Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Η κατάθλιψή σας, οφείλεται στην άρνησή σας να επαινέσετε. (Σκοτ Πεκ)


Κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάποιο χάρισμα.
Βρὲς τὸ χάρισμά του καὶ ἐπαίνεσέ τον.
Χρειάζεται καὶ ὁ ἔπαινος (πρὸς τόνωσιν) καὶ ἡ καλωσύνη καὶ ἡ ἀγάπη.
Τότε ὁ ἄλλος καὶ πολὺ καλὸς νὰ μὴν εἶναι,
διὰ τὴν τιμήν, τὸν ἔπαινον, τὴν ἀγάπην ποὺ τοῦ ἐκδηλώνουν
ἐλέγχεται
καὶ γίνεται καλύτερος.

Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἴγινας

Πηγή:Τρελογιάννης

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Οι εχθροί και η η προσευχή (επανάληψη)


Ό,τι γράφω εδώ μέσα, από το καλοκαίρι, που έφυγε η μάνα μου και μετά... λατρεμένο μου, το ξέρεις είναι ένας βυθομετρητής της προσωπικής μου πνευματικής ένδειας και παράλληλα, μια πληκτρολογημένη προσευχή για σένα.

Από τότε που σε πρωτοσυνάντησα προσεύχομαι κάθε μέρα για την ψυχή σου- θα με πιστέψεις;

Των αδυνάτων αδύνατο, να σε ξεχάσω ό,τι και αν μου συμβεί, ό,τι και αν κάνω.

Πώς να ξεχάσει κάποιος το χρυσαφένιο φως της αυγής;

Μονάχα όταν κοιμάται αλλά και κεί...πάλι ...μπορεί να το ονειρεύεται.

Πώς να ξεχάσει να πιεί καθάριο νεράκι μέσα στη μέρα;

Πώς να ξεχάσει να πάρει ανάσα;

Των αδυνάτων αδύνατον!



Μνημονευτέον Θεού δει, ή αναπνευστέον λέει ο άγιος του Θεού, και επειδή το Θεό δεν τον βλέπουμε εμείς οι εμπαθείς δια των σωματικών οφθαλμών μας, το Πανάγιο Πνεύμα , με την παιδαγωγική Του σοφία, μας αναγκάζει να Τον θυμηθούμε, συνδέοντας το όνομα του Κυρίου με την αναζήτηση κάθε ευ-λογίας για τους αγαπημένους μας.



Σκέφτομαι συχνά, ότι αν τα πράγματα στη ζωή μας, πήγαιναν όλα όπως θα άρεσε στην α-νόητη και ξεπεσμένη μας διάνοια, τότε- σχεδόν- κανείς μας για τίποτα και για κανέναν δε θα προσευχόταν επειδή απαιτεί αγάπης κόπο και αυτοσυγκέντρωση και νηστεία και ελεημοσύνη, το έργο της προσευχής.



Όμως τα πράγματα δεν πάνε ποτέ όπως θα φανταζόμασταν.

Η βούλησή μας αντιμετωπίζει συνέχεια τους σκόπελους της άκρας ματαίωσης για πολλά...και τότε...θυμούμαστε και την προσευχή, σαν ένα μέσον βοήθειας.



Η προσευχή είναι ο τρόπος μας -τρόπος να σπρώχνουμε τη βαριά πέτρα των γεγονότων στην κορφή του βουνού της καθημερινότητας εκεί, όπου πρέπει σαν το Σίσυφο, ο καθένας να σκαρφαλώσει.

Επειδή γίνονται και θαύματα με τη μυστική δύναμή της, περιστεράκι μου.

Θαύματα πολλά και παμμέγιστα, ο καθένας κάτι θα είχε να σου αναφέρει -ακόμη και από τον προσωπικό του το βίο, αν μπορούσε να σε εμπιστευτεί και τα σώψυχά του, να καταθέσει.



Σχετικά με μένα την ίδια -διότι κυρίως την προσωπική μου εμπειρία μπορώ να αναφέρω-έχω να πώ ότι -παιδιόθεν-έστω χαζά, έστω επιφανειακά- σχεδόν καθημερινά προσευχόμουνα.



Είχα την ευλογία να μου διδάξουν την καλή συνήθεια της προσευχής οι απλοί γονείς μου.



Κυρίως, με το προσωπικό τους παράδειγμα.


Κυρίως, ο σκληρός μου πατέρας- τον οποίο ενθυμούμαι επί δεκαετίες να μη βγαίνει έξω απο το σπίτι, αν προηγουμένως δεν έκλεινε τα μάτια για λίγο χρόνο κατά τη μεριά της ανατολής(αν το δωμάτιο δε διέθετε κάποια εικόνα) όπου εκεί- με τα μάτια κλειστά και σε στάση ευλαβικής προσοχής το σώμα του- σταυροκοπιόταν.

Μετά έφευγε.

Πού πήγαινε;

Οπουδήποτε.

Στη δουλειά του.

Σε διασκέδαση.

Ακόμη και στο σπίτι της φιλενάδας του.

Αλλά η προσευχή προσευχή και πάνω από όλα!

-Γελάς, λατρεμένο μου;

Μου τον κατηγορείς για ασυνέπεια;

Τότε για τα ίδια και γω τον κατηγορούσα και τον κοίταγα υπό... γωνίαν και ενδομύχως νευριασμένα.

Χρειάστηκε να μεγαλώσω πολύ για να καταλάβω ότι και κείνο το νήμα το αραχνοΰφαντο, το προσευχητικό του ελάχιστου χρόνου που αφιέρωνε, προκειμένου να συνδέεται με τον Κύριο της Δόξης, τον προφύλασσε ώστε να μην κατακρημνιστεί σε μεγαλύτερη άβυσσο...επειδή πάντα καραδοκούν για την κάθε ψυχή ,κρυφοί μεγαλύτεροι δαίμονες, μεγαλύτερο εσώτερο χάος.

Άνθρωπος ζωντανός, δεν διαθέτει τη δυνατότητα, του να γνωρίζει τι διαβολικό τέρας θα ήταν έκαστος εξ ημών, αν η Χάρη του Κυρίου- στο βαθμό που της το επιτρέπουμε- αν δεν μας περιέλαμπε προστατευτικά με την αόρατη- πλην απολύτως υπαρκτή- θεία ενέργεια.

Για την προσευχή έχουν γραφτεί τόμοι, το γνωρίζω.

Και έχουν διαβαστεί άλλοι τόσοι, είναι αλήθεια επίσης.

Το πρόβλημα είναι ότι παρόλα τα όσα άκουσα και διάβασα επί χρόνια, κάποιο ουσιαστικότατο σημείο-λόγω της σκληροκαρδίας μου- δεν το είχα συλλάβει.

Ένα βράδυ,λοιπόν, πριν πάω για ύπνο και εκεί που κοίταζα την εικόνα του Λατρεμένου Χριστούλη, Του μουρμούρισα στενοχωρημένη :

- Κύριε! Σε έχω κουράσει!

Με την απεγνωσμένη πολυλογία μου σε έχω ζαλίσει και παρόλα τούτα, Εσύ δεν φανερώνεις το πρόσωπό Σου, να δώσει μια λύση, εκεί... κι εδώ... πές μου, γιατί;

Γιατί τόση καθυστέρηση Κύριε;

Τι πρέπει να κάνω για να μου απαντήσεις πιο γρήγορα;

Αυτά ξεστόμισα, λυπημένη και-δε θα ντραπώ να το ομολογήσω- κουρασμένη από την... κουφαμάρα Του.

Και τι νομίζεις ότι μου απάντησε ο Κύριος;

Νομίζεις ότι μου είπε:

-Δεν σου απαντώ διότι ΕΣΥ είσαι το κουφάλογο, μανδάμ Σαλογραία!

Αυτό νομίζεις ότι μου είπε;

Ε, λοιπόν, πέτυχες διάνοια!

Αυτό ακριβώς μου είπε!

Όχι, βέβαια, με τη σαλή αγένεια τη δική μου.

Μου το είπε, λεπτά και ευγενικά, έμμεσα και ειρηνικά , όπως ταιριάζει να εκφράζεται ο Κύριος της Δόξης.

Τι εννοώ;

Θέλω να πώ ότι ενώ τέλειωσα το άθλιο προσευχητικό μου παραλήρημα- με γκρινιάρικο ύφος- πλησίασα στη βιβλιοθήκη μου, όπου- σαν μαυροντυμένα στρατιωτάκια- αραδιάζονται όλοι οι τόμοι της Πατρολογίας του Migne.

Τράβηξα έναν τόμο μηχανικά, τον άνοιξα επίσης μηχανικά -και- αφηρημένα αρχικά- άρχισα να διαβάζω μια ρήση ενός αββά Ζωσιμά -ιδέα δεν έχω ποιος είναι- που έγραφε:


- Αδελφέ, αν θες να απαντήσει γρήγορα ο Θεός στις προσευχές σου, πρέπει ΠΡΙΝ προσευχηθείς για οποιονδήποτε άλλον, να προσευχηθείς πρώτα, για τους εχθρούς σου.



Και όταν προσευχηθείς πρώτα με αγάπη για τους εχθρούς σου, τότε ο Θεός θα ακούσει και θα απαντήσει γρήγορα και στα αιτήματα για όλους τους αγαπημένους σου!

Αυτό ήταν το σκηνικό, περιστεράκι μου.

Έμεινα τόσο έκπληκτη, ώστε έκλεισα τον τόμο, τον έβαλα στη θέση του, και μετά από δευτερόλεπτα- όταν συνήλθα -από την απάντηση που με αυτόν τον απροσδόκητο τρόπο,μου δόθηκε- και προσπάθησα να ξαναβρώ πού βρίσκονταν το εν λόγω κείμενο, στάθηκε -των αδυνάτων- αδύνατον να το πετύχω.

Όμως, το μήνυμα, στη νεαντερτάλεια συνείδησή μου, χαράχτηκε.

Χαράχτηκε με ανεξίτηλο τρόπο.

Και κατάλαβα.

Κατάλαβα γιατί η Πάνσοφη Ορθόδοξη Εκκλησία μας, προτρέπει να προσευχηθούμε με αγάπη και πόνο, π ρ ώ τ α υπέρ των εχθρών, και έ π ε ι τ α υπέρ των αγαπημένων μας.

Διότι εκφωνώντας τα λόγια τα άγια της προσευχής- έστω και μηχανικά εκφωνώντας τα- υπέρ του ...εχθρού-που στην ουσία είναι φίλος, μεταμφιεσμένος- εκείνη την ώρα, η καρδιά μας-δηλαδή ο συναισθηματικός κόσμος- έστω και αθέλητα, μαλακώνει...

Εξ αποστάσεως, δυνατόν, να μαλακώνει και η ψυχή του... εχθρού που προσλαμβάνει εν Αγίω Πνεύματι, τις ευχές μας και τότε, με την αγάπη- αυτή τη λιγοστή, την εκ της προαιρέσεώς μας εκπορευόμενη- βρίσκει ευκαιρία η Χάρη και θεραπεύει μέσα μας πληγές, θεραπεύει συμπεριφορές και δίνει πληροφορίες θετικές, και επιρροές αγαθές σε κείνους υπέρ των οποίων ευχόμαστε, επιρροές που εξακτινώνονται ευεργετικά σε εχθρούς και φίλους και οι εχθροί -εν τέλει- από άγρια λιοντάρια, μετατρέπονται απλά σε μεγαλούτσικες, συμπαθητικές γατούλες- για όποιον -εν Κυρίω Ιησού- ελευθερώθηκε από τή βλακεία του μίσους...

Αν έχουμε ...εχθρούς, δηλαδή ανθρώπους για τους οποίους κουβαλάμε προσωπική οργή και θυμό και μνησικακία, προσευχόμενοι υπέρ αυτών,πρώτιστα την ύπαρξή μας λυτρώνουμε και ευεργετούμε, αυτό και οι κοσμικοί θεραπευτές, σήμερα, το κατάλαβαν και.. -σε μύριους τόνους- το βεβαιώνουν.


Αλλά επειδή δεν το ψηλαφούμε πώς ακριβώς συμβαίνει τούτο- διότι τα πνευματικά μας αισθητήρια φαίνονται ή νεκρά ακόμα ή εξαιρετικά αμβλυμμένα- αρνούμαστε-οι α-νόητοι- να ακολουθήσουμε την υγιαίνουσα πρακτική των Αγίων, και μή προσευχόμενοι πρώτα καθημερινά, υπερ των θλιβόντων και καταρωμένων ημάς, μοιάζουμε σαν να χτυπάμε το κεφάλι μας, σε σκληρό και αδιαπέραστο τοίχο...και οι προσευχές μας, αργούν να λάβουν απάντηση...


Όποιος δι ευχών της Κυρίας Θεοτόκου και Πάντων των Αγίων, φωτιστεί και εννοήσει το μέγιστο, της υπέρ των εχθρών προσευχής, μεγάλη ευλογία θα επισύρει στης ψυχής του τα βάθη.

Το ομολογούν όλοι όσοι το εφάρμοσαν στην πράξη και είδαν τα αποτελέσματα.

..........................

-Κύριε...βοήθησέ μας, να υλοποιήσουμε κατά πρώτον, την εντολή, της υπέρ των εχθρών προσευχής διότι ήδη είναι αργά ...και το σκοτάδι από παντού, μας έχει περικυκλώσει...

Μόνο με αυτή την προσευχή έχουμε ελπίδα να αντικρίσουμε λίγο απ' το Φως Σου...

ΣΑΛΟΓΡΑΙΑ
.....................................................................
....................................................................
12 σχόλια:

cummulus είπε...

Πρέπει να μας θυμίζεις τα δύσκολα; Αφου ξέρεις...είμαστε για τα εύκολα, αυτά που δεν θέλουν κόπο...δυστυχώς....



13 Φεβρουαρίου 2010 11:23 μ.μ.

Σαλογραια είπε...

Νεαρέ, και όμως...είσαι για τα δύσκολα, αφού Σαββατιάτικα δεν βρίσκεσαι σε καποιο πάρτυ μασκαράδων αλλά κάθεσαι σπίτι...και στοχάζεσαι!

:-)



13 Φεβρουαρίου 2010 11:39 μ.μ.

Ανώνυμος είπε...

ο Κύριος ειναι ΑΓΑΠΗ και ως τέτοια αναπαύεται μόνο σε αγνές ψυχές. ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ και μόνο καθαρίζουμε σιγά σιγά. Διαγράφονται αυτά που τον ενοχλούν και κάποια στιγμή, όταν μπορέσει να υποφέρει τη βρωμιά που μας έχει απομείνει, μας δίνει λίγη ΑΓΑΠΗ για να συνεχίζουμε τον αγώνα μας... Σε ένα Αγιο είχε αποκαλύψει ο Κύριος "έχε την ψυχή σου συγκεντρωμένη στον Αδη και μην απελπίζεσαι....



14 Φεβρουαρίου 2010 12:10 π.μ.

ΘΑΝΟΣ είπε...

Αγαπητή Σαλογραία πριν λίγες μέρες μου είχες πει ότι είχες παιδιόθεν αρνητική στάση στην κατήχηση. Κι όμως τώρα βλέπω ότι η Χαρις του Θεού σε εχει κάνει μέγιστη στην κατήχηση. Και αυτο ακριβως είναι η ουσία της κατήχησης όπως την εφάρμοσαν οι Απόστολοι. Η προσωπική εμπειρία του Χριστιανού μέσα από την ίδια του την ζωή.



Δεν μπορείς να φανταστείς (δεν το λέω κυριολεκτικά) ποση επίδραση έχει στις ψυχές των νέων ανθρώπων η προσωπική εμπειρία του κάθε Χριστιανού. Η εν Χριστώ ζωή μέσα από τα ίδια μας τα μάτια είναι ότι πιο κοντινό στον ίδιο τον λόγο του Κυρίου.



Αυτή η κατανόηση του μηνύματος που σου έστειλε με μυστηριακό τρόπο ο ίδιος ο Χριστός είναι που σε κάνει (μας κάνει) να ξεχωρίζεις από τον άνθρωπο που με δική του ευθύνη έχει τα μάτια (της ψυχής) κλειστά. Να είσαι σίγουρη ότι πολλοί συνάνθρωποί μας θα ξαναέκλειναν το βιβλίο και θα ξεχνούσαν τα λόγια του αββά Ζωσιμά. Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο κι όμως έτσι είναι. Ούτε καν θα υποψιάζονταν ότι ο Κύριος τους έστειλε ένα μήνυμα. (θυμήσου την παραβολή του Σπορέα).



Γι αυτό πάντα ο Χριστός ζητούσε από τους ανθρώπους να έχουν τα μάτια και τα αυτιά της ψυχης ανοικτά. Να έχουν καλό και καθαρό λογισμό.

Πρεπει μερα νυχτα να δοξαζουμε τον Θεό και να τον παρακαλούμε να κρατάει τα πνευματικά μάτια αυτά και τα αυτια μας ανοικτα ωστε να αντιλαμβανόμαστε με την Χάρη Του Αγίου Πνεύματος κάθε μήνυμα που θα έρχεται.



Εξαιρετική είναι και η άποψη που εξέφρασες για την μυστική ενέργεια της προσευχής όχι μόνο στον προσευχόμενο αλλά και στο πρόσωπο για το οποίο απευθύνεται η προσευχή. Ακόμα κι αν αυτό ειναι ο εχθρός, ο άθεος, ο άπιστος, ο αδιάφορος, ο οποιοσδήποτε συνάνθρωπος. Ο Κύριος με μυστικό τρόπο θα ενέργησει και στην ψυχή αυτού του ανθρώπου με έναν τρόπο που κανείς μας (εκτός από τους Αγίους) δεν καταλαβαίνει.



Εδώ κολλάει κι αυτό που έλεγε ο γέροντας Παϊσιος: "Να μιλάτε περισσότερο στον Θεό για τα παιδιά σας, από ότι στα παιδιά σας για τον Θεό".



Ετσι με έναν μυστηριώδη τρόπο ο Χριστός θα μαλακώσει την ψυχή του ίδιου του παιδιού και θα αρχίσει ακόμα κι αν δεν εχει δυνατή πίστη να βλέπει μερικά από τα μηνύματα που θα του στέλνει ο Κύριος.



Ο λόγος σου είναι πνευματική τροφή. Να σε έχει καλα ο Θεός.



14 Φεβρουαρίου 2010 12:16 π.μ.

Σαλογραια είπε...

Ανώνυμε

συμφωνώ και επαυξάνω. Η θεραπευτική δύναμη της εξομολόγησης σε απλανή πνευματικό οδηγό, μαζί με τον αδιάλειπτο αγώνα της Μετανοίας, φέρνει στην ψυχή του πιστού, ειρήνη Αγίου Πνεύματος και-μακροχρονίως-τη θεραπεία.

Σ'ευχαριστώ...

Αυτή η φράση από το Γέροντα Σιλουανό, μου έχει φανεί πολύ καλός πρακτικός οδηγός...σε χρόνια δύσκολα. :-)



14 Φεβρουαρίου 2010 12:33 π.μ.

Σαλογραια είπε...

Καλέ μου Θάνο,

σ'ευχαριστώ για την αγάπη, διότι - δεν θα κουραστώ να το γράφω- κάθε ευγενικό σχόλιο,δεν ξέρει κανείς αν έχει σχέση με την αλήθεια των πραγμάτων, όμως, σίγουρα, είναι πρώτα και κύρια αγάπη.

Κάποτε μου δόθηκε η συμβουλή,ότι δεν έχω δικαίωμα επί θεολογικού να λέω, τίποτα περισσότερο από την όποια προσωπική μου εμπειρία.

Και αυτό μου φάνηκε πολύ σοφό.

Διότι ο καθένας μας πείθει- τον καλοπροαίρετο απέναντι- μόνο στο βαθμό που διαθέτει ειλικρίνεια και ομολογεί τόσο τις αμαρτίες του, όσο την εμπειρία του.

Θα σου δηλώσω , ότι για πολλά χρόνια,παρότι πάντα ήμουν στο δρόμο της πιστεως, υπήρξα φοβερή ορθολογίστρια.

Το Θεό, τον αγαπούσα, αλλά τον τοποθετούσα κάπου ψηλά, κάπου μακριά και ότι δεν ανακατεύεται και πολύ με την καθημερινότητα των ανθρώπων...

Μετά...διάφορα γεγονότα (ελάχιστα από τα οποία έχω καταγράψει σε αυτές εδώ τις σελίδες) άρχισαν ξαφνικά να αλλάζουν τη συνείδησή μου, προς μια άλλη κατεύθυνση.

