(επανάληψη από https://salograia.blogspot.com/2009/08/blog-post_4814.html )
Ένα απο τα πράγματα που με ενοχλούνε αφάνταστα, είναι να με ρωτάνε μόλις μπαίνει το καλοκαίρι,
π ο ύ θα πάω διακοπές.
-Μανδάμ!
Γιατί με ρωτάτε π ο ύ θα πάω διακοπές και δεν με ρωτάτε, ά ν θα πάω διακοπές;
Και για να είμαι πάλι ειλικρινής μέχρι αηδίας -όπως το συνηθίζω- και αυτό το ά ν,
πάλι στο στομάχι, μού κάθεται.
Τέλος πάντων, αφού έ π ρ ε π ε να πάω διακοπές, ήθελα -δεν ήθελα,
το είχα ανάγκη- δεν το είχα ανάγκη, είχα λεφτά- δεν είχα λεφτά-
προκειμένου να μη νιώθω τελείως ουφάκλα,ρε παιδί μου-κοίταξα έναν Οδηγό με υπέροχους προορισμούς, άνοιξα σε κάποια σελίδα κάπου στην Πελοπόννησο, και έκλεισα απο τηλεφώνου,
ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, με το όνομα ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
Η μαγεία των λέξεων, φιλάρα αναγνώστα.
Η μαγεία των λέξεων!
Διαλέγεις ωραία ονόματα και
σκέφτεσαι υποσυνείδητα:
-Δεν μπορεί!
Αφού διαλέγω Hotel ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, παραδεισένια θα τα περάσω.
-Χα!
Και ξανά:
-Χά!
Για να μη σε ζαλίζω,μακρηγορώντας, την Κυριακή 2 Αυγούστου, ώρα 7 το απόγευμα,
έφτασα στο Παράλιο μέρος (στο Άστρος πιο συγκεκριμένα) και μπήκα με τα μπαγκάζια
στο δωμάτιο του "ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ".
Δεν πρόλαβα,όμως,ούτε ανάσα να πάρω, ούτε να ακουμπήσω καλά -καλά τη βαλίτσα,
και χτύπησε το κινητό.
Ήταν ο Στέφανος.
-Μάνα, πριν απο λίγη ώρα, τηλεφώνησε ο παππούς και είπε ότι
Επιστρέψτε αμέσως για την κηδεία!
......................
Το πιστεύεις το σκηνικό;
Μου φάνηκε απερίγραπτο!
Έκανα μεταβολή πάραυτα και ψυχρά και αδάκρυτα (κατά το φαινόμενο)
ανακοίνωσα στον ξενοδόχο:
-Συγνώμη για την ακύρωση, να σας πληρώσω το αποψινό βράδυ, παρότι δεν θα μείνω,
ξέρετε, πέθανε η μητέρα μου, και πρέπει να φύγω!
Ο ευγενικός άνθρωπος-με πίστεψε;δεν με πίστεψε;-πάντως έδειξε κατανόηση.
Πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Έτυχε να είναι στο c.d. του αυτοκινήτου το Amarantine της Enya
Μίλαγε για μακρινά ταξίδια στο σκοτάδι, για αποχαιρετισμούς, για γενναίες ψυχές...
Και γιατί τρέχαν ποτάμι τα δάκρυα;
Αφού το ήξερα ότι η μάνα μου ήταν ετοιμόρροπη εδώ και κάτι χρόνια.
Αφού είχα εκλογικεύσει πλήρως την κατάσταση.
Εντάξει.
Έκλεισε τον κύκλο της η γυναίκα, εντάξει κανένας δεν μένει αιώνια,
εντάξει, μια ζωή
βριζόμασταν μάνα και κόρη, μα γιατί τρέχαν ποτάμι τα δάκρυα;
Τα συναισθήματα, ούτε εξηγούνται, ούτε και περιγράφονται.
Και μόνο όποιος θρήνησε για μάνα, μπορεί να το καταλάβει...
Κατά τις 11 το βράδυ, επιστρέφοντας στην Πάτρα, ξαφνικά το αυτοκίνητο, σαν να έπαθε έμφραγμα.
Κάπως κλώτσησε, και ...κοκκάλωσε.
Μέσα στη μέση του δρόμου.
Κοκκάλωσε και αυτό σαν την καρδιά της μάνας μου.
Μπορεί η ψυχή να νεκρώνει με την οδύνη της, και τα άψυχα σίδερα;
Τίποτα πια δεν μου μοιάζει παράξενο...
Πήγαμε στο χωριό με ταξί, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.
Εκείνη Αναπαυόταν στη σάλα...
Τι ωραία που ήταν η Αγάπη μου!
Κανείς δεν ήξερε πως ήταν τόσο ωραία, με τα χιονάκια στα μαλλιά,
με τις ρυτίδες από τη Γαλήνη της Επίσημης Ώρας, σβησμένες...
Της έκανα παρέα,ανάβοντας όλη νύχτα, αγνό κερί στο πλάι της,
μιλώντας της,
για τελευταία φορά, μέχρι να ξημερώσει.
Όλο το βίο μου μαζί της, θυμήθηκα, το πιστεύεις;
Ενιωθα σαν πεντάχρονο
Το πιστεύεις;
Και όλο έκλαιγα.
Μα γιατί τρέχαν τα μάτια, σαν ήρεμη βροχή του φθινόπωρου;
Είχα τόσο καιρό, τόσο καλά, προετοιμαστεί με τις λογικές μου, για την επικείμενη
Κοίμησή της...
-Ξεκουράσου τώρα, Μανούλα...
Ποτέ στη ζωή σου δεν έκανες διακοπές.
Νομίζω πως θα το γλεντάς τώρα, στο Ουράνιο Ξενοδοχείον o ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ!
Ελπίζω-με τις ευχές σου- να σε ξανάβρω!
Σαλογραία
(κατά κόσμον Ευαν. Παναγοπούλου-Κουτσούκου)