα, τις βλέπει σε μέρος ονειρικό, σε μέρος παραδεισένιο.
Παρόλο που:..."χάνονται σα να τις κατάπιε η γη κι είναι πιο νεκρές κι από νεκρές γιατί μήτε λατρεία τάφου, μήτε ενθύμηση γάμου μένει στους άλλους για να κρατήσουνε κοντά τους κάτι απ τις αγαπημένες τους."...
Απορία δική μου: άμα είναι να πηγαίνει ο δαίμονας τους ανθρώπους σε ονειρικά μέρη, γιατί ο ίδιος έχει έχει τέτοια φρικτή όψη;
Λογικό είναι φρικτές όψεις να σε πάνε σε φρικτά μέρη...
Δυστυχώς για τους δαίμονες, οι διαφημίσεις τους δεν με συγκινούν. Δεν θέλω (με την βοήθεια του Θεού) να ... με πάρουν.
Παναγιώτης
(Να σημειώσω ότι οι γέροντες λένε ότι το δέντρο στον παράδεισο από το οποίο δεν έπρεπε να φάει καρπό ο Αδάμ ήταν συκιά. Σε συκιά ανέβηκε ο Ανέστης να αναμετρηθεί με τον δαίμονα και έχασε... Πέτυχε διάνα ο Φόρκυ στο παραμύθι...)
Ὀχι μόνο ΣΑΛΟΓΡΑΙΑ...καί κείμενο...
ΑπάντησηΔιαγραφήἘννοῶ, ὀχι μόνο χαμόγελα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν το κατάλαβα..Βοηθήστε χριστιανοί.Τι θέλει να πεί ο Φόρκυς; (ξάδελφος του Πόρκυ είναι;)Εννοεί την αυτοκαταδίκη των γυναικώνε(η Γενική παίρνει άυξηση στο χωριό μου) σε γάμους και σχέσεις δύσκολες όπου η Σαρακίνα "ήταν μια κάποια λύσις";
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό συμβολίζει το εργόχειρο; Την άνευ όρων αφοσίωση στο σύζυγο και στην εικόνα του;;ε;;ε;;
Χωστήρ
cummulus...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν σε κατάλαβα τι θέλεις να πείς...μου το παίζεις και συ...πυθίος;
:-Ο
Χωστηράκι
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχα..."βοηθήστε χριστιανοί!"
Το "παραμύθι" δεν γράφεται για να το καταλάβεις με τη λογική σου, καλέ...
Είσαι και πειραχτήρι, ως ευφυής νεαρός...θα σου τραβήξω το τσουλούφι!
;-(
Μη ρωτάς εμένα να εξηγήσω...
Είμαι ...αναρμόδια...
Όταν ρώτησα κάποτε τον εξαιρετικό ποιητή Διονύση Καρατζά, στην Πάτρα- τον πέτυχα σε κάποιο δρόμο,το έχω ξαναγράψει- τι εννοούσε με ένα ποίημα που πρόσφατα είχα διαβάσει, μου απάντησε:
-Εννοώ, ό,τι ΕΣΥ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ!
Λοιπόν;
-Πιασ 'το αβγό και κούρεφ'το που έλεγε και ο πατέρας μου.
ΚΟινώς:
Ο,τι καταλάβεις-κατάλαβες.
Period!
Και φιλιάαααααααααα!
Παναγιώτη
ΑπάντησηΔιαγραφήτα σχόλιά σου
για το κείμενο του Φόρκυ τα σχετικά με το πώς ήταν χαρούμενες μετά οι γυναίκες, ενώ τις είχε αρπάξει το τέρας...μου τα ανέφερε και μια ευαίσθητη στην ανάγνωση, φίλη...
Νομίζω ότι στο υποσυνείδητο του Φόρκυ, τότε, ήταν μπλεγμένες η φρίκη του θανάτου,
με την απεγνωσμένη επιθυμία το αγοριού,
τα φευγάτα πρόσωπα, τα λατρεμένα πρόσωπα,
να αναπαύονται κάπου
εν Ειρήνη...
Επίσης
ο συμβολισμός της ΜΑΧΑΙΡΑΣ, ως ρήματος Θεού, αναφέρεται στην προς Εφεσίους...(στ΄κεφ. στ.17)- για διάβασε λιγάκι εκεί, θα το βρεις...