Νομίζω, ότι με ωφέλησε αρχικά στο να παρατηρώ τις λεπτομέρειες στη...συμπεριφορά του Θεού απέναντί μας, η παρέα μου με μια φίλη που μόλις είχε χωρίσει μια και έφυγε ο άντρας της με άλλη γυναίκα.

Θυμάμαι πόσο στενοχωριόταν για την έλλειψή του,και πόσο παρατηρούσε το παραμικρό στη συμπεριφορά του, προκειμένου να πάρει ελπίδες ότι μπορεί ακόμα να την αγαπάει- ότι μπορεί να ξανάρθει κοντά της.

Νομίζω ότι και η ψυχή, πικραμένη από τη στέρηση της Χάριτος, μπορεί να την αναζητάει με περισσότερη θέρμη και να παρατηρεί μετά πιο προσεκτικά, σημάδια με τα οποία η Χάρη μπορεί να κάνει εμφανή την παρηγορητική παρουσία της.

Ετσι, από τη φίλη μου τη ζωντοχήρα, έμαθα και γω να αξιολογώ, όλα τα σκηνικά, με μια άλλη ευαισθησία προσπαθώντας να θεραπεύσω τις πληγές που στην ψυχή του καθένα μας, ανοίγει η αμαρτία...

Και πάλι σ'ευχαριστώ εκ καρδίας...



Καλό σου βράδυ...



14 Φεβρουαρίου 2010 12:49 π.μ.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ είπε...

ΠΟΣΗ ΑΓΑΠΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΕΥΛΑΒΙΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΆΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ. ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΧΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΡΜΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ... ΑΠΟΨΕ ΣΑΣ ΟΦΕΙΛΩ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ !!!



14 Φεβρουαρίου 2010 1:21 π.μ.

Σαλογραια είπε...

Αναστάσιε

και γω ευχαριστώ τη δική σου καλή διάθεση.

Καλό βράδυ, περιστεράκι μου...:-)



14 Φεβρουαρίου 2010 1:48 π.μ.

Σαλογραια είπε...

Και ξαναδιάβαζοντας τα σχόλιά σας, σκέφτομαι, ΘΑΝΟ, ότι όποια καλή εμπειρία και να έχει κάποιος,αγωνιζόμενος Ορθόδοξος Χριστιανός, αν ο αποδέκτης της εμπειρίας που αφηγούμαστε, δεν βρίσκεται στο παρόμοιο με μας, πνευματικό μήκος κύματος, όχι μόνο δεν θα την καταλάβει αλλά θα μας ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΣΕΙ κιόλας.

Γι αυτό και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, συμβουλεύει ΤΙΠΟΤΑ να μη λέμε από τα όσα πνευματικά βιώνουμε, σε άνθρωπο που δε βρίσκεται σε ανάλογη με μάς κατάσταση, επειδή και ΔΕΝ θα εννοήσει τίποτα και θα μας χλευάσει επιβαρύνοντας τη θέση και την ψυχή του.

Είναι ανάλογο- ας πούμε- να μιλάει για χιόνι ο Εσκιμώος στον Αφρικανό, που χιόνι είδε στο σινεμά όλο κι όλο τρεις φορές.

Θεωρητικά, θα καταλαβαίνει την έννοια του χιονιου, θα στερείται όμως όλο το βάθος της ουσιαστικής κατανόησης...



14 Φεβρουαρίου 2010 5:47 μ.μ.

Ανώνυμος είπε...

Αυτες τις μερες κουρασμένη σωματικά και ψυχικά (καθότι εγκυος), αναρωτιώμουν γιατί δεν με ακούει ο Θεός. Μαλλον βρήκα την απάντηση στο κείμενο σου.

Μαρίνα

Υ.Σ.Καλή Σαρακοστή! Και την ευχη σου σαλογραια-καλογραία



14 Φεβρουαρίου 2010 11:17 μ.μ.

Σαλογραια είπε...

Γλυκια μου Μαρίνα Καλή Σαρακοστή!:-)

Με το καλό να φέρεις στον κόσμο ένα φωτισμένο και γεμάτο χάρες παιδάκι!

Μόνο που είμαι ...κακογραία και όχι καλογραία, αλλά εντάξει...που θα μου πάει...αν θέλει ο ΧΡιστούλης θα γίνω και ...καλο-γραία...κάποτε...

Να κάνεις όσο μπορείς προσευχή και γι κείνους που σε πληγώνουν και για το παιδάκι.

Πολλή προσευχή για το παιδάκι...

Παίρνεις τον κατάλληλο σίδηρο;

Για την κούραση ρωτάω που αισθάνεσαι μπορεί να φταίει και η έλλειψη του σιδήρου.

Να τρως και ψάρια.

Και πασατέμπους ανάλατους, είναι πολύ πλούσιοι σε φωσφόρο που κάνει έξυπνο τον εγκέφαλο.

Να ακούς και ωραία μουσική- όποια σε ηρεμεί...

Καλό βράδυ, αγαπημένο μου.

Η Κυρία Θεοτόκος να σας σκεπάζει.



15 Φεβρουαρίου 2010 12:25 π.μ.

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ για τις συμβουλές καλή μου.

Μαρίνα

15 Φεβρουαρίου 2010 8:07 μ.μ.

(Υστερόγραφο:παρέθεσα σε πρώτο πλάνο,   αυτήν την παλιότερή μου ανάρτηση, επειδή μου το ζήτησε η αγάπη σας- και επειδή το θεωρώ πρωτεύον  θέμα, παρουσίασα  και τα σχόλιά σας, όπως  έγιναν τότε...)
..........................................................................................

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Μην τσαλακώνεις την καρδιά του πλησίον...Είναι σχεδόν αδύνατον- έπειτα- το σιδέρωμα...


Αγαπημένο μου,
θα χαιρόμουν,  να θυμάσαι αυτές τις δυο εικόνες.

Του λείου χαρτιού, του πεντακάθαρου, που μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις επάνω του, και την εικόνα την άλλη


του χαρτιού που -λιγότερο ή περισσότερο- τσαλακώθηκε.

Όταν πρωτογνωρίζεις την όποια ψυχή, η σχέση μεταξύ σας, είναι λευκή και άσπιλη.

Μοιάζει γεμάτη δυνατότητες για να γραφούν τα ωραιότερα ποιήματα, οι συγκλονιστικότερες αφηγήσεις...
Και μετά...
-Τι συμβαίνει μετά;

-Κάποιος από τους δύο, δεν προσέχει και κάνει την π ρ ώ τ η αδέξια κίνηση.

-Τι  είναι αδέξια κίνηση, χαμένη τρελόγρια;

-Αδέξια κίνηση, αγαπημένο μου, είναι  ακόμα και  ο ελαφρότατα υψωμένος, ψυχρός τόνος φωνής, το  ανεπαίσθητο απορριπτικό σήκωμα φρυδιού, η  ελάχιστα καταγραφόμενη -κι απ' την πιο ευαίσθητη κάμερα- σύσπαση μυός στο πρόσωπο, που δηλώνει αρνητικότητα, επίκριση, καχυποψία, έπαρση δική μας.
Αυτά,  ο απέναντι-ο όποιος απέναντι-το συλλαμβάνει απ' τους ουδούς του υποσυνειδήτου και μετά, μας πετάει και κείνος με τη σειρά του, κακή μπαλιά στο επικοινωνιακό τέννις, και τότε εμείς-βλακωδώς- επανατροφοδοτούμε αρνητικά και κείνος  ανεβάζει τους τόνους.
 Απ' την  ψυχρή έκφραση, πάει  στα λόγια τα πικρά, μετά στα έργα τα πληγωτικά  και στη συνέχεια  εμφανίζονται τα μεγάλα μαχαίρια και γίνονται οι φόνοι των συναισθημάτων, των υπολήψεων,  οι φόνοι της ζωής μας ολόκληρης, απ'το περί-στροφο του εγω-κεντρισμού, της ανεγκέφαλης  κακίας μας.

Γι αυτό σου λέω:

Κάθε φορά που γνωρίζεις ένα καινούργιο πρόσωπο, να μην επαναπαύεσαι ότι ο άλλος...αντέχει...

Να μη τον θεωρείς δεδομένο ή αυτονόητο ως φίλο, ως σύντροφο
(ούτε και αν έκανες πέντε παιδάκια μαζί του), ως συγγενή, ως συνεργάτη, ως συμπολίτη, ως γείτονα...

Να μη φαντάζεσαι
Ότι αν τον φτύσεις, έστω και με  σάλιου ψιχάλα ,  και τον ποδοπατήσεις -έστω  στ' αστεία-  έστω και λίγο, ότι ο άλλος θα το ανεχτεί - θα σε συχωρέσει.

Όχι, μπορεί να μη θέλει  να συχωρέσει.

Δεν είναι υποχρεωμένος να θέλει, να συχωρέσει... 

(Ο ίδιος ο Θεός, σέβεται την ελευθερία  αυτής της θανατηφόρας επιλογής μας...)

Μπορεί να δέσει κόμπο άλυτο, το ψυχρό σου-έστω και άπαξ, ψυχρό- το υφάκι-μπορεί να το κρατήσει μανιάτικο.

Και η ευθύνη θα είναι πάντα και πρώτα δ ι κ ή σου και όχι δική του.

Αυτό συνιστά μεγάλη σοφία  -αν το θυμάσαι.

Γι αυτό χρειάζεται  να πατάς στα νύχια...και να επαγρυπνείς, για να μη καταντήσεις την ψυχή του διπλανού, από  λευκή ελπιδοφόρα σελίδα, σε ένα τσαλακωμένο, γκρίζο, καταθλιμμένο  χαρτάκι...που όσο και να το τεντώσεις, αργότερα,  όσο και να το σιδερώνεις- με  αιτήσεις συγνώμης- την παλιά του, καθαρή, ατσαλάκωτη μορφή,  να την ξαναπάρει...δεν πρόκειται...

Σε κάθε περίπτωση, ένα γραμμάριο πρόληψης , ένα γραμμάριο νήψης, σε προφυλάσσει από πολλά κιλά απαιτούμενης θεραπείας.

Το ήξεραν αυτό όλοι οι νουνεχείς,  γι αυτό π ρ ό σ ε χ α ν.

Πρόσεχαν τόσο, που οι άλλοι, οι σκοτισμένοι -οι μη δυνάμενοι να εννοήσουν τις βαθύτερες της απρόσεκτης συμπεριφοράς,  στο χρόνο επιπτώσεις-την αρετή τους, την χλεύαζαν,  ως δειλία, ηλιθιότητα, υποκρισία , αβελτηρία  τους.

(Ζούμε, νομίζω, απρόσεχτα, διότι ο φόβος του Θεού, απ' τις ψυχές μας εχάθη...
Αλλά περί της αναγκαιότητας του θείου  φόβου...θα τα ξαναπούμε σ' ένα άλλο σημείωμα...)

Θα σε αφήσω, προς το παρόν, περιστέρι μου,  με τους στίχους του λατρεμένου  Νικηφόρου, που έχουν τίτλο:

Προκήρυξη
Τι βγαίνουνε μες απ'τις κάννες
των τυφεκιών; Ποια αισθήματα;
Ποιος λόγος; Ποιο σωτήριο μήνυμα;
Ειδοποιήστε αυτούς τους στρατιώτες  εκεί
που τυφεκίζουν το αύριο.
....................................................
Σαλογραία
................................................












Για να μη ξεσηκώνεται πόλεμος εναντίον μας...


"....πρέπει να επιτηρούμε τα λόγια, τα έργα και τις αισθήσεις μας και με πολλή επαγρύπνηση, ώστε να μη προκληθεί  απ' αυτά πόλεμος εναντίον μας"

Όσιος Νείλος Σόρσκυ
(Περί νοεράς εργασίας-εκδ.Ορθ.Κυψέλη, σελ.100)

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Soundrack- Gladiator- Now we Are Free


"Δική μου είναι η εκδίκηση "(επανάληψη)


Λοιπόν, λατρεμένο μου, προσωπικά, στο λέω με πάσα εντιμότητα, άν δεν ήμουνα μια
κατηχητικούδα του ΜΗ κερατά, έτσι και με πείραζε κάποιος, θα του ανταπέδιδα όχι οφθαλμόν
αντί οφθαλμού, μόνο, όχι τέτοια ψιλοπράγματα, α μπα!

Δεν θες να ξέρεις, τί θα του έκανα.
Το είπα μια φορά και φωναχτά, το παραπάνω και με κοίταξε με περιφρόνηση, ο καλός μου ο Μάριος, αναστενάζοντας:

- Καλά! Είσαι τόσο άθλιος άνθρωπος;
Είσαι τόσο μικρόψυχη
-Ναι, βρε!
Είμαι και γουστάρω και δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν!
Άμα με πειράξουνε, θα τους πειράξω!
Δεν θα κάθομαι με σταυρωμένα χέρια σαν καρπαζοεισπράχτορας, για να πίνουν αυτοί ουίσκια εις υγείαν του κορόιδου, για Όνομααα!

Και ενώ κινούμαι στο έδαφος αυτής της νοητικής περιοχής, ότι και βέβαια, θα ανταποδώσω, αν κάποιος με... κουρδίσει άγρια
( Παναγία μου, κανείς ας μη με βάλει στη συγκεκριμένη δοκιμασία, το καλό που του θέλω...)
πέφτει πάλι στο ξερό χώμα τής συνείδησής μου- σαν απαλή βροχή τού Φθινόπωρου- μια φωτεινή φράση από την Αγία Γραφή:

" Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος."
(Προς Εβραίους κεφ.ι, στίχος 30)
Την είδα και χάζεψα.
Κάνει τέτοια πράγματα ο Κύριος;
Ανταποδίδει;
-Βεβαιότατα, μανδάμ, ανταποδίδει
Όχι όμως, όπως εσύ φαντάστηκες -παιδιόθεν- την ανταπόδοση.
Όχι με εμπάθεια οργής.
Όχι με την -παραμικρή- κακία και ανθρώπινη ή δαιμονική εκδικητικότητα, που μας πλασάρουν οι εβραίοι σκηνοθέτες του σινεμά.
Ο Τριαδικός Θεός που λατρεύουμε οι Ορθόδοξοι, έχει για ό λ α Του τα πλάσματα, την τελειότητα μιας ανερμήνευτης και απαθούς αγάπης.
Από το Μηδέν εις το Είναι, μάς έφερε.

Έδωσε τους Νόμους, τους φυσικούς και τους νόμους τους πνευματικούς και με βάση αυτούς τους Νόμους, όρισε να πορευόμαστε.
Όποιος παραβαίνει το Νόμο είτε το φυσικό είτε τον πνευματικό, εισπράττει τις συνέπειες αυτής της παράβασης, αργά ή γρήγορα, με τη μορφή απαραμύθητου ψυχικού ή σωματικού πόνου.

Και γιατί δεν πρέπει -εγώ προσωπικά- να ανταποδώσω κακία στην κακία αλλά να περιμένω- και γύρευε πόσον καιρό πρέπει να περιμένω(με τα νεύρα τσατάλια από την καθυστέρηση) για τη θεία επέμβαση- την απόδοση δικαιοσύνης από τον Κύριο;

Δεν πρέπει να ανταποδώσω, διότι, η ίδια- ως άνθρωπος ατελής και σκοτισμένος- αν προσπαθήσω να ανταποδώσω, θα ανταποδώσω πάντα κάτι παραπάνω από το κακό που νομίζω ότι μου έκανε ο απέναντι.

Ανταποδίδοντας- έστω, άθελά μου- κάτι παραπάνω, θα δημιουργήσω στην ψυχή τού θιγόμενου πλησίον, ένα έλλειμμα δικαιοσύνης που θα φέρει στην επιφάνεια των σχέσεων, νέα συναισθηματικά προβλήματα και εμπλοκές επώδυνες.

Θα πει-ας υποθέσουμε- η πεθερά:
-Εγώ- η καλή γυναίκα- απλώς, Ανοικοκύρευτη την είπα!

Αυτή γιατί μού 'δωσε μια φτυσιά στα μούτρα;

Η φτυσιά αποτελεί παραπάνω προσβολή από την προσβολή που της έκανα!


Και θα με σπρώξει.
Σπρώχνοντάς με-η αδικημένη- αστραπιαία θα σκεφτώ:
-Όπα! Τι είναι αυτά;

Τσαμπουκαλεύονται και οι πεθερές στον 21ο αιώνα;


Προσωπικά, μια δροσερή φτυσιά στα μούτρα, της πέταξα.


Αυτό το... Αλτσχάιμερ, πώς μου τη βγαίνει με κόκκινο;

Και θα της κοπανήσω μια μπουνιά στο χέρι που με έσπρωξε, έτσι!


Για να ...μάθει!

Η πεθερά,από τη μεριά της, ξαφνιασμένη και αστραπιαία αντιδρώντας

(νευρώνες είναι αυτοί, Διονυσάκη μου)

θα μου ανταποδώσει τη μπουνιά.

Τυλιγμένη πιά και γω στο πάθος τής οργής, θα συνεχίσω ηρωικά, με μια κλοτσιά στο καλάμι της, εκείνη, τότε με μάτι θολό,αρπάζοντας το χασαπομάχαιρο της κουζίνας,θ'αρχίσει να με κυνηγάει γύρω γύρω απο το τραπέζι και, αν δε βρισκόταν ένα χαλί κακοστρωμένο- να πεδικλωθεί η χριστιανή να πέσει ανάσκελα μένοντας αναίσθητη- δεν ξέρω πώς θα τη γλιτώναμε την τραγωδία, την αποφράδα ημέρα εκείνου του -ευτυχώς- φανταστικού διαλόγου που μόλις περιέγραψα.

Γιατί, όμως, στα εξομολογούμαι αυτά, φωναχτά,λατρεμένο μου;

Για να ακούσω, επιτέλους- με τα μισόκουφα αυτάκια μου- ότι η βία φέρνει


υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά κλιμάκωση βίας που μόνο με θάνατο -ίσως- να τερματίζεται.


Και γιατί δεν μπορούμε να ανταποδώσουμε ε π α κ ρ ι β ώ ς εμείς οι άνθρωποι, τιμωρία στην τιμωρία;
Δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, περιστεράκι μου, μέχρι τελικής εμπέδωσης:

Λόγω της κατασκευής τής ψυχοσωματικής μας υπόστασης,η οποία είναι υπερ-ευαίσθητη, είτε το συνειδητοποιούμε -οι άφρονες- είτε βρισκόμαστε σε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος.

Θυμάμαι συχνά εκείνη την υπέροχη σκηνή από τον "Έμπορο της Βενετίας" με τον Αλ Πατσίνο, όπου ο Σάϋλωκ καλείται να πάρει το συμφωνημένο αντίτιμο, χωρίς να στάξει όμως ούτε σταγόνα αίμα- μια και η σταγόνα αίμα δεν περιλήφθηκε στο χαρτί, την ώρα που το υπέγραφαν.

Επειδή, λοιπόν, αδυνατούμε να ανταποδώσουμε επακριβώς κακία στην κακία, όσο και αν νιώσουμε προσβεβλημένοι, ας σιωπήσουμε προς το παρόν,ειλικρινά προσευχόμενοι για τον ανεγκέφαλο που μας έβλαψε, και ας αφήσουμε τον Κύριο, ό τ α ν Εκείνος θα κρίνει, να ανταποδώσει με το δικό Του, τέλειο και αναμάρτητο και παιδαγωγικό τρόπο.

Αργεί ο Κύριος,ενίοτε- για τη δική μας, επίγεια αίσθηση του χρόνου- αργεί, αλλά δεν λησμονεί, το διατυμπανίζει και ο λαός μας, και η ανταπόδοση είναι πάντοτε ευθέως ανάλογη των Νόμων φυσικών και πνευματικών που παραβιάστηκαν.

Στις καλοπροαίρετες ψυχές, η ανταπόδοση αυτή του Κυρίου, γίνεται αφορμή μεγαλύτερης προσοχής και ωριμότητας -για τη συνέχεια, τού εν τω κόσμω, βίου τους.

Και δεν έχει σημασία να υλοποιηθεί κάτι εξωτερικά φανταχτερό ως εκδίκηση -με κινηματογραφικό τρόπο,σε στυλ Κλίνταρου στα γουέστερν- ώστε όλοι να το δουν ότι ο Κύριος "εκδικήθηκε".

Το Άγιο Πνεύμα τελεσιουργεί τα θαυμάσιά Του, σιωπηλά, αθόρυβα, σαν δροσερό αεράκι που ό λ α ανεξαιρέτως τα γεγονότα στις προσωπικές ζωές των ανθρώπων- από τα πιο χαρούμενα, ως τα πιο λυπηρά- τα διευθετεί προς εκάστου, το Αιώνιο Συμφέρον.

Και ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεται το παιδαγωγικό μέσον της "εκδίκησης" το νιώθει, το εισπράττει μυστικά, στα κατάβαθά του, πως για τον ίδιο προοριζόταν το Μήνυμα.

Και, εν τέλει, αυτό είναι που έχει όλη τη σημασία, αγαπημένο μου...

Σαλογραία

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Η δυσκολία του Πάτερ ημών(επανάληψη)


Η συγνώμη προς κερατάδες, δεν είναι το φόρτε μου, αγαπημένο μου.

(Στα έλεγα και στην παλιότερή μου ανάρτηση, με ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ, αυτήν που άλλοτε έγραψα και πρόσφατα διάβασες).

Ένα από τα ακαταλαβίστικα -έως και ενοχλητικά- για μένα σημεία στη διδασκαλία του Χριστούλη, ήταν και η διδασκαλία περί συγνώμης, θέλω να το πιστέψεις, να το εξηγήσω λίγο περισσότερο να το συλλάβεις το ζήτημα.

Προσωπικά, είμαι ένας απλός και φιλήσυχος πολίτης.

Κοιτάω τη δουλειά μου, το χωράφι μου, βοηθάω όπου μπορώ και δεν πειράζω κανένα.

Λοιπόν, φίλε, αφού δεν πειράζω κανέναν και περνάω τη ζωή μου, βαστώντας μέχρι και την αναπνοή μου, προκειμένου να μη σε θίξω σε οτιδήποτε, έχω τη φάκεν

α π α ί τ η σ η, να φερθείς και συ έ τ σ ι σε μένα.

-Με πιάνεις;

Αν μου φερθείς ωραία και καλά και ήσυχα όπως σου φέρομαι, its o.k! που λέει και ένα πελελό κοριτσάκι που ξέρω.

Αν όμως μου ξηγηθείς παράφωνα, τότε...α τότε...δεν εγγυώμαι για τη δική μου αντίδραση, τι... δρακουλικά μούτρα θα έχει!

Αυτό μου φαίνεται ως σκέψη, λογικό και πρέπον και νομίζω ότι κάθε ισορροπημένος και αξιοπρεπής άνθρωπος, θα συμφωνούσε μαζί μου.

Τώρα που κάθομαι και το σκέφτομαι το όλο θέμα λιγάκι, νομίζω ότι μπορώ κάπως να καταλάβω, διατί δυσκολευόμουν επί χρόνια να απαγγείλω ως προσευχούλα, το "Πάτερ Ημών", και προτιμούσα κάποιες άλλες, ας πούμε, προτιμούσα καλύτερα, το "Βασιλεύ Ουράνιε Παράκλητε..."

Με το "Πάτερ Ημών", ανέκαθεν, υπήρχε μια αντίσταση.

Μάλλον ίσως είχα πρόβλημα και με την έννοια του πατρός, θα έλεγε ο φίλος ψυχίατρος(εκείνος ντε, που στα γραφα στην ανάρτηση για την ξεκαρδιστική κηδεία της μανας του).

Ήμουν για πολλά χρόνια, περισσότερο από ό,τι φανταζόμουν,θυμωμένη με τον πατέρα μου-ο Θεός ας τον αναπαύει!

Δεν θα εξετάσω εδώ, αν είχα δίκιο ή άδικο να τρἐφω θυμό.

Αυτό το δικαίωμα ΔΕΝ μας το δίνει η φύση της ανθρώπινης κατασκευής μας.

Η φύση της ανθρώπινης κατασκευής μας, μου απαγορεύει να οργίζομαι.

Όχι να υποκριθώ ότι δεν οργίζομαι ενώ μέσα μου θα κοχλάζει το πάθος, όοοοχι πουλάκι μου!

Μου απαγορεύει να οργίζομαι,απαγορεύει να μνησικακώ, ακόμα και αν ο άλλος μου βγάλει και τα δύο τα μάτια, που τονίζει και ένας αββάς- ποιος ακριβώς δε θυμάμαι, και ούτε και έχει σημασία ιδιαίτερη.

Αυτή η απαγόρευση, πραγματικά, μου φαινόταν εξοργιστική έως και ανυπόφορη .

-Συγνώμη, Κύριε, δηλαδή, πώς την έχεις καταλάβει έτσι τη δουλειά;

Εγώ θα είμαι το ΚοροΪδάκι της Δεσποινίδος της ιστορίας;

Εγώ θα κάθομαι να με αδικούνε, να με φτύνουνε να με ξεπουπουλιάζουνε, να με ποδοπατάνε στα πατητήρια των σταφυλιών της Οργής, και δεν θα ανταποδώσω;

Θα κάθομαι, μόνο, σαν αποβλακωμένο και θα λέω:

-Σφάξε με, μουσουλμάνε μου, ν' αγιάσω;

-Πώς τη βλέπεις τη δουλειά;
Είσαι με τα καλά σου;
-Μα...!
-Δεν έχει μα και ξε-μά!

Είπαμε να είμαστε χριστιανοί δεν είπαμε να είμαστε θύματα και μαζόχες, για Όνομαααα!
-Ναι, αλλά...ο Χριστούλης...
-Ο Χριστούλης, τι;
-Δε βλέπεις; Σαν αρνάκι κάθισε ο Λατρεμένος μου και τον σφάξανε οι κακούργοι!
-Αυτός ήτανε Θεός!
Για κοίταξέ με καλά! Ίσα κι όμοια φαινόμαστε;

Εγώ είμαι ένας μικρός, αμαρτωλός άνθρωπος, που δεν έχω το κουράγιο, ούτε να γίνω άγιος, ούτε να γίνω οσιομάρτυρας.

Βασικά, δεν επιθυμώ να γίνω άγιος, ούτε καν οσιομάρτυρας, διότι το εν λόγω...άθλημα περικλείει ΠΟΛΥ πόνο, και για Όνομααα! γιατί πρέπει καλά και σώνει να υποφέρουμε σε αυτή τη ζωή;

-Μανδάμ, η απάντηση κατά τους Αγίους Πατέρες είναι απλή.

Αν δεν υποφέρουμε σε αυτή την πρόσκαιρη ζωή, αν δε δώσουμε αίμα, δε θα λάβουμε Πνεύμα, και το δόσιμο αίματος, είναι συνδεμένο πάντα με πόνο, με ταπείνωση βαθύτατη και εκκοπή του ιδίου θελήματος.

Και δε γίνεται να λάβουμε χάρη από το Θεό, αν δεν αφήσουμε


εκ κ α ρ δ ί α ς τα παραπτώματα του πλησίον μας.

Άργησα αλλά...μια ωραία πρωία, αυτή η εικόνα με το χέρι, υπήρξε αρκετή, προκειμένου να καταλάβω.
Όταν κρατάω κακία στον συνάνθρωπο- όποιος και αν είναι αυτός,για όποιο λόγο- μοιάζει σαν να ἐχω πολύ σφιχτά κλεισμένο το χέρι μου.


Αν -ο Κύριος -επιθυμώ- να μου δώσει χάριτες, το χέρι πρέπει να ανοίξει, να αφήσει την κακία που κρατώ για τον αδελφό, να την σκορπίσει ο αέρας του Πνεύματος της Συγνώμης, να αδειάσει το χέρι από κακό και μαύρο φορτίο.

Τότε, ο Κύριος αυτή την χούφτα- που άδεια, σε στάση ικεσίας απλώνεται στην αγάπη Του- θα την πληρώσει με τις λυτρωτικές δωρεές του χρυσαφένιου Φωτός Του.

Είναι τόσο απλό, περιστέρι μου.

Είναι τόσο απλό.

Άμα τον ζορίσεις το μουτρωμένο, εαυτό σου, να ανοίξει την κλειδωμένη παλάμη, αφήνοντας τις οφειλές του πλησίον, τότε πια, δε θα απαγγέλεις πρόθυμα μόνο το Βασιλεύ Ουράνιε -που είναι η λατρεμένη προσευχή σου.

Αν επιθυμήσεις να συχωρέσεις πραγματικά τους όποιους κερατάδες σε έχουν πικράνει,θα σου δοθεί άνωθεν θεία βοήθεια, και τότε θα αρχίσεις να απαγγέλεις με προθυμία το "Πάτερ ημών"...χωρίς να κομπιάζεις...χωρίς να ντρέπεσαι να κοιτάξεις τα μάτια του Κυρίου, στο στίχο που λέει:
-Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ώς και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέτες ημών...

-Υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας από αυτήν -της Συγνώμης;

Σου θυμίζω πάλι εκείνη την υπέροχη ποιητική εικόνα που έδωσε ο στοχαστής:

"Συγνώμη είναι το άρωμα που αφήνει η βιολέτα στη φτέρνα που τη συνθλίβει".




ΣΑΛΟΓΡΑΙΑ

Περί οργής...οσίου Νείλου Σόρσκυ



"Εάν μας ενοχλεί ο λογισμός της οργής και μας πιέζει να σκεπτώμεθα το κακό και να ανταποδώσουμε πάλι με κακό, αυτόν που μας έβλαψε, τότε να σκεπτώμεθα το λόγο του Κυρίου που λέει:

"Εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών"(Ματθ.6,15)

Συνεπώς, αυτός που θέλει να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του, είναι πρώτα υποχρεωμένος να συγχωρήσει από την καρδιά του, τον αδελφό του.

Διότι έτσι μας δίδαξε ο Θεός να ζητάμε συγχώρηση των πταισμάτων μας.

Και εάν δεν συγχωρήσουμε εμείς τότε είναι φανερόν, ότι ούτε τα ιδικά μας αμαρτήματα θα συγχωρηθούν....η προσευχή του οργιζομένου δεν είναι ευπρόσδεκτος, έστω και να είχε τη δύναμη αυτός , να αναστήσει ένα νεκρό...γι αυτό με κανένα τρόπο δεν πρέπει εμείς να οργιζώμεθα ούτε να κάνουμε κάποιο κακό στον αδελφόν μας, όχι μόνο με το έργο ή με το λόγο αλλά ούτε και με την αλλοίωση του προσώπου μας...

Διότι μπορεί κάποιος και μόνο με το βλέμμα του να περιφρονήσει τον αδελφό του, όπως είπαν οι Πατέρες.

Ενώ η τελεία νίκη κατά των λογισμών της οργής είναι να προσευχώμεθα για τον αδελφό ο οποίος μας εσκανδάλισε, όπως συμβουλεύει ο Αββάς Δωρόθεος, λέγοντας τα εξής:

"Θεέ μου, βοήθησε τον αδελφόν μου και με τις ευχές του, σώσον με τον αμαρτωλό.
Διότι το να προσευχώμεθα για τον αδελφόν μας σημαίνει αγάπη και συμπάθεια, ενώ το να καλούμε  σε βοήθεια τις προσευχές του, σημαίνει ταπείνωση".

Ακόμη και να τον ευεργετούμε , όσο είναι δυνατόν, διότι έτσι εκπληρώνουμε την εντολή του Κυρίου που λέγει:"Αγαπάτε τους εχθρούς υμών...καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς"(Ματθ.5,44)....όλοι οι άγιοι εβάδισαν αυτήν τη οδό και απέκτησαν τη θεία Χάρη, προσφέροντας στους διώκοντας αυτούς, το καλό αντί του κακού.

Επίσης προσεύχονταν γι αυτούς και εσκέπαζαν τα αμαρτήματά των όταν τους έβλεπαν να τα κάνουν
και τους εδίδασκαν με ακακία και συμπάθεια..."

( Απ'το βιβλίο, ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Οσίου Νείλου Σόρσκυ, λόγος περί οργής , εκδόσεις Ορθ.Κυψέλη, σελ.66-67)

Στη μνήμη του Αχιλλέα(Βίντεο)

Kαλλιέργησε τον κήπο σου...


Περιστεράκι  μου

υπάρχει χώρος για όλους στα πνευματικά δώματα...

Να θυμάσαι εκείνη την ευλογημένη φράση  που προτρέπει:

-Καλλιέργησε τον κήπο σου,
 και άσε και τους άλλους να καλλιεργούν τον δικόν τους!
.......................................
Και να ηρεμείς εν Κυρίω.

Όταν ηρεμείς, εν Κυρίω, τότε  σκέφτεσαι και ενεργείς με διάκριση και δε σπαταλιέσαι, δε χάνεσαι άδικα των αδίκων...

Όταν ηρεμείς, εν Κυρίω, θα εισπράξεις, τις μύριες -γνωστές και ανεπίγνωστες- ευλογίες, μέσ' απ' της  καρδιάς
 τη γενναιοδωρία και την ειρήνη.


Σε ασπάζομαι πάντα εν ελπίδι...

Σαλογραία

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Άγιος νεομάρτυρας Ζαχαρίας




Άγιος νεομάρτυρας Ζαχαρίας
(πηγή:Τρελογιάννης)

Μαρτύρησε στην Πάτρα στις 20 Ιανουαρίου το 1782 (πάτριο εορτολόγιο)


Ο άγιος καταγόταν από την περιοχή της Άρτας και ήταν στο επάγγελμα γουναράς.
Για κάποιο λόγο, τον οποίο δεν γνωρίζομε ,αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε μουσουλμάνος. Έφυγε δε και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου είχε εργαστήριο και συνέχιζε το επάγγελμά του.

Παρά την άρνησή του είχε ένα βιβλίο « Αμαρτωλών σωτηρία» και το διάβαζε κρυφά. Το αποτέλεσμα ήταν να έλθει σε άκρα μετάνοια και να κλαίει πικρά για το μεγάλο κακό που έπαθε. Παρακαλούσε δε θερμά τον Κύριο να τον αξιώσει να τύχει της σωτηρίας του.

Ρώτησε ένα φίλο του Χριστιανό εάν γνωρίζει κάποιο καλό πνευματικό .
Ο φίλος του του υπέδειξε ένα ενάρετο και έμπειρο πνευματικό, τον οποίο επισκέφτηκε νύχτα και εξωμολογήθηκε την αμαρτία του και τον σκοπό που είχε να ομολογήσει φανερά τον Χριστό.
Ο πνευματικός άρχισε να τον νουθετεί λέγοντάς του ότι : καλός είναι μεν ο λογισμός σου αλλά δεν πρέπει να τον κάνουμε πράξη ευθύς αμέσως διότι πολλές φορές ο διάβολος πλανά τους ανθρώπους εκ δεξιών με καλούς λογισμούς. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν τον λογισμό σου αν είναι εκ Θεού.
Θα πας στο εργαστήριό σου και θα κλειστείς μέσα για σαράντα ημέρες νηστεύοντας, προσευχόμενος και διαβάζοντας το βιβλίο που έχεις.
Θα κάνω κι εγώ στο κελί μου τα ίδια για την αγάπη σου και ύστερα έλα να τα ξαναπούμε πάλι.

Με πολλή χαρά ο Ζαχαρίας δέχτηκε τη συμβουλή του πνευματικού, κλείστηκε στο εργαστήριό του και έκανε όπως του είπε. Δεν πέρασαν είκοσι ημέρες και άναψε μια φλόγα στην καρδιά του , που του δημιούργησε τελεία αγάπη στον Χριστό και ακράτητη προθυμία να δώσει όχι μια ζωή αλλά και δέκα αν είχε για χάρη Του.

Μη μπορώντας να αντέξει αυτή την κατάσταση , πηγαίνει στον πνευματικό και, πέφτοντας στα πόδια του με δάκρυα , του λέει : ευλόγησέ με , πάτερ, να πάω στο μαρτύριο γιατί δεν μπορώ να υποφέρω τη φλόγα που άναψε στην καρδιά μου. Ο πνευματικός προσπαθούσε να τον αποτρέψει αλλά εκείνος επέμενε. Οπότε ο πνευματικός του ζήτησε να εξωμολογηθεί λεπτομερώς όλες του τις αμαρτίες. Στάθηκε τότε με σταυρωμένα τα χέρια και εξωμολογήθηκε με κατάνυξη όλες του τις πράξεις. Βρέθηκε τόσο καθαρός , εκτός από την άρνηση, που ήταν άξιος και για την ιερωσύνη.

Ο πνευματικός , σαν έμπειρος που ήταν , τον υποβάλλει σε άλλη μια δοκιμασία. Αφού τον έβαλε να καθίσει του λέει :

Σκέψου, παιδί μου, τι πας να κάνεις. Γιατί από τον καιρό του πολέμου που ήρθαν οι Αλβανοί στον Μωριά ( εννοεί την κατάπνιξη των Ορλωφικών το 1770) έμαθαν τους ντόπιους Τούρκους τέτοια βασανιστήρια για να παιδεύουν τους Χριστιανούς, που τα μαρτύρια των πρώτων Χριστιανών δεν είναι τίποτε μπροστά σε αυτά.
Μη νομίσεις πως ,αν παρουσιαστείς και ομολογήσεις ,αμέσως θα διατάξουν να σου κόψουν το κεφάλι, το αντίθετο.
 Γι’ αυτό σου λέω, παιδί μου, να ξεχάσεις αυτόν τον λογισμό που έχεις, για να μη βάλεις τον εαυτό σου σε μεγαλύτερη ταλαιπωρία και εμάς σε πειρασμούς και κινδύνους.
 Σου υπόσχομαι να κανονίσουμε τη σωτηρία σου με σιγουρότερο τρόπο, ώστε πράγματι να σωθείς γιατί δεν υπάρχει αμαρτία που να νικά την ευσπλαχνία του Θεού.

Ο άγιος στεκόταν και χαμογελούσε ενόσω έλεγε αυτά ο πνευματικός, κατόπιν σκυθρώπιασε για λίγο και αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς, του αποκρίθηκε:

Θαυμάζω, πνευματικέ, με την τόση φρόνηση που έχεις ,να κάθεσαι και να μου λες λόγια ανόητων παιδιών. Εγώ έχω αφιερωμένο ολόκληρο τον εαυτό μου στον Χριστό, έχω τόση δίψα να βασανιστώ για τον Χριστό μου, που επιθυμώ να υπομείνω περισσότερα από εκείνα που μου λες των Αλβανών.

Τότε ο πνευματικός, δοξάζοντας τον Θεό για την τόση χάρη που στάλαξε στην καρδιά του, του διάβασε την σχετική ευχή της Εκκλησίας, τον μύρωσε με το Άγιο Μύρο, τον κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και αφού έψαλαν μαζί την Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, τον σταύρωσε και τον άφησε να φύγει λέγοντάς του να μην προσβάλει την θρησκεία των Τούρκων αλλά με σύντομα λόγια να αρνηθεί το Ισλάμ και να ομολογήσει τον Χριστό.

Ο άγιος τότε φίλησε το χέρι του πνευματικού και γύρισε στο εργαστήριό του.
Πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς κρατώντας μόνο ελάχιστα.
Κατόπιν πήγε και παρέδωσε το κλειδί του εργαστηρίου μαζί με το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στον δικαστή.
Στο δρόμο ζητούσε συγχώρεση από τους Χριστιανούς που εύρισκε.
Συνάντησε κι ένα φτωχό παιδί που δεν είχε ζωνάρι και του χάρισε το δικό του το μεταξωτό κι ένα παρά κι εκείνος ζώστηκε με λίγο σκοινί.
Μπαίνοντας στο δικαστήριο χαιρέτησε τον δικαστή.
Εκείνος μόλις τον είδε ( τον γνώριζε γιατί του έραβε τις γούνες ) του λέει :

Πού είναι το ζωνάρι σου, κακόμοιρε Μεεμέτη, έλα πάνω κάθισε , πες μου τι έπαθες ;

Ο άγιος τότε με πολύ θάρρος, χωρίς φόβο, του απάντησε :

Εγώ δεν είμαι Μεεμέτης αλλά Ζαχαρίας .

Αλλά επειδή γελάστηκα και αρνήθηκα τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, τον οποίο πίστευα από τη γέννησή μου και δέχτηκα τη δική σας πίστη, τώρα ,που συναισθάνθηκα τι έκανα, ήρθα στο δικαστήριό σας να αρνηθώ την πίστη σας και να ενδυθώ τον Χριστό μου που αρνήθηκα.

Γι’ αυτό λοιπόν , σε παρακαλώ, πάρε αυτά τα χρήματα για το χαράτσι και στείλτα με τον υπηρέτη σου στον φοροεισπράκτορα να μου φέρει ένα χαρατζοχάρτι για να είμαι κι εγώ ένας ραγιάς, όπως οι υπόλοιποι αδελφοί μου, οι Χριστιανοί.