και το νεφελώδες των νοημάτων υπάρχει στον εκπεμπόμενο λόγο, απ' τις Σίβυλλες και τον Ηράκλειτο μέχρι τους δια Χριστόν Σαλούς- της σήμερον...
Τι δέντρο υπήρχε εν τω Παραδείσω,νομίζω, δεν μπορούμε ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ να γνωρίζουμε.
Εικάζεται.
Άδεται.
Θρυλείται.
Μόλις τώρα διάβασα το παραμύθι.. κι ύστερα διάβασα τα σχόλια.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Μέσα σε κάτι που κάποτε ήτανε δικό μου και τώρα απωλεσμένο που όμως το θέλω κι έχω γελαστεί πως έχω επιστρέψει λίγο μέσα του."
Όταν διάβασα αυτή την πρόταση του παραμυθιού, τότε όλη η εξιστόρηση απέκτησε νόημα, ένα υπέροχο νόημα.
Οι κοπέλες, κάποτε, ήταν "κάτι δικό μου", ήταν κάποια πρόσωπα από το χωριό μου, κάτι οικείο, κάτι από τον κόσμο μου, κάτι από τη ζωή μου, κάτι από το είναι μου, κάτι από τη καθημερινότητά μου, κάτι με το οποίο είχαμε σχέση, ήταν μέλη της κοινότητάς μας, μέλη του χωριού, ήταν κόρες, αδελφές, φίλες, γειτόνισσες, ανιψιές, γνωστές, αρραβωνιστικές, ή ήταν η γυναίκα που αγαπούσα και σκόπευα να παντρευτώ, ήταν κάτι που είχε κεντρικότατη θέση μέσα στη καρδιά μου.
Κι ύστερα έγινε μια βίαιη διάσπαση-απόσπαση.. που άφηνε πολύ δράμα πίσω.. Σα να ξεριζώνεται η καρδιά, σα να σου παίρνουν κάτι δικό σου, κάτι τόσο δικό σου, και τόσο αγαπημένο, κάτι που βρίσκεται στην καρδιά του είναι σου..
Υπάρχει κάποια σκοτεινή φιγούρα μέσα στη δίνη των συμβάντων της απώλειας.. αλλά.. όλα αυτά τα συμβάντα έχουν κάτι πολύ περίεργο.. και ασαφές, κι ανεξήγητο.. Υπάρχουν περίεργες φιγούρες που βλέπω στο όνειρό μου, περίεργοι κόκκινοι λόφοι.. Βλέπω τις κοπέλες (όλες, όλες τις κοπέλες, όλες) ξανά, μα, αυτή τη φορά βρισκόμαστε εκτός πλαισίου πραγματικότητας.. Σε κάτι σπηλιές, λέει, πολύ βαθιά μέσα σε αυτές τις σπηλιές, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από αυτό το οποίο ζούσα στη ζωή μου (το χωριό, η καθημερινότητα, η πραγματικότητα). Βρίσκω αυτό το απωλεσμένο.. που είναι επιθυμητό, κι είναι αγαπημένο.. και το θέλω.. κι έχω γελαστεί πως έχω επιστρέψει για λίγο μέσα του.. Βρίσκω αυτό το "κάτι δικό μου", αυτό το επιθυμητό κι αγαπημένο, μα δεν το έχω μέσα στη κανονική ζωή μου, στο χωριό μου, το έχω κάπου, για λίγο, υπό ειδικές συνθήκες, χωρίς να συμμετέχω σε αυτό, απλώς το βλέπω απ'έξω ως παρατηρητής, σε έναν ασαφή τόπο, που δεν έχει σημασία πού είναι.. σημασία έχει οτι δεν είναι το χωριό.. είναι κάτι άλλο, κάτι περίεργο..
Το παραμύθι τελειώνει εκεί.. Δεν ξέρουμε τι γίνεται στη συνέχεια.. Επιστρέφουν οι κοπέλες πάλι στην πραγματική ζωή του χωριού; Ή μένουν εκεί, σε αφηρημένο τόπο και χρόνο, πλέκοντας κι υφαίνοντας υπέροχο υφαντό..; Από τη μια, νιώθω τόσο μα τόσο οικεία με το να βρίσκομαι εκεί στην σπηλιά που είναι οι κοπέλες και να τις βλέπω.. Από την άλλη, νιώθω και τόσο μα τόσο ξένος.. Δεν γνωρίζω πού βρίσκομαι, ούτε γιατί είναι εκεί οι κοπέλες, ούτε τι κάνουν, ούτε γιατί είναι όλες μαζεμένες.. έχει επέλθει μια απομάκρυνση..