Παιδί μου, Μεεμέτ πασά, άρχισε ο δικαστής , αν σου συνέβη κάτι κι έχασες τα λογικά σου, είμαι έτοιμος να συνάξω τους αγάδες να σε βοηθήσω, μόνο άνοιξέ μου την καρδιά σου.

Εγώ , αφέντη μου, πούλησα όλα μου τα υπάρχοντα και τα έδωσα ελεημοσύνη, δεν έχω ανάγκη από χρήματα.

Δίχως άλλο θάσαι μεθυσμένος, λέει ο δικαστής.

Πίστεψέ με , του απάντησε ο άγιος , έχω τρεις ημέρες που δεν έβαλα στο στόμα μου ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε και καφέ. Άλλη αιτία δεν είναι απ’ αυτή που σου είπα , γι’ αυτό πάρε τα χρήματα και στείλε να μου φέρουν ένα χαρατζοχάρτι.

Βλέποντας ο δικαστής την επιμονή του, τον έστειλε στον πασά της πόλης, γράφοντάς του την υπόθεση.

Μπροστά στον πασά ο άγιος ομολόγησε και πάλι τον Χριστό. Ο πασάς τότε συγκέντρωσε τους αγάδες και τους ανακοίνωσε την υπόθεση.
Αποφάσισαν να τον κλείσουν στη φυλακή, να τον βγάζουν τρεις φορές την ημέρα και να τον ραβδίζουν τόσο σκληρά ώστε ή να επιστρέψει στο Ισλάμ ή να ξεψυχήσει.
Είπαν μάλιστα να μη χυθεί αίμα για να μην ορμήσουν οι Χριστιανοί να παίρνουν ματωμένα χώματα και γίνεται φασαρία.

Τον ράβδιζαν αλύπητα, τον χτυπούσαν με πέτρες στο στήθος και την κοιλιά ,εκείνος στεκόταν ασάλευτος στην πίστη του Χριστού προσευχόμενος ακαταπαύστως μυστικά , Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αρνητή σου και βοήθησόν μοι.

Μετά από μερικές ημέρες ο επικεφαλής των στρατιωτών που τον βασάνιζαν διέταξε τον δεσμοφύλακα να τον βασανίσει τη νύχτα τόσο πολύ ώστε να πεθάνει για να μη παιδεύονται κάθε μέρα να τον ραβδίζουν. Ο δεσμοφύλακας τότε τον έβαλε στο τιμωρητικό ξύλο, του τέντωσε πολύ τα πόδια και ανέβηκε για να δειπνήσει. Ο άγιος είπε σε κάποια στιγμή ωχ , επειδή πόνεσε πολύ .
Τον άκουσε ο δεσμοφύλακας και του λέει : τώρα ,άπιστε, να πιω όλο το κρασί και να κατέβω, να σε κόψω κομμάτια.

Και ο μάρτυρας τον προκάλεσε λέγοντάς του : αν είσαι παλικάρι μη λες μόνο λόγια αλλά να το κάνεις, να σου χρωστάω και χάρη.

Κατέβηκε τότε ο δεσμοφύλακας και τέντωσε υπερβολικά τα πόδια του μάρτυρος και ανέβηκε να αποδειπνήσει . Κι όπως έκανε να σαλέψει ο άγιος σκίστηκαν τα σκέλη του. Ο άγιος τότε ,κάνοντας το σημείο του σταυρού σε όλο το σώμα του και λέγοντας Κύριε , εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου, ξεψύχησε.

Αμέσως τότε η φυλακή γέμισε από μια απερίγραπτη ευωδία, τόση πολλή που ο φύλακας έφυγε κατησχυμένος και κοιμήθηκε αλλού.

Το πρωί οι Χριστιανοί έμαθαν ότι ο άγιος τελείωσε το μαρτύριο και με μεγάλη χαρά δόξασαν τον Θεό.
Ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον πασά το άγιο λείψανο για να το ενταφιάσει.
Εκείνος του απάντησε ότι αυτός δεν είναι ούτε από μας ούτε από σας, επειδή και τις δύο θρησκείες κορόιδεψε, γι’ αυτό δεν είναι άξιος ταφής.
Διέταξε δυο στρατιώτες να δέσουν το άγιο λείψανο από τα πόδια και να το ρίξουν σ’ ένα ξεροπήγαδο.
 Ρίχνοντάς το μέσα ο άγιος έμεινε γονατιστός και το σώμα του όρθιο.

Τη νύχτα φως ουράνιο έλαμπε πάνω στο ξεροπήγαδο και οι Χριστιανοί με φωνές έτρεχαν και προσκυνούσαν τον άγιο.

Την άλλη μέρα οι Τούρκοι πήγαν και έριξαν χόρτα και χώματα κι έτσι ο άγιος έμεινε εκεί σφαλισμένος μέσα στο πηγάδι.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Το πρόσωπο...ζωή εν τάφω...



Το πρόσ-ωπο για την ελληνική παράδοση είναι ο αναφορικός τρόπος της ύπαρξης, η σχέση με τον άλλον και την φύση.

Η σχέση είναι γεγονός απο-καλυπτικό, ανήκει στο α-ληθεύειν.

 Όμως η αποκάλυψη λαμβάνει χώρα στο ξέφωτο που ανοίγει η μοναδική και ανεπανάληπτη ετερότητα του κάθε ανθρώπου.

Το ξέφωτο έχει όνομα, είναι το όνομα σου.

Εκεί δεν α-ληθεύουν νοήματα και ουσίες, αλλά το ίδιο το "είναι".

Μόνο η χαρά του έρωτα, η αργόσυρτη αγαλλίαση της θέασης του έργου της τέχνης και της ομορφιάς της φύσης σημαίνουν την αλήθεια του "είναι".

 Μόνο που άμα πας να το σκεφτείς, να πεις τι είναι το "είναι", να το κάνεις κτήμα σου, νόημα και ουσία ακλόνητη, τότε το "είναι" χάνεται μέσα απ' τα χέρια σου.

Το ξέφωτο συσκοτίζεται, η σχέση παύει, η αναφορά γίνεται ιδιο-τέλεια, το πέπλο της λήθης απλώνεται πάνω απ' το "είναι".

Η άβυσσος δεν είναι τότε ό,τι βλέπουν οι επιβάτες ενός βαθυσκάφους ή ενός διαστημόπλοιου, αλλά η πικρία της -μη σχέσης, της αποκοπής από το "είναι", της απώλειας δηλαδή του προσώπου.

 Κάποτε και η ίδια η απώλεια ξεχνιέται, η λήθη γίνεται λήθη του εαυτού της.

 Η άβυσσος γίνεται τότε theme park από ιδέες και νοήματα.

Η ζωή τσάρκα από όν σε όν, από ιδέα σε ιδέα, από επίτευγμα σε επίτευγμα,

ζωή εν τάφω.


Εμμανουήλ

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Η Θεωνίτσα, ο πεθερός, η ζωή και ο θάνατος - εμπειρία

Το ξέρω περιστεράκι μου,

ότι η εμπιστοσύνη σου στον Κύριο και στην Αιώνια ζωή, είναι πιο χειροπιαστή απ' τη δική μου, επειδή, βίωσες παρουσία και φθόνο του Εξαποδού, ήδη απ' τα χρόνια της πρώτης νεότητας, όμως, μια και υποστηριζόμαστε λιγάκι- ως πνευματικοί συναθλητές σ' έναν  πολυετή
μαραθώνιο, πίστης, ελπίδας και αγάπης- επίτρεψέ μου να σου εξιστορήσω την προσωπική εμπειρία μιας φίλης- όπως την άκουσα απ' την ίδια- προσφάτως.

Την ιστορία, παραθέτω, χωρίς προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης,  επίσης, την παραθέτω,  ως μικρό, χαμογελαστό-ναι καλά άκουσες, χαμογελαστό- κέρασμα σε θλιμμένους περαστικούς απ' αυτή τη σελίδα, την παραθέτω για χάρη ανθρώπων που έχασαν προσφιλείς τους και, οι οποίοι - μη διαθέτοντας Ορθόδοξη προσέγγιση επάνω στο ζήτημα- βασανίζονται με πόνο και  ερωτήματα, περί του αν υπάρχει πράγματι, πνευματικός κόσμος, αν  ζούν οι τεθνεώτες, αν βρίσκονται κάπου, και επομένως αν υπάρχει περίπτωση- κάποτε- μαζί τους, ξανά να συναντηθούμε...

Λοιπόν, η φίλη  Θεώνη, είναι  γυναίκα,   με χριστιανική πίστη,  πρακτική, ισορροπημένη-  ουδόλως αλαφροΪσκιωτη, ως χαρακτήρας-  και...

επειδή τη γνωρίζω, στη μαρτυρία της, δίνω προσεκτικότατη  βάση.

Και η μαρτυρία της , αποτελεί τη μόνη μεταφυσική εμπειρία που βίωσε, η ίδια,  εκ πρώτης νεότητος μέχρι τα τώρα..

Το σημειώνω, αυτό, για να μην υποθέσει κάποιος -ότι πάει προς ...σάϊκο    η γυναίκα και αφηγείται ό,τι της κατεβαίνει.

-Ούτε κατά διάνοιαν!

Προλογίζοντας το βίωμά της, η  Θεώνη, μου τόνισε με απλότητα:

-Όποιος και να 'ρθει-, να μου πει εμένα ότι είμαστε μόνο "κρέας" και ότι δεν υπάρχει πνευματικός κόσμος, αδύνατον να με πείσει, διότι εγώ, κυρία... Σαλογραία μου, το γεγονός-μαζί με τον άντρα μου- το ΖΗΣΑΜΕ!

-Τι ζήσανε δηλαδή;

-Να σου πώ:

Η Θεώνη εισήλθε εις γάμου κοινωνίαν -που γράφουν  και τα θεολογικά βιβλιαράκια- όταν ήταν περίπου δεκαοκτώ ετών εκείνη,  είκοσι ο σύζυγός της, κι ο έρωτάς τους ευλογήθηκε  και μ' ένα μπεμπάκιιιι!...

Έμεναν στην Πάτρα, στην περιοχή της Αγυιάς.

Απ'  το γάμο, η Θεώνη απέκτησε και έναν  πεθερό

(για να μη ξεχνιόμαστε, κορίτσια,  ακολουθούν- ως αναγκαιότατα συμπαρομαρτούντα,   τα πεθερικά και τα σόγια εις έκαστον γαμικόν πακετάκιον- δεν ξεφύτρωσε απ'  το "πουθενά" ο καλός γαμπρός ή η εκλεκτή νυφούλα- η ευγενέστατη- όχι αχαριστίες παρακαλώ, και επιλεκτική  μνήμη- για Όνομααα!)

Ο πεθερός,  έτρεφε  μεγάααλη συμπάθεια στη Θεώνη, έτσι λοιπόν, κάθε απόγευμα, επισκεπτόταν το νιόπαντρο αντρόγυνο, χτυπώντας με κέφι τα κουδούνια του σπιτιού, αλαλιάζοντάς τους-  αν ήταν κάπου αλλού ...συγκεντρωμένοι, ως... νιόπαντροι-   φωνάζοντας με βροντερή φωνή , και φιλική -πάντα- διάθεση:

-Θεωνίτσα! Θεωνίτσα!
Τι κάνετε βρε παιδιά; πού είστε;

-Εδώ είμαστε πατέρα! απάνταγε η Θεωνίτσα- με υποτακτικό  χαμόγελο  ελληνικής ταινίας του
 '70-   τον καλωσόριζε,  του φτιαχνε μυρωδάτο ελληνικό καφέ,   και μοιράζονταν, μαζί του,  τα  νέα, της εσπέρας.

Αυτό γινόταν σε εξαιρετικά τακτική βάση  και τίποτα δεν προμήνυε
ότι ξ α φ ν ι κ ά- ένα χρόνο μετά το γάμο του γιού -  την Κυριακή του Πάσχα, το καταμεσήμερο,  ο πεθερός, που  τους είχε επισκεφτεί, πίνοντας μαζί τους  κρασάκι, ευφραινόμενος  με τα προσφερόμενα   κοψίδια   και ενώ  κουβέντιαζαν  φιλικά- ξαφνικά- σταμάτησε να μιλάει, σταμάτησε να γελάει, έγειρε το κεφάλι  στο πλάι- όπως καθόταν και ...πέθανε, τουτέστιν, τους άφησε χρόοοονους!

Ήτο νεότατος.
Ετών πενηνταέξι, περιστεράκι μου.

- Θεοτρελότατη, σε ακούω με προσοχή, αλλά...στοπ καρέ, παρακαλώ,  ε,  όχι και νεότατος ετών πενηνταέξ, ε,  όχι και νεότατος, έλεος!

-Και  μέχρι πόσων ετών, σου φαίνεται εσένα, ότι χαρακτηρίζεται κάποιος, ως νεότατος;
-Την κολοκυθιά θα παίξουμε; Άρχισες τα κουφά πάλι;
Τι ερωτήσεις, μου κάνεις;
Πενηνταέξι ετών, ΔΕΝ είναι νεότατος.
Τελεία!

-Βρε άει πάγαινε από δω χάμου, που θες να απογοητεύσεις- με την απαισιοδοξία σου- τους...ώριμους σαλογραιόφιλους - τους παρηγορούμενους απ' αυτή τη σελίδαααα! άει πάγαινε που θα μου πείς εμένα ότι ετών πενηνταέξι δεν είναι νεότατοςςςς!!!

Πενηνταέξι- θα επιμείνω- ο άντρας είναι  και παραείναι νεότατος -ειδικά ο άντρας-δε λέμε για τη γυναίκα:

"Η γυναίκα, όσο φαίνεται και ο άντρας όσο μπορεί"
τόνιζε, με ν ό η μ α, η συχωρεμένη η μανούλα μου-κάτι ήξερε αυτή παραπάνω!

-Ξεφύγαμε απ' το θέμα, σαλό  μου - σε ανακαλώ εις την τάξιν- ας επανέλθουμε!
-Σωστά, σωστά ...ας επανέλθουμε!
-Τι λέγαμε; α ναι...λέγαμε ότι ο πεθερός, ετών πενηνταέξι και χωρίς το παραμικρό  φανερό πρόβλημα -μέχρι εκείνη τη στιγμή- άξαφνα,
 "τίναξε τα πέταλαααα!"

Το σοκ υπήρξε φοβερόννν!!!
Το κατανοείς.
Θρήνος, κοπετός, τηλέφωνα, φίλοι, συγγενείς , βουή, αντάρα, κηδεία την επόμενη μέρα-Δευτέρα του Πάσχα-  δάκρυα ατελείωτα.

Μαύρη, κατάμαυρη,  σκέτο κατράμι, τους φάνηκε εκείνη η Λαμπροδευτέρα- αλίμονο...

Δευτέρα του Πάσχα, λοιπόν, μετά την κηδεία, βράδιασε, έφυγαν όλοι απ'το σπίτι των νιόπαντρων, έμειναν εξοντωμένοι οι τεθλιμμένοι- το βρέφος  στη δίπλα κούνια, να απαιτεί τα δικά του-  και δυο μεγάλες λαμπάδες- είπαν οι έμπειροι περί τα  τοιαύτα, ότι- έπρεπε να καίν' όλη τη νύχτα-  για τις επόμενες τρεις μέρες τουλάχιστον!

Το φρόντισαν.

Έπεσαν  εξουθενωμένοι για ύπνο,  νωρίς , όμως - εκεί κοντά  στα μεσάνυχτα- ενώ  κοιμούνταν βαθύτατα, τι  ακούν ξαφνικά μέσ' στην ήσυχη  νύχτα- και οι δύο οι σύζυγοι;

 Ακούνε( "σώσον Κύριε τον λαόν σου.... ") ακούνε, λέει,  τη φωνή του φρεσκοπεθαμένου πεθερού, να αντηχεί -ακριβώς όπως αντηχούσε όταν βρισκόταν εν ζωή και ερχόταν για την καθιερωμένη απογευματινή επίσκεψή του, στο σπίτι, φωνάζοντας σε τόνο γηθόσυνο:

-Θεωνίτσα, Θεωνίτσα!

Τρόμος.
Απλώς ο απόλυτος τρόμος.
Ξύπνησαν.
Το κεφάλι τους, όρθωσε κάγκελο, τις τρίχες-λες και χώσαν στην ηλεκτρική πρίζα το δάχτυλο!
Τα μάτια σχεδόν κρεμάστηκαν  έξω απ'τις κόγχες.

-  Τι είδαν, τι πάθαν  καλέ,  τα νιογάμπρια;

-Είδαν τον φρεσκοπεθαμένο και στο νεκροταφείο αναπαυόμενο- πλέον-  πεθερό, με το κοστουμάκι του,  τον είδαν ολοζώντανο, να στέκεται όρθιος,   απέναντι απ' το νυφικό τους κρεβάτι - κρατώντας  τα χέρια  τεντωμένα οριζόντια- δεξιά και αριστερά- στης  πόρτας, το κούφωμα...

-Φρίκαραν έ;

- Κοκκάλωσαν, απολύτως!

Κοίταξαν  άφωνοι, τον ολοζώντανο- μπροστά τους- μακαρίτη.
Τους κοίταξε και κείνος.
Σοβαρός.
Αμίλητος.
Πέρασαν  δευτερόλεπτα- αιώνες.

Και μετά ο πατέρας του γιού -και λατρεμένος  πεθερός της Θεώνης- απ'  τα μάτια τους, χάθηκε!

 Κοιτάχτηκαν.
Τσιμπήθηκαν.

-Είδες αυτό που είδα;
-Το είδα. Το είδες και σύ;
-Το είδα και γω!

Το αντρόγυνο, έπαθε τον πανικό, όχι της αρκούδας, αλλά της ζούγκλας ολόκληρης.


Αμέσως, σηκώθηκαν, νυχτιάτικα- μες στην ταχυπαλμία-  ντυθήκαν  με υστερικές κραυγές -η Θεώνη κυρίως- κουκούλωσαν σε κουβερτάκι  το μωρό, κι  αρπάζοντας τα απαραίτητα,  φύγαν, κουτρουβαλώντας - απ' την Αγυιά που βρισκόταν  το σπίτι,  στην απέναντι Πάτρα, στην Αγία Τριάδα, όπου έμενε η μάνα της νύφης...

Εκεί κοιμήθηκαν-προσπάθησαν δηλαδή να κοιμηθούν- έντρομοι εκείνο το βράδυ, προκειμένου να νιώσουν ασφάλεια.

Την επόμενη μέρα το πρωί, όταν κάπως συνήλθαν, μάζεψαν το κουράγιο τους και αποφασίσαν να επιστρέψουν στο δικό τους  σπιτάκι.

Ήταν απλοί, νέοι  άνθρωποι,  χωρίς περίπλοκες σκέψεις επί του γεγονότος.

Δεν ξέρω αν υπέθεσαν ότι πιθανόν να ήταν τόσο τεντωμένα τα νεύρα τους που να πέσαν σε ομαδική παραίσθηση...

(Τέτοιο σχόλιο, απ' τη Θεώνη δεν άκουσα-να σημειώσω επίσης, ότι  δεν της είχε στοιχίσει  και κάπως ιδιαίτερα ο θάνατος του ανθρώπου- διότι επιτέλους δεν ήταν δα και πατέρας της,  πεθερός ήταν- δεν είχε προλάβει να αποκτήσει, μακροχρόνιο συναισθηματικό σύνδεσμο μαζί του, εξάλλου, στην παρούσα φάση του βίου της, ο έρωτας προς το σύζυγο  και το μωράκι της, την συγκινούσαν κυρίως. Τα λοιπά πρόσωπα  τα εκ του συμπεθεριού, αποκτηθέντα,  φαίνονταν  στην ψυχή της, απόμακρα, το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι...)

Πάντως, η Θεώνη και ο σύντροφός της, δεν κάπνιζαν, δεν έπιναν και σε ψυχίατρου πόρτα, ουδόλως,  κουρταλούσαν...


Τρίτη του Πάσχα,  βράδυ- δεύτερο βράδυ μετά την κηδεία- πήγαν για ύπνο, δεν άντεχαν άλλο τη νύστα, τα νεύρα τους χρειαζόνταν επειγόντως, ξεκούραση.

Οι μεγάλες λαμπάδες έκαιγαν πάντα,  στη μνήμη του μακαρίτη.

Ενώ κατάφεραν, αγκαλιασμένοι,  ν' αποκοιμηθούν,   ξαφνικά, ακούν μέσ'  στον ύπνο,  πάλι τις ίδιες, γνώριμες  φωνές!

-Θεωνίτσα! Θεωνίτσα!

- Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς!

Πετάχτηκαν έντρομοι, και αντίκρισαν και οι δύο,  εκ δευτέρου- παρακαλώ- το φρεσκοπεθαμένο, πάλι αντικρύ  τους, στο ίδιο ακριβώς σημείο, να τους κοιτάει σιωπηλός, με απλωμένα οριζόντια τα δυο  χερια, στης πόρτας το κούφωμα.

Τους κοίταξε,  σοβαρός, τέσσερα πέντε δευτερόλεπτα και πάλι απ' τα μάτια τους χάθηκε!

Το ζευγάρι, σε κατάσταση έξαλλη εντελώς, μάζεψε πανικόβλητο, ό,τι μπορούσε, άρπαξαν  το μωρό παραμάσχαλα και έτρεξαν μέσα στην νύχτα, φρικαρισμένοι,  έτρεξαν  απ΄ την Αγυιά, πάλι στο σπίτι της πεθεράς, στην άλλη άκρη  της Πάτρας...

 Η πεθερά(του γαμπρού η πεθερά) είδε και έπαθε μέχρι, κάπως  να τους ηρεμήσει, μέχρι να τους ξαναπάρει ο ύπνος, εκεί κοντά στο ξημέρωμα.
Την επόμενη μέρα, Τετάρτη του Πάσχα, το πρωί, ο ήλιος  έλαμψε  χαρούμενος και καθησυχαστικός.

Μάζεψαν όλο το σθένος και...
αποφάσισαν να επιστρέψουν στη βάση τους.
Εντάξει.  Τι ευχή!
Ας πούμε ότι την πρώτη βραδιά,  φανερώθηκε ο μακαρίτης διότι...δεν το είχε καταλάβει ούτε ο ίδιος ότι είχε...πεθάνει(!)...ας πούμε ότι τη δεύτερη βραδιά ο μακαρίτης εξακολουθούσε να είναι...απροσανατόλιστος(!)   όμως τώρα, με της ημέρας το φως, το νέο ζευγάρι  ένιωθε σχετικά άνετα.

Κατά πάσα πιθανότητα-υπέθεταν, υποθέτω-  ο αποδημήσας, για το υπερπέραν, θα είχε βρει, το σωστό μονοπάτι(!)

 Ξανακοιμήθηκαν, λοιπόν,  σπίτι τους  την τρίτη βραδιά, και οι μεγάλες λαμπάδες καίγαν, ακούραστες, στη μνήμη του εκλιπόντος.

Και ενώ  ειρηνικά ονειρεύονταν,  και το βρέφος  δίπλα στην κούνια , ο καλός φύλακας άγγελος , με τη φτερούγα της φροντίδας του, σκέπαζε τρυφερότατα, ξαφνικά, αντήχησε  πάλι , για τρίτη φορά,  η γνώριμη φωνή του  μακαρίτη για τρίτη βραδιά και απεριγράπτως,  τους μαρμάρωσε πάλι!

-Θεωνίτσαααα! Θεωνίτσααα!


-Έλεος! Δε γίνονται αυτά, σαλταρισμένη  μου.
Δεν συμβαίνουν!

-Μπριτς! που γράφει και ένας φίλος.
 Συνέβησαν και παρασυνέβησαν!
Ακόμη όταν τα θυμάται η γυναίκα- και ας έχουν περάσει χρόνια- σύγκορμη ανατριχιάζει! 

Τρίτη βραδιά απερίγραπτου πανικού, τρίτη βραδιά που ο μακαρίτης επέμενε σπαστικά, να φανερώνεται απέναντι απ'το κρεβάτι τους, στης πόρτας το άνοιγμα, με  τεντωμένα τα χέρια - ποιος ξέρει αν, ένιωθε μια μοναξιά, άν ήθελε κι αυτός μικρή νοερή προσευχή- αγκαλίτσα- ποτέ η Θεωνίτσα να μάθει,  δεν πρόκειται, ευλαβικέ αναγνώστη μου...

Το ίδιο σοβαρό   βλέμμα πάλι, ο ίδιος βουβός-του αντρόγυνου- τρόμος, η ίδια, της μορφής του αποθανόντος, εξαφάνιση.

Στον ανεκδιήγητο πανικό,  το ζεύγος, άρπαξε   μπιμπερά,  μιλούπες,  πάνες του μπέμπη, βαλιτσάκι με  χρειώδη  δικά τους και τρέχοντας λωλαμένα  μέσα στη νύχτα, ζήτησαν καταφύγιο, πού αλλού;  ξανά   στο διαμέρισμα  των γονέων της νύφης.

Τρελάθηκε και η πεθερά του γαμπρού με την αφήγηση του γεγονότος, σταυροκοπήθηκε πολλάκις, θύμιασε,   και είδε και έπαθε η χριστιανή να τους φέρει στα συγκαλά  τους,
 ωστόσο, εγκατέλειψαν πιά, κ ά θ ε  σκέψη  να επιστρέψουν στο σπιτικό  τους.

Μετά το τρίτο...  μεταφυσικό σόκ, παρέμειναν   ολόκληρο δεκαήμερο, στο σπίτι της μητέρας της Θεωνίτσας.
Ο Θεός μονάχα γνωρίζει το υψηλότατο άγχος και φόβο τους...

Έπειτα,  ζορ ζορινά, με τη συμπαράσταση  των λοιπών συγγενών και φίλων, μετά μυρίων ψυχολογικών αντιστάσεων και βασάνων,  μάζεψαν το όποιο   κουράγιο και  ξαναπήγαν στην κατοικία  τους.

Eν τέλει, χάριτι θεία,  και μετά τα καθιερωμένα υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας  μνημόσυνα, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε.
Ευτυχώς για κείνους, ο  φρεσκοπεθαμένος, βροντόφωνος, κεφάτος πεθερός που αγαπούσε τόσο τη Θεωνίτσα, μπροστά τους- οφθαλμοφανώς- ουδέποτε, ξαναφάνηκε.

Προφανώς, θα  βρήκε -και κείνος-  το δρόμο του...

Ας  είν' ελαφρότατο το χωματάκι που τον σκεπάζει...
και μεις να τα κατοστήσουμε, λατρεμένο μου...
γιατί είν' λατρευτή  η ζωή, σαν γλυκόπικρη σοκολάτα!

Σαλογραία

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Περί νόμων, ο Σόλων ο νομοθέτης...

    Ίστός Αράχνης
Περί νόμων

 "Οι νόμοι των ανθρώπων,  μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης.
Είναι φτιαγμένοι έτσι, ώστε να πιάνουν μόνον τα μικρά ζωύφια.
Τα μεγάλα ζώα, τρυπούν  τον ιστό και ξεφεύγουν"

 Σόλων ο νομοθέτης
............................................................

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Ένα τραγούδι στη μνήμη Ευανθίας

Εικόν'αχειροποίητη(βίντεο)-Ορφέας Περίδης

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Οικτίρω τον εαυτό μου....

"Οικτίρω τον εαυτό μου
 και όλους
 όσοι ξεκινήσαμε
 να αλλάξουμε τον κόσμο
 και καταλήξαμε,
 όπως μου  είπε
 ο μεγάλος μου γιος ,
να αλλάζουμε
κανάλια
στην τηλεόραση"

(Εφημερίδα Κόσμος του Επενδυτή-Δ.ΦΕΛΝΙΚΟΣ)

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

M.Βασίλειος -Περί συκοφαντίας


Ο Μέγας Βασίλειος, του οποίου σήμερα τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία τη μνήμη

(δια τους ακολουθούντας το Πάτριο, Εκκλησιαστικό Εορτολόγιο),

 όντας ο ίδιος θύμα συκοφαντίας, γράφει σχετικά στο φίλο του Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο:

"Ο συκοφάντης μου, υπερηφανεύεται ότι πρόσφατα άρχισε να παρατηρεί τη ζωή των χριστιανών και νομίζει ότι το να ασχολείται μαζί μου, θα του φέρει κάποια δόξα.

Κατασκευάζει πράγματα που δεν άκουσε και ερμηνεύει πράγματα που δεν κατάλαβε.
Αυτό βέβαια δεν είναι αξιοθαύμαστο.

Αντίθετα, θαυμαστό και παράδοξο είναι το γεγονός ότι ο συκοφάντης έχει ακροατές από τους πολύ γνωστούς μας, και όπως φαίνεται, όχι μόνο ακροατές αλλά και μαθητές.

....................Πάντως οι ταραχώδεις καιροί που περνάμε , μας δίδαξαν να υπομένουμε τα πάντα.

Από πολύν καιρό συνηθίσαμε σε χειρότερες από αυτές, διαβολές, για τις αμαρτίες μας.

Εγώ, λοιπόν....ούτε τώρα έχω να αποκριθώ τίποτα.

Διότι αυτούς που δεν έπεισε η μακροχρόνια διαγωγή μου, πώς θα πείσει μια σύντομη επιστολή;


Εάν δε εκείνη  η διαγωγή μου είναι αυτάρκης, τα λεγόμενα από συκοφάντες πρέπει να θεωρηθούν φλυαρίες".

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

La Mer- Charles Trenet


............................................................................................................................
" Και αν δεν έχουμε κάνει (ας υποθέσουμε)
κακά έργα, να σκεπτώμεθα τις θείες εντολές,
τις οποίες πρέπει να εκπληρώνουμε
και θα καταλάβουμε
ότι έχουμε εφαρμόσει όσο ένα ποτήρι νερό
 μπροστά στην άπειρη θάλασσα των ανεκπλήρωτων εντολών του Θεού"

Όσιος Νείλος Σόρσκι

(Από το  βιβλίο Περί Νοεράς Εργασίας- Ορθόδοξος Κυψέλη)

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Πόσο σ'αγαπώ...(βίντεο)

0

Tα επτά θανάσιμα αμαρτήματα-ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ



Υπάρχουν δύο ειδών αμαρτίες: αυτές οι ντόμπρες που σου το λένε σταράτα:

 «Κάνε με! Είμαι ακραία, είμαι πρωτόγνωρη! Θα σε κάνω να δεις όλη σου την ζωή διαφορετικά, θα σου αλλάξω κάμερα στην ως τώρα κοσμοθέασή σου» και οι σιγανοπαπαδιές εκείνες που σου ψιθυρίζουν σεμνότυφα «Έλα μωρέ τώρα! Δεν είμαι αμαρτία εγώ - γούστο είμαι η καημένη! Και περί ορέξεως κολοκυθόπιτα...»


Κολοκυθόπιτα στην κολοκυθόπιτα όμως, έτσι καταντάει ο άνθρωπος να μοιάζει με νεροκολοκύθα και μάλιστα χωρίς την ίδια διακοσμητική αξία.

Ναι, καλά το καταλάβατε: σήμερα θα μιλήσουμε για λαιμαργία.
Και θα πούμε λίγα και καλά... μην φουσκώσουμε κιόλας!
Η ανα-γούλα καραδοκεί∙ ακόμα και ανάμεσα στις λέξεις.

Στο σήμερα των Goodyʼs που διαφημίζονται με γραμμωμένα φάνκυ παλικαράκια, των McDonaldʼs που έχουν σημαία τους την οικογενειακή χαρά και των κολλητηλικιών με τους ντελιβεράδες, δύσκολα θα σκεφτεί κανείς την λαιμαργία ως αμαρτία, ή έστω, ως ελάττωμα.

Η λαιμαργία δεν είναι παρά μια ακόμη έκφανση της ανθρώπινης ροπής προς τον άκρατο ηδονισμό: «Μου αρέσει, το θέλω και άρα θα βαρυστομαχιάσω μʼ αυτό μέχρις ότου το σιχαθώ και πάω στο επόμενο».
Είναι μια παραπάνω έκφραση ανθρώπινης αδυναμίας και έλλειψης αυτοπειθαρχίας: «Το λαχταράω, μπορώ να το έχω και, άρα θα το καταβροχθίσω».

Η λαιμαργία είναι το τέλος της απόλαυσης, είναι ο θρίαμβος της ποσότητας έναντι της ποιότητας.

Ο λαίμαργος επιβραβεύει τον εαυτό του κάθε φορά που ενδίδει σε αυτό του το πάθος όχι για κάτι που έκανε αλλά για όλα όσα δεν θα κάνει ποτέ, για όλα όσα δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει - τρώει, σαβουριάζει για την ακρίβεια, για να γεμίσει ένα άπατο κενό.
 Είναι τόσο ανίκανος να αντλήσει ηδονή απʼ οτιδήποτε άλλο ώστε καταφεύγει στην πιο απλοϊκή λύση.
Φοβάται να μοχθήσει, τρέμει να ιδρώσει και να περάσει το μαρτύριο που οδηγεί στην αληθινή, de profundis απόλαυση.
Κυνηγά την σωματική ηδονή τόσο απελπισμένα και κακόμοιρα που έχει καταντήσει ένας τραγικός ρίψασπις.
Η μόνη του διαφορά από τον κοινό πρεζάκια των Εξαρχείων είναι πως το δικό του φιξάκι είναι νόμιμο και διαφημίζεται στην τηλεόραση.

Και ύστερα είναι και το θέμα της παχυσαρκίας.
Δείξτε μου έναν κοιλιόδουλο που δεν μετατράπηκε σε δαμάλι και θα σας φωτίσω την σκοτεινή πλευρά της Σελήνης με τη λάμπα του γραφείου μου.
Αυτά τα συγκαταβατικά, τα φιλελεύθερα που σκέφτεστε, να τα ξεχάσετε... ναι, ακούγεται πολύ ωραίο το «δεν μετράει η εξωτερική εμφάνιση αλλά το περιεχόμενο», «μπορεί να έχει λίγα κιλάκια παραπάνω αλλά είναι καταπληκτικός άνθρωπος», ή το «εντάξει, δεν τον λες και μοντέλο αλλά είναι τόσο γοητευτικός όταν μιλάει» αλλά, όπως έλεγε και ο βασιλεύς Αγησίλαος - καλή του ώρα- «όταν σφάλλει το σώμα, σφάλλει και η σκέψη».
Και έστω ότι εγώ και ο Άγης ο φίλος μου είμαστε στενόμυαλοι και δογματικοί κόπανοι... δεν έχετε παρά να αναρωτηθείτε γιατί ο λαός που θεμελίωσε τις τέχνες και τις επιστήμες και τα γράμματα του σημερινού πολιτισμένου κόσμου, οι Αρχαίοι Έλληνες, ουδέποτε έφτιαξε ένα άγαλμα χοντρού ή χοντρής. Νούς υγιής εν σώματι υγιεί με άλλα λόγια…

Λακωνικότατο όσο και αληθινότατο.

Η λαιμαργία είναι ίσως η μόνη αμαρτία σε σχέση με όλες τις άλλες που στιγματίζει τους πιστούς της απολογητές, τόσο εμφανώς.

Η λαιμαργία είναι απλώς μια άλλη λέξη για να πούμε αδυναμία.
Είναι ένας φαύλος κύκλος κατρακύλας προς τα κάτω και γιʼ αυτό άλλωστε δίνει στα θύματά της ολοένα και πιο στρογγυλό σχήμα: για να τσουλάνε καλύτερα και γρηγορότερα στην άγρια κατηφόρα τους, που λέει και ο Γιάνναρος.
Γιʼ αυτό άλλωστε και η λαιμαργία είναι μία από τις αγαπημένες αμαρτίες των καιρών μας όπου όλα είναι εύκολα, τίποτα δεν κατακρίνεται, τα ανεχόμαστε και τα αποδεχόμαστε όλα ακρίτως και ο στιγματισμός τόσο μας χαλάει το στομαχάκι που δεν θέλουμε ούτε καν ν' ακούμε γι' αυτόν: είναι έγκλημα τρισμέγιστο και ρατσισμός του κερατά, ένα πρησμένο βατράχι στο στόμιο του βόθρου, τα ενοχοποιητικά στοιχεία του δεδοξασμένου καταναλωτισμού στο πετσί μας.

Για να γίνεις πολεμιστής Απάτσι και να διαπεράσεις με το δόρυ σου την καρδιά του βούβαλου της λαιμαργίας πρέπει να βαδίσεις το σαμανιστικό μονοπάτι όπου η στέρηση σημαίνει πολλαπλασιασμός της απόλαυσης, ο πόνος και ο μόχθος της αυτοκυριαρχίας και της επιβολής στις ορέξεις σου είναι η μόνη στρατηγική για να πάρεις αυτό που θέλεις...

Άλλωστε, αυτό που επιθυμείς καθορίζει και το ποιος είσαι.

Είσαι όσα απαιτείς από τον εαυτό σου και, το αντίθετο απʼ όλα αυτά για τα οποία σε βρίσκεις αδικαιολόγητο.

Μάριος Κουτσούκος

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Hereafter- του Κλιντ Ιστγουντ- και αχαλίνωτη προπαγάνδα μεντιουμισμού....

Αγαπημένο μου
το ξέρεις ότι ο Κλίνταρος υπήρξε  μια συμπάθειά μου, παιδιόθεν...

Είχα δει τη σχετικά πρόσφατη  ταινία του,  " Γκραν Τορίνο"  και την είχα βρει  χριστιανική σε πολλά της σημεία, με καταπληκτικό, απροσδόκητο  φινάλε.

Διαβάζοντας ότι η τελευταία του δημιουργία
- η  μεταφρασμένη στα Ελληνικά,  ως " Ζωή Μετά" (Hereafter)-
εξέφραζε   προβληματισμό, πάνω στη μεταθάνατον εμπειρία- την παρακολούθησα.

Λοιπόν, αγνοώ  πώς θα αξιολογούσε  ο βαθυστόχαστος  Χάρης Καλογερόπουλος, ή ο Δανίκας,  αλλά η ταπεινότητά μου- με άριστα το δέκα- θα του έβαζε έξι- άντε το πολύ εφτά- μόνο για τη σκηνοθεσία και την ηθοποιία- που μου φάνηκε  επαγγελματικότατη.

Το σενάριο,  το βρήκα  ασθενές, ιδιαίτερα στο φινάλε και- κυρίως- με ενόχλησε στο ξεδίπλωμά του,  η συνεχής προπαγάνδα της χρήσης μεντιουμιστικής πρακτικής,  προκειμένου να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι,  με την ψυχή του νεκρού - και όχι μόνον...

Στο στόρυ, βέβαια, υπήρχαν τα "κακά' μέντιουμ- "οι απατεώνες"- αλλά υπήρχε και το "καλό" μέντιουμ, που όταν έπιανε-αρχικά- για ελάχιστα δευτερόλεπτα  το χέρι του ενδιαφερόμενου- ένιωθε  -το μέντιουμ-  ένα εσωτερικό "τράνταγμα" και στη συνέχεια, 
 περιέγραφε στον απέναντι- όλα τα τραυματικά γεγονότα της περασμένης ζωής του,  σαν να τα έβλεπε σε τηλεόραση- "χαρτί και καλαμάρι"!

Τότε πάθαινε "λαλά",  ο δύστυχος- ορθολογιστικά αναθρεμμένος-   πελάτης,  ενίοτε και κατέρρεε...

(Την αλήθεια ουδείς αντέχει να την ακούει, ειδικά, όταν του την πετάνε -απνευστί- οι  εξαποδοί,  στο "Δόξα Πατρί" και τυγχάνει για τοιούτον ψυχολογικό-πνευματικό  σοκ, απροετοίμαστος...)

Δυστυχώς οι Νεοποχίτες  του Πλανητάρχη , προάγουν την πνευματιστική  πλάνη με γεωμετρική πρόοδο, προωθώντας  τέτοιες ταινίες.

Αν θες την ταπεινή μου συμβουλή,  ωστόσο,  ΜΗΝ  τα πετάξεις τα λεφτουδάκια σου, προκειμένου να  δεις το φιλμάκι της συφοράς...

Καλύτερα να πας με  καλή παρέα, σε κανα ζεστό  στέκι  και να φας μπουγάτσες!

Φιλιά
με αγάπη Χριστού, ζωηρή σαν σπουργίτι  κεφάτο,  που χοροπηδάει  στις γλάστρες του μπαλκονιού σου...