Κάτι που κάποτε ήταν δικό μου, και τώρα είναι απωλεσμένο..
και νιώθω πως έχω επιστρέψει σε αυτό το κάτι που κάποτε ήταν δικό μου..
Έχω επιστρέψει για λίγο.. Μα.. εξακολουθεί να υπάρχει μια απώλεια, μια απομάκρυνση, ένα χάσμα, από μια προηγούμενη κατάσταση.
Τελικά πώς σας φαίνεται η δική μου κατανόηση του παραμυθιού;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμένα μού αρέσει το παραμύθι, επειδή είναι σα να μιλάει για την εν Χριστώ ομορφιά σαν κάτι φυσικό και φυσιολογικότατο για τον άνθρωπο. Όμως, είναι κάτι απωλεσμένο (Απώλεια, Πτώση). Σε αυτή τη ζωή μπορούμε να έχουμε πρόγευση Παραδείσου.. Δεν είμαστε μέσα στον Παράδεισο.. Μια ομορφιά που είναι απόλυτα οικεία (φυσική, φυσιολογικότατη) στον άνθρωπο κι απόλυτα ξένη (έχει επέλθει απομάκρυνση), ταυτοχρόνως.
Αντίθετα με τον Παναγιώτη, εμένα μου φάνηκε πετυχημένη η συνομιλία με τον γέροντα ασκητή του παραμυθιού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ γέροντας ρωτά τον νέο ποιά είναι τα όπλα του στον πνευματικό πόλεμο.. πώς θα νικήσει τους δαίμονες; Διότι, η Ομορφιά, που είναι απωλεσμένη λόγω Πτώσης, θέλει τον τρόπο της για να προσεγγιστεί! Ο νέος δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για αυτό, μα ο γέροντας του λέει πως δεν πειράζει. Αυτό συμβολίζει το εξής.. Από εμάς, ζητείται αυστηρότητα στον πνευματικό πόλεμο, είναι αυστηρά τα πράγματα, αλλά, από την άλλη, λαβαίνουμε χάρες και δώρα, παρά τη χαλαρότητά μας. Έτσι και ο νέος. Ήταν χαλαρός, δεν ήταν προετοιμασμένος, αλλά του παραχωρήθηκε καλή επιείκια.
Η συνάντηση του νέου με τον γέροντα, ήταν ένα γεγονός το οποίο επεσήμανε στον νέο την σπουδαιότητα του αντιμετωπίζουμε με ωριμότητα τον πνευματικό αγώνα, δηλαδή να είμαστε οπλισμένοι στον πνευματικό αγώνα.
Ο γέροντας ρώτησε τον νέο τι μπορεί να θυσιάσει, αν μπορεί να θυσιάσει κοσμικά πράγματα και το θέλημά του. Τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις για να ξανα-βρεις τον παράδεισο; Η αγάπη σου για την Αντριάννα είναι θεάρεστη ή είναι χρηστική; "Και τι δίνεις λοιπόν για το Θεό;"
Κατά πόσο είσαι πρόθυμος να αρνηθείς την απόλαυση του τάδε πάθους προκειμένου να ελευθερωθείς από το τάδε πάθος; Θα έκανες όλον αυτόν τον κόπο για να σώσεις την Αντριάννα αλλά ήξερες οτι η σωσμένη Αντριάννα δεν θα γίνει δική σου σύζυγος; Δηλαδή, θα έκανες όλον αυτόν τον κόπο, αν η δράση σου θα οφελούσε μοναχά αυτή, και δεν θα οφελούσε εσένα;
Αυτά είπε ο γέροντας στο νέο.
Πολύ ενδιαφέρουσες προβολές και προεκτάσεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά κάθε ψυχή, βλέπει στο υλικό που της παρατίθεται, πράγματα που κουβαλάει μέσα της.
:-)
ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ!
Έλειπα όλη μέρα εις χώραν μακράν...
Τα λέμε προσεχώς...
Σε ασπάζομαι...