Σαλογραία

ADAMO(βίντεο)

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Ο γάμος του Καραχμέτη- ή- το συναξάρι μιας αγίας συζύγου-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


..........................................................................
Ὁ Κουμπὴς Νικολάου, μαῦρος, ῥωμαλέος, ἐπιβλητικὸς μὲ τὸ τσιμπούκι, μὲ τὰς κινητὰς μακρὰς χειρίδας, καὶ μὲ τὰ τσόχινα ἀνωβράκια του, προήδρευε συνήθως εἰς τὸ Κιόσκι, δίπλα στὴν Μεγάλην Στέρναν, κι ἀντικρὺ στὸ τζαμί· ἐκεῖ ἦτο εἰς Τοῦρκος τσαούσης, στὸ διπλανὸν κονάκι, διὰ τὸν τύπον -ὅπου συνηθροίζοντο συνήθως οἱ προεστοί. Διελέγοντο, ἐσυμβουλεύοντο, κι ὑπερίσχυε συνήθως ἡ γνώμη τοῦ ζωηροτέρου, ὅστις εἶχεν ἑκάστοτε ἀρκετὸν σθένος, ὥστε νὰ πειθαναγκάζῃ τοὺς ἄλλους.

Τὸ χάρισμα αὐτὸ τὸ εἶχεν εἰς μέγαν βαθμὸν ὁ Κουμπής.

Μελαψός, στιβαρός, ἀπότομος, ἐνόει νὰ γίνεται ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Καὶ ἐγίνετο σχεδὸν πάντοτε. Διότι, ἂν καὶ δὲν ἐδέχετο ὁ χαρακτήρ του τὴν κολακείαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἁπλοῦς καὶ εὐθύτατος, τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Ἀγᾶδες.

Ἐν τούτοις, κατ᾿ οἶκον εἶχε διαφόρους πειρασμοὺς ὁ Κουμπής.

Τὴν χρονιὰν ἐκείνην εἶχε κολλήσει στὸν νοῦν τοῦ Κουμπῆ, ὅτι ἔπρεπε νὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του, ἐπειδὴ ὕστερ᾿ ἀπὸ 15 χρόνων συζυγίαν δὲν τοῦ εἶχε κάμει παιδί.

Ὁ Κουμπὴς δὲν ἐνόει νὰ ἔχῃ παλλακίδα -«πόρνους καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός».

Αὐτὸ τὸ ῥητὸν σχεδὸν μόνον ἀπ᾿ ὅλην τὴν Γραφὴν ἤξευρεν.

Ἀλλὰ πῶς νὰ υἱοθετήσῃ ξένον γέννημα (ξένο κριὰς νὰ μὴ θρέψῃς, ἔλεγε χυδαία τις παροιμία);
Διὰ νὰ τὸν βλασφημοῦν τ᾿ ἀνίψια μετὰ τὸν θάνατόν του, ἐπειδὴ θὰ τοὺς ἀπεκλήρωνεν;

Ἢ πῶς ν᾿ ἀφήσῃ τὸ βιό του σ᾿ ὅλους αὐτούς, ὁποὺ θὰ ἐμάλωναν μετὰ τὴν τελευτήν του, ποῖος νὰ πάρῃ τὰ πλειότερα, καὶ ἴσως θὰ ἀστοχοῦσαν νὰ τοῦ κάμουν τὰ ψυχικὰ -καὶ πάλιν αὐτὸ θὰ ἦτο κατάρα καὶ βάρος εἰς τὴν ψυχήν του;

 Καλὰ εἶπεν ὁ Κύριος: «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ διάδος πτωχοῖς». Ἀλλὰ κι οἱ καλόγεροι, δι᾿ οὓς φαίνεται νὰ τὸ εἶπε, κι αὐτοὶ περιμένουν πότε νὰ πωλήσῃ ἄλλος τὰ ὑπάρχοντά του, ἢ καὶ νὰ τοὺς τὰ χαρίσῃ, διὰ νὰ ἔχουν νὰ τρῶνε, ἀλλὰ καὶ διεκδικοῦν λυσσωδῶς «τὰ κτήματα τῆς Μονῆς», διὰ νὰ τρώῃ ὀρφοὺς καὶ γουρουνόπουλα ὁ Δεσπότης, ὁ Πίτροπος, ὁ Βοϊβόντας, ὁ γραμματικὸς καὶ τόσοι, ἄλλοι.

Ἀνάγκη πᾶσα νὰ τραβήξῃ τις τὸ σκοινί του -νὰ βαστήξῃ τὸν ζυγόν του, νὰ μεταφέρῃ τὸ φορτίον του.

 Ὁ κυρ-Κουμπής, ἐνῶ κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο τόσον αὐστηρὸς ἄνθρωπος, εἶχε κι αὐτὸς μίαν ἀδυναμίαν· ἐπόθει νὰ ἔχῃ μικρὸν νινί, χαριτωμένον, ἀγγελικὸν πλάσμα, διὰ νὰ τὸ χορεύῃ στὰ γόνατά του.

Ἡ Σεραϊνὼ ἦτο σαράντα χρόνων, καὶ μετὰ τόσα χρόνια, 15 περίπου, δὲν ἐγέννησε τίποτε.

«Οὔτε παιδί, οὔτε κουτάβι, οὔτε κλοῦθο».

Αὐτὸς ἦτο πεντηκοντούτης ὡς ἔγγιστα.

Ἡ Λελούδα ἡ ἀντικρυνή του ἦτο μόλις τριάντα χρόνων ἴσως -ὡραία, ῥοδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχὴ καὶ ἄμεμπτος, ἀπροστάτευτη καὶ πεντάρφανη. Ἕνα μόνον θεῖον εἶχε, κι ἐκεῖνος δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν προστατεύσῃ.

Ἐσκέφθη νὰ τὴν ἀπαγάγῃ, καὶ νὰ δωροφορήσῃ ἕναν παπᾶν, ἢ καὶ νὰ τὸν βιάσῃ μὲ φοβέραν -ἐπειδὴ ἦτο γνωστὸν ὅτι τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Τούρκους- νὰ τοὺς στεφανώσῃ.

Καὶ τὸ πρῶτον στεφάνι τί θὰ ἐγίνετο; Αὐτὸς δὲν εἶχεν ἀτιμάσει τὸ στεφάνι, οὔτε ἡ συμβία του. «Πόρνους καὶ μοιχούς...».

 Θὰ τὸ ἔκαμνε μόνον διὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, κληρονόμον. Ὅταν, τὰς ἡμέρας ἐκείνας, συνέβη νὰ καταπλεύσῃ ὁ πασᾶς μὲ τὴν ἁρμάδα, ὁ Κουμπὴς τὸ ἀπεφάσισε.

Κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν εἰς τὴν ναυαρχίδα συνωμίλησε μίαν ὥραν μετὰ τοῦ Ἀχμέτη-πασᾶ. Τὶ τοῦ εἶπε; Φαίνεται, ὁ Κουμπὴς τοῦ ἐζήτησεν ἐκδούλευσιν, καὶ ὁ Τοῦρκος ναύαρχος τοῦ ὑπεσχέθη.

Τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωσεν, ὁ Κουμπὴς εἶχεν ἀρματώσει μίαν σκαμπαβίαν μὲ ἓξ κωπία.


Τοὺς δύο ἐκ τῶν κωπηλατῶν, ψαράδες τοῦ γιαλοῦ, ὅπου ἦσαν ἄνθρωποί του καὶ λίαν ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτόν, τοὺς ἔπεισε ν᾿ ἀνέλθωσι τὸν ἀνήφορον -ὑψηλόν, ἀπότομον, πετρώδη, ὅπου ἔφερεν ἀπὸ τὸν Γιαλὸν εἰς τὸ Κάστρον, ὑποκάτω στὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου, ἀπὸ ἄσχιστον ἀγριόξυλον, παρὰ τὸ χάσμα, ὅπου ἔχαινεν ἄβυσσος καὶ κρημνός, ὁποὺ ἔπιανε πάντα ἄνθρωπον ἴλιγγος καὶ σκοτοδίνη.

Τὴν γυναῖκα του τὴν Σεραϊνώ, τὴν εἶχε κράξει τὸ πρωί, καθὼς κατέβαινεν ἀπὸ τὸν κρεμαστὸν σοφᾶν, ὅπου εἶχε κοιμηθῆ, κι ἐφόρεσε τὰ πανωβράκια, μὲ τὰς κεντητὰς βρακοζώνας καὶ τὰ πλατέα μανίκια, κι ἔπινε τὸ πρωινὸν σερμπέτι του. Διότι μόλις εἶχεν εἰσαχθῇ τότε εἰς τὸν τόπον ὁ καφές.

Τὸν εἶχε φέρει πρῶτος ὁ κυρ-Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, ἄλλος προεστὼς κι αὐτός, ἐμπορευόμενος ἀπὸ τὴν Μολδοβλαχίαν, κι ὁ κυρ-Κουμπής, ἐπειδὴ δὲν ἦτο εὔκολος νεωτεριστὴς εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα -μόνον εἰς τὸν γάμον ἤθελεν, ὄχι νὰ νεωτερίσῃ, ἀλλὰ νὰ πραξικοπήσῃ καὶ δώσῃ κακὸν παράδειγμα- δὲν τὸν εἶχε συνηθίσει ἀκόμη. Ἔκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε:

-Τ᾿ ἀκοῦς, Κουμπίνα; Τὸ βράδυ, σὰν σουρουπώσῃ, νὰ πᾶς ν᾿ ἀνάψῃς τὰ καντήλια τ᾿ Ἅϊ-Προκοπίου, κάτω στὸ ῥέμα. Τὸ ἔχω τάξιμο ἀπὸ καιρό. Μεθαύριο εἶναι ἡ μνήμη του, κι αὔριο δὲν θὰ πάρῃς εὔκολα ἀράδα, θὰ κουβαλήσουν χίλια λαδικά.

Πάρε μαζύ σου καὶ τὴν φτωχὴ γειτόνισσά μας τὴν Λελούδα, ἐπειδὴ καὶ εἶναι κι αὐτὴ ἀνέβγαλτη, καὶ δὲν ἔχει ἄλλη παρηγοριὰ ἀπὸ σένα, ποὺ θὰ εἶναι μοναξιά, νὰ πᾶτε ν᾿ ἀνάψετε τὰ καντήλια, νὰ σεργιανίσετε κι ὅλας.

-Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, νἄχω καὶ τὸ συμπάθιο Κουμπή, ἀπήντησε τὸ Σεραϊνώ. Ἡ Λελούδα εἶναι, ὅπως εἶπες, ἀνέβγαλτη, καὶ τώρα εἶναι ἐδῶ ἡ ἀρμάδα. Ποιὸς ξέρει, ἂν δὲν θὰ βγοῦν οἱ Τουρκαλᾶδες ὄξω στὴ στεριά, νὰ πάρουν ἀράδα τὶς ἀβραγιὲς καὶ τὰ χωράφια. Ἡ Λελούδα θὰ φοβᾶται νἀρθῇ μαζύ μου.

-Ἀκοῦς τί σ᾿ λέω, Κουμπίνα; Ἐσὺ νὰ τὴν καταφέρῃς νἀρθῇ μαζύ σου.

 Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σᾶς πειράξῃ, χριστιανὸς ἢ Τοῦρκος ἢ ἄλλος, ἂς εἶναι καὶ διάβολος μὲ τὰ κέρατα; Δὲν ξέρεις ὅτι τἄχω καλὰ μ᾿ τσ᾿ ἀγᾶδες; Ἔχουν ἄλλοι ἀπὸ μένα ἐδῶ στὸ χωριὸ κόνσολα κι ἀποκούμπι; Ἐγὼ εἶμ᾿ ἐδῶ. Ποιός θ᾿ ἀποκοτήσῃ νὰ σᾶς πειράξῃ;

Ἡ Κουμπίνα, ἂν καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καταδαμάσῃ τὴν ἀλλόκοτον ὑποψίαν ποὺ τῆς ἦλθε στὸν λογισμόν, συνεμορφώθη μὲ τὴν παραγγελίαν τοῦ συζύγου της. Ἦτο ἁπλῆ καὶ δὲν ἐπονηρεύετο.

«Ἡ δὲ γυνὴ ἕνα φοβεῖται, τὸν ἄνδρα». Τῆς γίδας τὰ κέρατα εἶναι κυρτά, εἰς σημεῖον ὑποταγῆς, φαίνεται, εἰς τὸν ὑψικέρατον τράγον. Τῆς κότας ἡ λοφιὰ εἶναι ἀμαυρὰ καὶ ταπεινή, καὶ τοῦ πετεινοῦ εἶναι κόκκινη, ὑψηλὴ καὶ ἐξηρμένη, καὶ ὅλον τὸ σῶμα του μὲ ὑψηλὰ σκέλη ἀνωρθωμένον.

 Παντοῦ ἡ ὑποταγὴ τῆς θηλείας εἰς τὸν ἄῤῥενα.

Ἡ φτωχὴ Λελούδα, ἅμα εἶδε τὴν πρώτην ἀρχόντισσαν τοῦ χωριοῦ καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ ὑπάγῃ μαζύ της εἰς βραχεῖαν ἐκδρομὴν ἔξω τοῦ Κάστρου, ἐπειδὴ ᾐσθάνετο κι αὐτὴ ὑπολανθάνουσάν τινα ἀνάγκην ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα, ὓστερ᾿ ἀπὸ πολλοὺς μῆνας ὁποὺ δὲν εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὸ ταπεινὸν καλύβι της, ἐπείσθη.

Ἡ Κουμπίνα τῆς εἶπεν, ὅτι δὲν εἶχον νὰ φοβηθοῦν τοὺς Τούρκους, καθότι μέσα στὰ καράβια ἦσαν καὶ πολλοὶ ναῦται χριστιανοί, Ὑδραῖοι καὶ ἄλλοι κι ἂν θὰ ἔβγαιναν καὶ Τοῦρκοι, ὁποὺ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ ἔβγουν, διότι ἅμα θὰ ἐφυσοῦσε καιρός, στὸ ἀμπαγιέρι, εὐθὺς ἡ ἀρμάδα θὰ ἔφευγε. Ἀλλὰ κι ἂν ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη μπονάτσα, κι ἂν ἔβγαιναν Τοῦρκοι, ὁ Κουμπὴς ἔκοβε τὸ σπαθί του, καὶ τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς ἀγάδες, «γιὰ τὸ καλὸ τῆς χριστιανωσύνης», καὶ δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ πειράξουν ἄνθρωπον.

Ἡ Λελούδα ἐφόρεσε ἕνα πουκάμισο κόκκινο, κεντητὸν μὲ μετάξι, ἕνα ὡραῖο φουστάνι «μόρικο», ποὺ ἔκανε νερὰ-νερὰ -(δὲν ἐτόλμά ποτε της νὰ ἐλπίσῃ, ὅτι θὰ ἐγίνετο νύφη, ἂν καὶ εἶχε χρυσοΰφαντα ποδογύρια καὶ ἀργυρὰ τσαπράκια χρυσοποίκιλτα στὴν κασέλα της), ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, ἔβαλε τὸ λαδικὸ μέσα, καὶ τρία κηριά, κι ὀλίγο λιβάνι στὸ χαρτὶ -ἀκόμη καὶ μικρὸ προσφάγι, ψωμὶ κι ἐλιές, ἐπειδὴ ἦτο Παρασκευή, καὶ ἀκολούθησε τὴν Κουμπίναν.

Ὁ Κουμπῆς ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ὑπάγει πρὸς συνάντησιν τοῦ παπα-Σταμέλου, ἐνορίτου του, ἐφημερεύοντος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ εἶπε:

-Τὸ βράδυ-βράδυ, νὰ πάρῃς τὸ πετραχήλι σου, καὶ τὸ ἁγιασματάρι· θὰ πᾶμε μαζύ, γιὰ νὰ ψάλῃς ἁγιασμὸ στὴ φεργάδα.

Ὁ παπὰς τὸν ἐκοίταξε μὲ ἀπορίαν.

- Μὴ σοῦ φαίνεται παράξενο. Εἶναι τόσοι χριστιανοὶ μὲς στὰ καράβια.

Ὁ γραμματικὸς τοῦ καπετὰν-πασᾶ εἶναι χριστιανός, ὁμοεθνὴς μας, ὁ λοστρόμος χριστιανός, σ᾿ ὅλα τὰ καράβια, εἶναι ἀσκέρι χριστιανοί. Στὴ φεργάδα εἶναι τὸ ἕνα τρίτο. Ὁ ἴδιος ὁ πασᾶς σέβεται τὰ θεῖα, κι ἐπικαλεῖται τὸν Ἅϊ-Γεώργη, τὸν Ἅϊ -Δημήτρη, καὶ τὴν Μεριὲμ-Ἀνὰ (τὴν Παναγίαν).

Πάρε κι ἕνα Τετραβάγγελο μαζύ σου, γιατὶ θὰ χρειασθῇ, θαῤῥῶ, νὰ διαβάσῃς ὀλίγα κεφάλαια στὸ λοστρόμο, ποὺ εἶναι ἄῤῥωστος ἀπὸ μελαγχολία, καὶ δὲν ξέρει τί ἔχει.

Ὁ ἱερεὺς τὸν ἤκουε σύννους. Ὁ Κουμπὴς, ἐξηκολούθησεν:

- Ἂν θέλῃς, παπά μου. Σ᾿ ἐπροτίμησα ὡς ἐνορίτη μου.

Ἂν δὲν θέλῃς, θὰ προσκαλέσω τὸν παπα-Φραγκούλη, τὸν σύντροφόν σου στὸν Χριστό, ἢ τὸν παπα-Δανιέλο ἀπ᾿ τὸν Ἅϊ -Νικόλα. Μὴ φοβᾶσαι τίποτε, παπά μου· ἔχω ὁρισμὸν ἀπ᾿ τὸν Ἀχμὲτ-πασά. Θὰ πάρῃς γιὰ τὸν κόπον σου ἕνα σελήμι (τάλληρον), καὶ παραπάνω.

Ἀλλοιῶς, θὰ θυμώσῃ ὁ πασᾶς μ᾿ ἐμένα, καὶ μὲ σᾶς τοὺς παπάδες, πὼς δὲν τοῦ ἔκαμα τὸν λόγον του.

ὴν ὥραν ποὺ ἔβγαιναν ἡ Κουμπίνα κι ἡ Λελούδα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Προκόπιον, ὅπου εἶχον ἀνάψει τὰ κανδήλια, εἶχε σουρουπώσει πλέον, καὶ σκότος ἤρχισε ν᾿ ἁπλώνεται εἰς ὅλην τὴν κρημνάδα αὐτήν. Μακράν, πρὸς δυσμάς, ἐφαίνοντο φῶτα εἰς τὸν ναΐσκον τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, ὅπου θὰ εἶχεν ἀρχίσει ὡς ἔγγιστα ἡ ἀγρυπνία. Αἱ δύο γυναῖκες εἶχον ἐπισκεφθῇ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τὸ παρεκκλήσι καὶ κατόπιν εἶχον μεταβῆ εἰς τὸν Ἅγιον Προκόπιον.

Τὸ μονοπάτι ἐκατηφόριζε ἀποτόμως πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, καθὼς ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου κι ἔβγαινον ἐγγύτατα εἰς τὸν αἰγιαλόν. Εἶτα ἀνήρχετο πάλιν, κι ἀνηφόριζε πλαγινὰ βαθμηδὸν βαῖνον πρὸς τὴν εἴσοδον τοῦ Καστριοῦ, εἰς τὴν γέφυραν. Ἐκεῖ ποὺ ἐπατοῦσαν αἱ δύο γυναῖκες, εἰς τὸ παρδαλὸν σκότος, ἦτο ἄκρα μοναξιά, δὲν ἐφαίνετο ψυχὴ ζῶσα.

Ὤ, καλλίτερον νὰ μὴν ἦτο ψυχὴ ζῶσα τὴν ὥραν ἐκείνην, διὰ τὴν Κουμπίναν, καὶ διὰ τὴν Λελούδαν- την τρομάρα ποὺ πῆραν αἱ δύο γυναῖκες!- εἰς τὸ μέρος αὐτό.

Δύο ἄνθρωποι, κρυμμένοι, ὄπισθεν βράχου, εἰς τὸν ὄχθον τοῦ δρόμου, ὡμίλησαν ἑλληνιστί:

- Σταθῆτε! Μὴ φοβᾶσθε...

- Ὤχ! Τὶ εἶναι; Ἄχ! Θέ μου, Ἅϊ -Προκόπη μου. Ἄχ! Παναγία μου!

Πρὶν ἀρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος ἐξ ὄπισθεν τοῦ βράχου προέκυψεν ὁ Κουμπής.

- Μή φοβᾶσαι, ἀθώα Λελούδα! Κουμπίνα, νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου.. Ἔλα μαζύ μας, Λελούδα.

- Νὰ ρθῇ; Ποῦ νὰ ρθῇ; Σὲ καλό σου, Κουμπή, ἐτόλμησε νὰ ψελλίσῃ ἡ Κουμπίνα.

- Σύρε στὸ σπίτι σου, Κουμπίνα, ἐπανέλαβεν ὁ σύζυγός της. Λελούδα, ἔλα, θὰ πᾶμε στὴν φεργάδα.


- Στὴν φεργάδα! ἐπανέλαβεν ὡς ἠχὼ ἡ Κουμπίνα.

Ὁ Κουμπής, διὰ νὰ μὴ τρομάξουν παρὰ πολὺ αἱ δύο γυναῖκες, εἶχε σκεφθῇ, ὅτι προκριτώτερον θὰ ἦτο νὰ λάβῃ αὐτὸς μέρος εἰς τὴν σκηνὴν τῆς ἀπαγωγῆς.

Ἡ Σεραϊνώ, μαντεύσασα παραχρῆμα τί ἔμελλε νὰ συμβῇ, ταπεινὴ καὶ ἐγκαρτεροῦσα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, ἔπεσε γονυπετὴς πρὸ τῶν εἰκόνων καὶ προσηυχήθη.

Εἰς μίαν γειτόνισσαν ἀδιάκριτον, ἥτις εἶχεν ἀναβῆ καὶ τὴν ἠρώτα ἐν ἀπορίᾳ τί ἔγινεν ἡ Λελούδα καὶ διατὶ δὲν ἐπέστρεψε μαζύ της ἀπ᾿τὸ ξωκκλήσι, ἀπηλογήθη:

- Ἔμεινε στὴν Ἁγία Κυριακή. Ἔχει ἀγρυπνία ὁ παπα-Φραγκούλης, κι εἶναι κόσμος ἐκεῖ. Ἂν μποροῦσα κι ἐγώ, θὰ ἔμενα. Μὰ δὲν εἶχα τὴν ἄδεια ἀπ᾿ τὸν Κουμπή.

Μεγάλη βάρκα, μὲ ἓξ κουπιά, ἐπερίμενεν εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εἰς ἕνα χαμηλὸν καὶ τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικὴν ἀποβάθραν.

Ὁ παπα-Σταμέλος, τυλιγμένος ὡς τὸ λαιμὸν εἰς τὸ ῥάσον του, μὲ τὸ κωνοειδὲς καλυμμαύχι του κατεβασμένον ὡς τὰ φρύδια καὶ τὰ πτερύγια τῶν ὤτων, ἐκστατικός, φοβισμένος, ἐπερίμενε καθήμενος παρὰ τὴν πρύμναν. Οἱ ἓξ κωπηλάται, ὅλοι Γραικοί, ἐκ τῶν ἀγημάτων, ὕψωσαν τὰς κώπας.

Ἡ Λελούδα, ὠχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος καὶ σχεδὸν νεκρά, καὶ ζῶσα ὡς ἐν ὀνείρῳ, ἐπεβιβάσθη, ὑποβασταζομένη ἀπὸ τὸν Κουμπήν. Οἱ δύο νομάτοι, οἵτινες ἦσαν συνεργοὶ τῆς ἁρπαγῆς, ἠκολούθησαν μετ᾿ αὐτούς. Ὁ εἷς ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς πρώρας, καὶ ὁ ἕτερος ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὴν πρύμναν, εἰς τὸ πηδάλιον.

- Ἄφσε, κυβερνῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Κουμπής.

Ὁ ἄνθρωπος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πρῶραν. Ὁ νησιώτης προεστὼς ἔλαβε τοὺς οἴακας, αἱ κῶπαι ἔπληξαν τὰ κύματα, καὶ μετὰ εἴκοσι λεπτὰ ἡ βάρκα ἔφθασε παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς ναυαρχίδος.

Ὁ ναύαρχος Ἀχμὲτ-πασὰς δὲν ἐφάνη οὔτε ἐπὶ τοῦ σκάφους, οὔτε εἰς τὸν θάλαμον αὐτοῦ, ὅπου κατῆλθον οἰ ἐπισκέπται. Ὁ Κουμπὴς ἔλειψεν ἐπὶ τρία λεπτά, πρὶν κατέλθωσι κάτω, ὁ δὲ παπὰς καὶ ἡ Λελούδα ἐκοίταζον ἀλλήλους, ἐκοίταζον τοὺς ναύτας μὲ τὰ τουρκόφεσα, ἐκοίταζον τὰ ὑψηλὰ κατάρτια καὶ τὰ πολυσύνθετα ἄρμενα, ὑπὸ τὸ φῶς δύο μεγάλων φαναριῶν, κρεμαμένων πρὸς τὰ κάτω ἐπὶ τοῦ πρυμναίου ἱστοῦ.

Ὁ Κουμπὴς ἐφάνη μετ᾿ οὐ πολύ. Φαίνεται, ὅτι εἶχεν ὑπάγει νὰ κάμῃ τὸν συνήθη τεμενᾶν εἰς τὸν Τοῦρκον ναύαρχον, καὶ νὰ τοῦ δώσῃ λόγον περὶ τοῦ βαθμοῦ ὅπου εἶχε φθάσει ἡ ὑπόθεσις, δι᾿ ἣν εἶχε ζητήσει τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν προστασίαν του. Ὁ καπετὰν-πασὰς ἐπένευσε καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν Ἕλληνα γραμματέα του νὰ τὸν ἀντιπροσωπεύσῃ.

Ὁ Φαναριώτης ἐφάνη καὶ ὡδήγησε τοὺς ἐπισκέπτας κάτω εἰς τὸν ἴδιόν του θάλαμον. Ἐκεῖ τὸ πρῶτον ὅπου εἶδεν ἡ Λελούδα, ἅμα ἤρχισε νὰ συνέρχεται βαθμηδὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις της, ἦτο μία εἰκὼν φέρουσα τὴν Παναγίαν μὲ τὸν Χριστὸν βρέφος, καὶ ὑποκάτω τὸν Ἅγιον Νικόλαον, ἱεράρχην μὲ πολιὰ στρογγύλα γένεια, κρατοῦντα Εὐαγγέλιον κι εὐλογοῦντα.

Μετὰ τὸ λουκούμι καὶ τὴν μαστίχαν, τὰ προσενεχθέντα εἰς τοὺς ἐπισκέπτας, ἐξ ὧν ἡ Λελούδα δὲν ἠμπόρεσε νὰ γευθῇ τι, ὁ Φαναριώτης ἔβηξε, κι ἔλαβε τὸν λόγον:

- Λοιπόν, παπά μου, ἂν ἀγαπᾶς τώρα, φόρεσε τὸ πετραχήλι, κι ἄνοιξε τὸ βιβλίο σου.

Ὁ ἱερεὺς ὑπήκουσε μηχανικῶς. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην κατῆλθε τὴν σκάλαν τῆς καμπίνας εἷς ναύτης, ὅστις ἦτο ἐκ τῶν κωπηλατῶν τῆς βάρκας.

 Ἐνεχείρισεν εἰς τὸν Κουμπὴν ἓν μικρὸν δέμα, ἐντὸς μεταξωτοῦ προσοψίου, ἐπίπεδον, κυκλοτερές. - Αὐτὸ τὸ ηὗρα μὲς στὴ βάρκα, εἶπεν.

-Ἄ! κι ἐγὼ τὰ ξέχασα, εἶπεν ὁ Κουμπής.

Ἦσαν στέφανα τοῦ γάμου, τὰ ὁποῖα ὁ Κουμπὴς εἶχε κατασκευάσει, φαίνεται λάθρα καὶ ἰδιοχείρως, τὴν ὥραν ποὺ ἡ Κουμπίνα εἶχε κινήσει νὰ ὑπάγῃ στὸν Ἅϊ -Προκόπην μαζὺ μὲ τὴν Λελούδαν.
Εἶχε λάβει δύο κληματίδας λεπτὰς ἀπ᾿ τὴν πλουσίαν ἀναδενδράδα τῆς αὐλῆς του, τὰ εἶχε τυλίξει μὲ βαμβάκι, κι ἐκόλλησεν ἐπάνω ὀλίγον χρυσόχαρτον, τὸ ὁποῖον εὗρε εἰς τὰ συρτάρια τῶν ἐργοχείρων τῆς γυναικός του, περίσσευμα ἀπὸ στέφανα ἄλλων γάμων, ἐπειδὴ ἡ Χατζίνα ἠγάπα τὰ τοιαῦτα κοινωνικὰ χρέη, καὶ συχνὰ ἐγίνετο συντέκνισσα εἰς ἀνδρόγυνα, καὶ νονὰ εἰς βρέφη- ἀκούουσα ἑκάστοτε τὴν συνήθη ἐγκάρδιον εὐχήν·

«Ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδι, νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα, συντέκνισσα»· δηλ. νὰ ζήσῃ νὰ στεφανώσῃ τὰ νεοφώτιστα, ὅσα εἶχεν ἀναδεχθῆ.

Ὁ Κουμπὴς ἀπώθησε τὰ στέφανα ἐπὶ τῆς τραπέζης, κάτω τῆς Ἁγίας εἰκόνος, ἔκαμεν ἕνα σταυρόν, κι ἔδωκε τὴν χεῖρα εἰς τὴν Λελούδαν.

- Ἔλα, ἀγάπη μου.

Ἡ κόρη ἐσηκώθη μηχανικῶς. Οὔτε ἤθελεν, οὔτε ἠδύνατο ἀντισταθῇ.

Ἐστάθη ἐκεῖνος δεξιά, καὶ αὕτη ἀριστερά, ἀντικρὺ τῆς εἰκόνος.

- Τώρα θὰ μᾶς κάμῃς πατριαρχικὸν γάμον, Δέσποτα, ὅπως συνηθίζουμ᾿ ἐμεῖς στὸ Φανάρι. Ἐρώτα τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν ἀμοιβαίως.

Ὁ παπὰς ἔντρομος, ἔμεινεν ἀδρανής.

- Ἄκουσες, παπά; ἐπανέλαβεν ὁ γραμματεὺς τοῦ ναυάρχου.

- Ἐγὼ δι᾿ ἁγιασμὸν ἦρθα, ἐψελλισεν ὁ ἱερεύς. Δὲν ἤξερα πὼς ἦτον γάμος, νὰ πάρω τὸ Βαγγέλιο καὶ τὸ θυμιατό, νὰ πάρω καὶ τὸ φελόνι μου.

- Θυμιατὸ ἔχουμ᾿ ἐδῶ, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Κι ἕνα Τετραβάγγελο, μοῦ βρίσκεται.

- Δέν ἐπῆρες τὸ Τετραβάγγελο, παπά, ποὺ σοῦ εἶπα; ἠρώτησεν ὁ Κουμπής.

Ὁ παπὰς ἔμεινεν ἄφωνος. Ὁ γραμματεὺς ἐπανέλαβε.

- Δέν ἐπῆρες τὸ Τετραβάγγελο;

- Δέν πειράζει. Ἔχω Τετραβάγγελο.

Ἤναψαν κηρία, εὑρισκόμενα ἐκεῖ ὑπὸ τὸ εἰκονοστάσιον. Ὁ Φαναριώτης ἐστάθη ὄπισθεν τοῦ ζεύγους.

Ὁ παπὰς ἤνοιξε μηχανικῶς τὸ μικρὸν εὐχολόγιον, ἢ ἁγιασματάριον, ποὺ ἐκράτει, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον φωνὴν τὰς εὐχὰς τῆς ἀνομβρίας.

Πρὶν συμπληρώσῃ τὴν πρώτην εὐχήν, ὁ Φαναριώτης ἐνόησε καλά, κι ἐπενέβη.

- Δέν εἴχομεν ἀνομβρίαν, δόξα τῷ Θεῷ φέτος, παπά μου, ἔκαμε τόσες βροχές. Λάθος ἔκαμες. Εὑρὲ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ γάμου.

Ὁ ἱερεὺς ἔστρεψεν ὀλίγα φύλλα τοῦ βιβλίου, ἐδίστασεν, ἔβηξε, καὶ πάλιν ἤρχισε νὰ μουρμουρίζῃ μὲ ταπεινοτέραν ἀκόμη φωνήν. Ἀνεγίνωσκεν αὐτὴν τὴν φορὰν τὴν Ἀκολουθίαν εἰς ψυχοῤῥαγοῦντας.

- Σοῦ εἶπα, Δέσποτα, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Ξέχασες νὰ ἐρωτήσῃς τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν.

Ὁ παπὰς ἐστράφη πρὸς τὸ ζεῦγος καὶ ἠρώτησε μηχανικῶς:

- Θέλεις, Κουμπή, γιὰ γυναῖκα σου τὴν Λελούδαν;

- Τήν θέλω.

- Θέλεις, Λελούδα, τὸν Κουμπήν;...

Ἡ Λελούδα δὲν ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
Ἔμεινεν ἀκίνητος, κάτω νεύουσα, μὲ ἁπλῆν καὶ περισσὴν σεμνότητα.

Ὁ σύντεκνος ὄπισθεν τοῦ ζεύγους ὤθησε τὴν κεφαλὴν τῆς νύφης.

Εἶχε τὸ «καμάρι» τῆς νύφης καὶ συνάμα καὶ περισσότερον εἶχε τὴν ἀφωνίαν τοῦ θύματος, τοῦ ἀγόμενου εἰς σφαγήν.

- Διάβασε, παπά, τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἀῤῥαβῶνος καὶ κατόπιν τοῦ στεφανώματος.

Ὁ ἱερεὺς εἶπεν:

- Ἂς εἶναι, θὰ διαβάσω τὸν Δίγαμον.

Ὁ Φαναριώτης ἔμεινε σύννους, εἶτα εἶπε:

- Πῶς τὸν Δίγαμον;...

Ἡ νύφη εἶναι παρθένος, κι ἔρχεται εἰς πρῶτον γάμον. Τὸν ἀῤῥαβῶνα θὰ διαβάσῃς καὶ τὸ στεφάνωμα.

- Δέν ξέρω τί γίνεται στὸ Φανάρι. Τὸν Δίγαμον θὰ διαβάσω, ἐπέμενεν ὁ ἱερεύς.

Ὁ γραμματεὺς τοῦ πασᾶ ὑπεχώρησεν. (Ἡ παράδοσις λέγει, ὅτι ἠπείλησε νὰ κρεμάσῃ τὸν παπὰν εἰς τὴν κεραίαν τοῦ ἱστοῦ· ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑπόθεσις. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι ὁ Φαναριώτης ὑπεχώρησεν ἐν καιρῷ).

- Ἂς εἶναι. Διάβασε τὸν Δίγαμον.

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἤρχισεν. Ἀντήλλαξε τὰ δακτυλίδια. Ὁ Κουμπὴς εἶχε τέσσερα ἢ πέντε, χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, εἰς τοὺς δακτύλους του. Ἐχρειάσθησαν ἐξ αὐτῶν δύο, ἓν ἐκ τῶν δύο ποὺ εἶχεν εἰς τὸν παράμεσον καὶ ἓν εἰς τὸν μικρὸν δάκτυλον.

 Μετέβη εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ στεφάνου, χωρὶς νὰ εἴπῃ· Εὐλογημένη ἡ βασιλεία. Ἄρχισε νὰ διαβάζῃ τὴν πρώτην εὐχὴν κατανυκτικά, ὅσον γίνεται λόγος περὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ περὶ ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας.

 Εἶτα εὐλόγησε τὰ στέφανα καὶ ὑπέδειξεν εἰς τὸν σύντεκνον πῶς θὰ τ᾿ ἀνταλλάξῃ τὰ στέφανα.

Εἶτα ἐκέρασε τοὺς νεονύμφους τὸ κοινὸν ποτήριον, τέλος ἐχόρευσε μαζύ τους τὸν χορὸν τοῦ Ἡσαΐα, κι ἔκαμε ἀπόλυσιν. Τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ Φαναριώτης ἤλλαζε τὰ στέφανα ἐπάνω στὰ κεφάλια τῶν νεονύμφων, τρεῖς μεγάλες κανονιὲς ἐβρόντησαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα ἐκ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου. Ὅλον τὸ πέλαγος ἐσείσθη καὶ τὸ Κάστρον ἀντικρὺ ἐπῆγε καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν κρότον καὶ τὸν κλόνον.

Ὁ νυκτοφύλαξ ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ κανόνι, εἰς τὴν βορειοτέραν ἐσχατιὰν τοῦ Κάστρου, εἶδε τὴν λάμψιν, εἶδε τὸν καπνὸν ὑπὸ τὴν πυκνὴν ἀστροφεγγιάν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν μόλις εἶχε δύσει ἡ σελήνη (ἦτο ὡς ἑπτὰ ἡμερῶν καὶ ἐκόντευε μεσάνυχτα), κι ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ εἶπε:

- Πῶς ῥίχνουν κανονιὲς μεσάνυχτα οἱ ἀγάδες; Μὴν ἔχουν ῥαμαζάνι;

* * *

Δύο γυναῖκες γειτόνισσαι, ποὺ δὲν εἶχον ὕπνον κι ἐλαγοκοιμοῦντο, πλαγιασμέναι ἡ μία εἰς ἓν ὑπερῷον, πλησίον ἐκεῖ στῆς Ἀναγκιᾶς, ἡ ἄλλη εἰς ἓν κτῆμα, ὀλίγον παρακάτω, ἀνεσκίρτησαν.

Ἡ πρώτη ἐσηκώθη, ἔῤῥιψε βλέμμα ἔξω, κι ἠρώτησε τὸν νυκτοφύλακα, τί τρέχει.

- Οἱ ἀγάδες ἔχουν ῥαμαζάνι, ἀπήντησεν ὁ ἄνθρωπος.

- Καὶ τί θὰ πῇ ῥαμαζάνι;

- Ποιός ξέρει! (Νηστεία τῆς ἡμέρας καὶ γλέντι τῆς νυκτός).

Τῆς ἄλλης τὸ βρέφος ἐξύπνησεν εἰς τὰς ἀγκάλας, κι ἤρχισε τὰ κλάματα, καὶ δὲν ἤθελε νὰ μερώσῃ, μὲ ὅλα τὰ νανουρίσματα καὶ τὰ τραγούδια, ποὺ τοῦ ἔλεγεν ἡ μάννα του. Οἱ κανονιὲς εἶχον ἀντηχήσει πολύ, κι ἐβόησεν ὅλη ἡ Ἠχώ, ἡ Ἀναγκιὰ τοῦ Κάστρου ἀντικρὺ στὰ δύο κάτασπρα νησιά, στοὺς βράχους καὶ στὰ ἄντρα.

Κάτω στὸ Κιόσκι, στὸν ἀρχοντομαχαλάν, κοντὰ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σεραϊνώ, ὁποὺ ἠγρύπνει εἰς τὸ σπίτι τοῦ Κουμπή, ἤκουσε τοὺς κανονιοβολισμούς, καὶ μόνη αὐτὴ τοὺς ἐξήγησεν εἰς τὴν ἀληθῆ σημασίαν των·

- Στερεωμένοι, καλοῤῥίζικοι, ἐψιθύρισε, σχεδὸν ἄνευ πικρίας. Μὲ γυιούς, Κουμπή.

Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἡ Σεραϊνὼ ὑπελόγιζε μετὰ βεβαιότητος ὅτι, ἐντὸς δύο ὡρῶν τὸ πολύ, τὸ ζεῦγος ἔμελλε νὰ φθάσῃ στὸ Κάστρον. Διότι δὲν θὰ ἦτο πιθανὸν νὰ πιστεύσῃ τις ὅτι θὰ ἐξημέρωναν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος.

 Ἐσκέφθη, ὅτι ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ τῆς Λελούδας τὸ κλειδί, νὰ ὑπάγῃ νὰ διέλθῃ αὐτὴ τὸ λοιπὸν τῆς νυκτὸς ἀντικρύ, εἰς τὸ μικρὸ σπιτάκι ἐκείνης. Τότε ἐνθυμήθη, ὅτι τὸ κλειδὶ τὸ εἶχεν ἀφήσει ἡ Λελούδα εἰς τῆς Κουμπίνας, ἀκριβῶς εἰς τὸν ἀνατολικὸν θάλαμον, ὅπου εὑρίσκετο τώρα αὐτή. Τὸ εἶχε κρεμάσει εἰς καρφί, ὑποκάτω στὰ εἰκονίσματα.

Ἡ Σεραϊνὼ ἀνέβλεψε καὶ τὸ εἶδεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου.

Ἔκαμεν ἀκουσίαν χειρονομίαν νὰ τὸ λάβῃ. Εἶτα ἐκρατήθη, κι εἶπε: «Καλλίτερα, ἂς ἔλθῃ, νὰ τῆς τὸ ζητήσω».

Τέλος περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔφθασεν ἤρεμα καὶ ἐν ἄκρᾳ σιωπῇ τὸ ζεῦγος τῶν νεονύμφων. Ὁ Κουμπής, ἔχων τόσην ἐπιῤῥοὴν πάντοτε, ἀλλὰ πολλαπλασιαζομένην τώρα ὡς ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ τουρκικοῦ στόλου, εἶχε προδιαθέσει τοὺς προεστοὺς καὶ τὴν πολιτοφυλακήν, λέγων, ὅτι εἶχε σπουδαίαν ὑπόθεσιν ἐπάνω στὴν φεργάδα, καὶ ὅτι θὰ ἔφθανε πολὺ ἀργὰ τὴν νύκτα. Ὅθεν ἦτο ἀνάγκη νὰ χαμηλώσουν τὴν γέφυραν καὶ ν᾿ ἀνοίξουν τὰς πύλας τοῦ φρουρίου.

Ἡ Σεραϊνὼ ἤνοιξε τὴν θύραν εἰς τὸ πρῶτον κροῦσμα, ἐστάθη σταθερά, ὑπομειδιῶσα καὶ τοὺς ηὐχήθη:

- Στερεωμένοι! καλοῤῥίζικοι! μὲ γυιούς, Κουμπή...

- Πῶς ξέρεις;

- Ἦρθ᾿ ἕνα πουλάκι καὶ μοὖπε.

Ἐστράφη πρὸς τὴν Λελούδαν.

- Νά πάρω τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιοῦ σου, νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ ἀπόψε;

Ἡ Λελούδα κατένευσε δακρύουσα. Εἶτα ἐπρόφερε:

- Νά μὲ σχωρέσῃς!

- Σχωρεμένη καὶ βλοημένη νἆσαι, εἶπεν ἐν ἐγκαρτερήσει ἡ πρώην Κουμπίνα.

Τὴν ἐπαύριον πρωὶ ὁ Κουμπής, καθὼς ἐξῆλθε διερχόμενος πρὸ τῆς θύρας τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου, ἔκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε:

- Σεραϊνὼ (ἔπαυσε πλέον νὰ τὴν ὀνομάζῃ Κουμπίνα), πάρε τὰ ῥοῦχα σου, τὰ εἴδη σου, τ᾿ ἀτομικά σου, πάρε καὶ κάμποσα δικά μου, ὅσα θέλεις, καὶ σῦρε νὰ καθίσῃς στὸ σπίτι τὸ δικό σου, ἐκεῖ στὸ Πρεγάδι. Θὰ στείλω μαστόρους νὰ τὸ μερεμετίσουν, ὅ,τι χρειάζεται, σήμερα. Καὶ σὲ παρακαλῶ, ὅσο μπορεῖς, νὰ τἄχῃς καλὰ μὲ τὴν Κουμπίνα.

- Ἐγὼ θὰ τἄχω καλὰ μὲ τὴν νέαν Κουμπίνα, ὅπως τὰ εἶχα καὶ μὲ τὴν Λελούδα, ἀπήντησεν ἡ ἁπλῆ ψυχή.

 Καὶ σὲ περικαλῶ, Κουμπή, νὰ μ᾿ ἀφήσῃς νὰ καθίσω στὸ σπίτι σου, νὰ σοῦ ἀνατρέφω τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ κάμῃς.

- Καλά, ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει νὰ φέρνεσαι ἔτσι, ἁγία ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ, ὁ σκληρός, τὴν συγκίνησίν του.

Ἔκτοτε ὁ Κουμπὴς Νικολάου ὠνομάσθη ἀπ᾿ ὅλον τὸ χωρίον Καραχμέτης, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Τούρκου ναυάρχου, κι οἱ ἀπόγονοί του ὀνομάζονται μέχρι σήμερον Καραχμεταῖοι.

Διότι ἔτεκεν ἡ Λελούδα, καὶ ἡ Σεραΐνα ἀνέθρεψε, τὸν Κονόμον (Ἀλέξανδρον), τὸν Μόσκοβον, τὸν Γεώργιον, τὸν Θωμᾶν καὶ ἄλλας τόσας θυγατέρας.

Ὀλίγους μῆνας μετὰ τὸν γάμον, ἡ Λελούδα ἔκαμεν ἓν φοβερὸν λάθος, λίαν ἐπικίνδυνον. Ἦτο μεγάλη ἑορτή, τῶν Βαΐων, κι ὁ Κουμπὴς ἐξύπνησε λίαν πρωί, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Χριστόν, νὰ λειτουργηθῇ.

Ἡ νέα Κουμπίνα τοῦ εἶχε παραθέσει ἐπὶ τοῦ καναπὲ τὰ φορέματά του, διὰ ν᾿ ἀλλάξῃ, ἀλλ᾿ ἐπάνω εἰς τὴν βίαν καὶ τὸν φανατισμόν της, ἐπειδὴ ἐπτοεῖτο καὶ τὰ ἔχανεν εἰς τὰς φωνὰς καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Κουμπή, ἀντὶ νὰ βάλῃ ποκάμισον τοῦ Κουμπή, τὸ ὁποῖον ἦτο μεταξωτὸν καὶ μὲ πλατείας κεντητὰς χειρίδας, ὅπως ἐσυνήθιζον τότε οἱ πρόκριτοι [οἱ δημογέροντες], ἔβαλεν ὑποκάμισον χρυσοκέντητον ἰδικόν της.

Ὁ Κουμπὴς τὸ ἐφόρεσεν εἰς τὸ θαμπερὸν τῆς αὐγῆς καὶ εἰς τὸ τρέμον φῶς τοῦ κανδηλίου, (μὲ ὑπναλέα ἀκόμη ὄμματα), ἐφόρεσε τὸ πανωβράκι, τὸ λαχωρὸ ζωνάρι καὶ τὴν βελουδένιαν τζάκαν του, καὶ ἐξῆλθεν.

Ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, οἱ προεστοὶ γύρω, στὸν χορόν, εἶδον τὸ λάθος. Ἐκοίταξαν τὸ γυναικεῖον ὑποκάμισον τοῦ Κουμπή, καί τινες ὑπεψιθύρισαν, κι ἐδάγκασαν τὰ χείλη των, διὰ νὰ μὴ μειδιάσουν.

Ὁ Κουμπὴς τὸ ἐστοχάσθη. Ἐκοίταξε καλὰ τὸ ἴδιον στῆθος καὶ τὸν κορμὸν καὶ τὰς χεῖρας του καὶ τὸ ἀνεκάλυψεν.

Ἐξῆλθε δρομαίως. Ἐφρύαξε κι ἔτρεξε μὲ σκοπὸν καὶ ἀπόφασιν νὰ σκοτώσῃ τὴν Λελούδαν.

Αἱ δύο γυναῖκες εἶχον ἐνδυθῆ. Ἐφόρεσαν ἡ παλαιὰ Κουμπίνα τὰ σεμνὰ καὶ ταπεινά της, κι ἡ νέα τὰ νυφιάτικα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχε φορέσει στὸν γάμο της, κι ἦσαν ἕτοιμαι νὰ ἐξέλθωσι, διὰ τὴν ἐκκλησίαν.

Μὲ ἓν βλέμμα ἡ Σεραΐνα ἐνόησεν ἅμα εἶδε τὸν Κουμπήν.

Οὗτος ἐσήκωσεν ἤδη τὴν χονδρὴν καὶ σιδεροκέφαλον ῥάβδον του ἐνάντιον τῆς Λελούδας:

- Παλιοβρώμα!...

Ἡ Σεραΐνα ἔπεσεν ἐπάνω στὴν ῥάβδον, εἰς τὰ γόνατά του, εἰς τοὺς πόδας του.

- Ἔλεος, Κουμπή, ἔλεος! Δὲν τὸ ἤθελεν ἡ καημένη. Λάθος ἔκαμε, ἐπάνω στὴ βία της, στὴ σαστιμάρα της. Δὲν ἐπῆρε ἀκόμη τὰ χούϊα σου, τὰ συστήματά σου, Κουμπή.

Σχώρεσέ την γιὰ πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Ἔλεος, Κουμπή μου, ἔλεος!

Ὁ Κουμπὴς ἐκάμφθη.

Ἡ Σεραΐνα ἐπέζησε δέκα ἢ δώδεκα ἔτη, ὅσα ἤρκουν διὰ ν᾿ ἀναθρέψῃ τὰ τέκνα τοῦ Κουμπή. Ἀνεπαύθη κι ἐτάφη ἔξωθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, σιμὰ εἰς τὴν πελωρίαν κοκκινομορέαν καὶ παρακάτω ἀπὸ τὸν τεράστιον σχοῖνον, κυρτὸν ἐν εἴδει καλύβης καὶ ἀποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὴν ὡραίαν καὶ τόσον ζωηρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τὴν ἐπὶ τοῦ ἀνωφλίου τοῦ ναοῦ.

Ὅταν ἐπῆγαν μετὰ τρία ἔτη νὰ σκάψουν διὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων της, λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωμα ὡς βασιλικοῦ, μόσχου καὶ ῥόδου ἅμα, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς μυκτῆρας τοῦ ἱερέως, τοῦ σκάπτοντας ἐργάτου, τῆς Λελούδας καὶ δύο ἄλλων παρισταμένων γυναικῶν.

Τὰ κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει.

(1909)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


-----------------------------------------------------------------------------

Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη ἢ Τὸ συναξάρι μίας ἁγίας συζύγου
(σχόλια)


Ἄν μοῦ ζητοῦσαν νὰ δώοω μὲ δύο λέξεις τὸ νόημα καὶ τὸ μήνυμα τοῦ διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὁ Γάμος τοῦ Καραχμέτη», θὰ ἔλεγα ὅτι τὸ διήγημα αὐτὸ εἶναι τὸ συναξάρι μίας Ἁγίας Συζύγου.

Τοῦτο ὅμως μὲ ὑποχρεώνει νὰ δώσω μίαν ἐξήγηση τοῦ ὅρου «συναξάρι».

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκεται διατυπωμένη στὶς Γραφὲς καὶ στὰ κείμενα τῶν Πατέρων.
Αὐτὴ ἡ διδασκαλία, ὅμως, ὅσο κι ἂν εἶναι τέλεια διατυπωμένη, θὰ ἐκινδύνευε νὰ παραμείνει ἀνενέργητη ὑψηλὴ θεωρία, ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων, ποῦ μᾶς δείχνουν τὸν τρόπο - ἢ μᾶλλον τὴν ἀπέραντη ποικιλία τῶν τρόπων- καθὼς καὶ τὸ μέτρο, κατὰ τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατὸν νὰ βιωθεῖ ἡ διδασκαλία αὐτή.

Αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς τρόπους κι αὐτὸ τὸ μέτρο τὰ βρίσκουμε στὶς γραπτὲς διηγήσεις γιὰ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ποῦ ἀποτελοῦν τὰ συναξάρια.

Ἀλλὰ ἕνα συναξάρι δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ βιογραφία, ὅπως ἀκριβῶς μία βυζαντινὴ εἰκόνα ἑνὸς Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ πορτραῖτο του.

Τὸ συναξάρι εἶναι μία διήγηση ποῦ προσπαθεῖ νὰ μᾶς κάνει καταληπτὸ τὸ πέρασμα ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωὴ στὴ ζωὴ τῆς ἁγιότητας, τὴ μεταμόρφωση τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» σὲ ἄνθρωπο ποῦ μετέχει ἀπὸ τώρα στὴν «καινὴ κτίση».

Τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων, παρὰ τὸ ἁπλοϊκό τους ὕφος, κλείνουν τόσο βάθος καὶ τόση ἀληθινὴ σοφία, ὥστε διαβάζοντας τὰ νοιώθει κανεὶς τὴ δροσιὰ τοῦ Θαβώρειου Ὄρους καὶ τὶς ἀνταύγειες τοῦ φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως.


Ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα αὐτὸ εἶχα κι ἐγὼ ὅταν διάβασα τὸ διήγημα «Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη», γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ χαρακτήρισα αὐθόρμητα σὰν συναξάρι, μία καὶ ἀναφέρεται σὲ πρόσωπα ποὺ ἔζησαν πραγματικά.

Τὸ διήγημα κινεῖται σὲ δύο διαφορετικὰ ἐπίπεδα. Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτά, στὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἢ μορφὴ τοῦ Κουμπῆ, εἶναι τὸ ἐπίπεδο τοῦ «φυσικοῦ κόσμου», ὅπως διαμορφώθηκε μετὰ τὴν Πτώση.

Ὁ Κουμπὴς εἶναι ὁ «φυσικὸς ἄνθρωπος», ποῦ κινεῖται ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία σ ἕναν ἀπελπισμένο ἀγώνα ἐπιβίωσης: πασχίζει ν᾿ ἀποχτήσει παιδιά, νὰ ἐξασφαλίσει αὐτὴ τὴ δυναμικὴ ἔκφραση ἀθανασίας, παρατείνοντας τὴ βιολογική του συνέχεια πάνω στὴ γῆ.

Γνώριμα σχήματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι οἱ διάφοροι κοινωνικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ θεσμοί, οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες», ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν ἐξόριστο ἄνθρωπο σὰν ἐφόδια, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει στὴν περιπλάνησή του μέσα στὴν ἔρημό της ζωῆς, ἄλλα καὶ σὰν βοήθεια γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Ὁ Κουμπὴς τρέφει βαθύτατο σεβασμὸ στὰ θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ σχήματα: τρέμει τὴν καταδίκη τοῦ μοιχοῦ, ἀπορρίπτει τὴν παράνομη συμβίωση, κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία του κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα κάποιας νομιμότητας.

Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν τὸν σώζουν, γιατὶ αὐτονομεῖ τὴν ἐπιθυμία του, καὶ ἡ αὐτονομία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στὸ θάνατο.

Ἡ ἐτυμηγορία τοῦ χωρίου, δηλαδὴ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι κατηγορηματική:

 «Ἔκτοτε ὁ Κουμπὴς ὠνομάσθη ἀπ᾿ ὅλον τὸ χωρίον Καραχμέτης...»

Τὸ ὄνομα Καραχμέτης εἶναι τούρκικο, μὴ χριστιανικό. Ἢ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολική, σημαίνει ὅτι ἡ κοινότητα δὲν τὸν δέχεται πιὰ σὰν οἰκεῖο πρόσωπο καὶ τὸν εἰδοποιεῖ ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχὴ μέσα στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ δρόμος πρὸς τὴ Ζωή.

Γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ ἄλλο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ Σεραϊνώ, πρέπει νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ κάθε προσπάθεια ψυχολογικῆς ἑρμηνείας καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὸ φράγμα τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν καὶ τῆς συμβατικῆς θρησκευτικότητας.

Ἡ Σεραϊνὼ ζεϊ βέβαια μέσα στὸ φυσικὸ κόσμο, ἄλλα ὁ τρόπος ποὺ ζεῖ δὲν εἶναι «τοῦ κόσμου τούτου». Ζεῖ μέσα στὰ ἴδια κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ σχήματα ὅπως καὶ ὁ Κουμπής, χρησιμοποιεῖ τοὺς ἴδιους «δερμάτινους χιτῶνες», ὄχι ὅμως αὐτονομημένους, ἀλλὰ ὡς μέσα πορείας πρὸς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή.

Τὸ βασικὸ κίνητρο στὴ σχέση της μὲ τὸν Κουμπὴ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία, ἄλλα ἡ βίωση τοῦ γάμου στὴ μυστηριακὴ μορφή του, ὅπως τὸν παραδίδει ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ Κουμπὴς εἶναι ὁ σύζυγός της καὶ ὑποτάσσεται σ αὐτὸν «ὥσπερ ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ».
Αὐτὴ ἡ μεταμορφωμένη συζυγία ἔχει πάρει τὴ θέση τοῦ φυσικοῦ νόμου στὴ ζωή της.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ζεῖ τὴν ἐκπληκτικὴ γαμήλια σχέση τῆς τόσο ἁπλὰ καὶ τόσο φυσικά, ὅπως ἀναπνέει ἢ περπατάει.

Μία τέτοια σχέση εἶναι ἀκατάλυτη, κανένα γεγονὸς καὶ κανένας νόμος δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὴν κλονίσει:

ἡ εἴσοδος τῆς Λελούδας μόλις ἀγγίζει τὴ Σεραϊνώ, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἁπλὸ ἐπεισόδιο στὴ ζωή της, τὸ θεωρεῖ φυσικὸ καὶ αὐτονόητο νὰ μείνει κοντὰ στὸν ἄντρα της, νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιά του.

Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία πράξη αὐτοθυσίας, ἀλλὰ γιὰ μία βίωση τῆς ὑποταγῆς στὸν ὑπέρτατο βαθμό, «ἐν παντί», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος.

Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ὅμως δὲν τὴν ἐκμηδενίζει ἀλλὰ τὴν ἐξαγιάζει καὶ τὴ δοξάζει.

Ἡ πρώτη ἀναγνώριση τῆς ἁγιωσύνης της γίνεται ἀπὸ τὸν Κουμπή, σ᾿ ἕνα στιγμιαῖο φωτισμό του:

«Ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει καὶ φέρεσαι ἔτσι, ἅγια ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ συγκρατήσει ὁ σκληρὸς τὴν συγκινησίν του».

 Μετὰ τὸ θάνατό της ἡ εὐωδία τῶν λειψάνων της- σημεῖο ὑπερνίκησης τῆς φθορᾶς ἤδη ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν αἰώνα- ἀναγγέλλει τὴν ἁγιότητά της σὲ ὅλους μας καὶ τὴν προβάλλει σὰν παρήγορη μαρτυρία γιὰ τὴ δυνατότητα ἐξαγιασμοῦ τοῦ βέβηλου κόσμου μας.



Πρεσβείαις, Κύριε, τῆς Ἁγίας Σεραϊνῶς καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων Συζύγων ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τάσος Ζαννής, περιοδικὸ Σύναξη τ.26

http://orthodoxigynaika.blogspot.com/2010/02/blog-post_5867.html

--------------------------------------------------------------------------------

Στὸ διήγημα αὐτὸ μία γυναίκα δέχεται μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες τὴ νέα γυναίκα τοῦ ἄνδρα της καὶ τὴν φέρνει μέσα στὸ σπίτι. Καὶ κάθεται καὶ ἀνατρέφει τὰ παιδιά της.

Καὶ ὅταν κάποια μέρα αὐτὴ σὰν ἀρχάρια- ἦταν καὶ ημίφως- ἔκανε λάθος, καὶ τὸ πρωὶ ἔβγαλε δικό της πουκάμισο, ἀπὸ τὰ κεντητά, νὰ τὸ φορέσῃ ὁ ἄντρας της ἀντὶ γιὰ τὸ δικό του, καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ γελοῦσαν οἱ ἄλλοι προεστοὶ μὲ τὸ πουκάμισο ποὺ φοροῦσε -τῆς γυναίκας του-, γύρισε πίσω ἕτοιμος νὰ τὴν χτυπήσει καὶ ἔπεσε ἐπάνω του καὶ τὸν μαλάκωσε ἡ πρώτη γυναίκα του ποὺ εἶχε μείνει σὰν ὑπερέτρια.

«Μή, ἔλεος Κουμπή μου, δὲν τό ῾ξερε».
Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶχε δύναμη νὰ γίνῃ μάρτυρας. Ποιὸς εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος θὰ σταθῇ ἀπέναντί της καὶ θὰ τῆς πῇ:
«Μὴν προχωρῇς περισσότερο, σταμάτα μέχρι ἐκεῖ, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν ἀνταποκρίνεται». Αὐτὴ εἶχε τὴ δύναμη νὰ γίνῃ μάρτυρας.

Φαινομενικὰ ἐπικράτησε τὸ δίκαιο τοῦ ἄντρα της. Πῆρε δεύτερη γυναίκα προχώρησε, καὶ ἐκείνη ἔμεινε στὸ περιθώριο.

Ἀλλὰ αὐτὴ ὅταν ἔβγαλαν τὰ ὀστᾶ της μετὰ τὸ θάνατό της, εἶχε μυροβλύσει.

Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ πῇ σὲ κάποιον «μὴ γίνῃς μάρτυρας» ἂν ἔχῃ τὴ δυνατότητα καὶ τὸ μπορῇ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας» τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ


http://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?f=18&t=7984&start=0