Λατρεμένο μου
μια Κυριακή πρωί, πριν καιρό, ξεκίνησα όλο φούρκα,
με μύριες εσωτερικές αντιστάσεις
να πάω στη θεία λειτουργία, όπως συνήθως.
Δεν ήθελα να εκκλησιαστώ.
Με την καμία δεν ήθελα!
Μου φταίγαν κάποια εν τη ενορία πρόσωπα
που με είχαν κατάφωρα αδικήσει με τον τρόπο τους
και δεν ήθελα να πάω να προσευχηθώ,
για να μη δώ τα μούτρα τους
και αποκτήσω... υπέρταση!
-Στην ηλικία σου,
αυτά πρέπει ποοολύ να τα προσέχεις,
μωρή τρελόγρια.
Στην ηλικία σου, απαραιτητότατον
να αποφεύγεις εριστικούς τύπους και στόκους παπάδες,
όπως ο διάολος το λιβάνι!
-Α! Για άκο δώ! μη μου πουλάς, εμένα, εξυπνάδες!
Καλύτερα από του λόγου σου, αυτά τα γνωρίζω!
-Λοιπόν; για συνέχισε... πήγες σμπρώχνοντας πάλι
και με τα χίλια στανιά, για εκκλησιασμό.
Μου τα έχεις περιγράψει
αυτά τα χρόνια ζόρια σε παλαιότερη ανάρτηση.
Και τι έγινε εκείνη τη μέρα, συγκεκριμένα;
-Εκείνο το πρωινό συγκεκριμένα, φύσαγα και ξεφύσαγα,
από τα πολλά νεύρα μου.
Από την φοβερή εσωτερική αίσθηση μιας αδικίας
που με έκανε να θέλω να αρπάξω κάποιες φάτσες
από τα λιγδωμένα μαλλιά (μπορεί και απ' τα γένεια)
και να τους κατεβάσω τη μούρη στο πάτωμα!
-Είσαι τόσο μπρατσαρού, γριά κάργια;
Καλέ δε σου το 'χα!
-Να λείπουν οι ειρωνείες, μανδάμ!
Δεν έχεις ακούσει που άμα διαολιστεί πολύ μια γυναίκα
και πέντε άντρες δεν μπορούνε να την κάνουνε ζάφτι;
-Το έχω ακούσει. Παρακάτω.
Στο δια ταύτα!
-Θα σου πω. Μη βιάζεσαι.
"Αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι,
αγάλια αγάλια η κοπελιά, το θέλει το κοπέλι"!
.................
Έχω λοιπόν, στο μη περαιτέρω τα νεύρα τσατάλια,
διότι το δίκιο μου, κάποιοι
μου το τσαλαπατάνε ασύστολα και μακροχρονίως.
Αυτό το δίκιο μου
που σε "χριστιανούς" και "πνευματικούς" ανθρώπους,
θα 'πρεπε κατεξοχήν να το βρω,
και το οποίον ποτέ δεν το βρίσκω-για Όνομα!
..............................................................................................................................
(να παρενθέσω εδώ, ίσως χρειάζεται, το έχω ξαναδηλώσει
ότι με όλους τους αδιάφορους για την Ορθόδοξη Εκκλησία, πλην καλλιεργημένους ανθρώπους, συγγενείς, φίλους, γνωστούς συνεργάτες στα σχολεία, και μαθητές μου επί δεκαετίες, ποτέ μου καμία αντιπάθεια και πρόβλημα δεν απέκτησα,
όλως το αντίθετο, θα τολμούσα να είπω...
Δόξα στον Κύριο!)
......................................................................................................................
.........................................................................................................................................
Από την πολλή, λοιπόν, σύγχυση,
αποφάσισα να βγω έξω από το ναό,
πριν τελειώσει η θεία λειτουργία, να πάρω μια στάλα αέρα.
Να μη πλαντάξω από τις αγανακτισμένες μου σκέψεις.
(Να "μη μόρτει γιε μου, θάνατος,
μη μόρτει γιε μου αρρώστια",
που λέει και το τραγούδι.)
Και βγήκα.
Δυο λεφτά μετά από μένα,
ξεπρόβαλε συμπτωματικά, έξω από την κεντρική είσοδο του ναού
και ένας αγωνιστής ενορίτης, ο Μιχάλης Ζ., ο ξυλουργός.
Καλός άνθρωπος ο Μιχάλης.
Εντιμότατος. Οικογενειάρχης, με κάμποσα παιδιά και τεχνίτης άριστος.
Στην παιδική του ηλικία, εκτός των άλλων,
ήξερε να φτιάχνει και σούπερ παγίδες,
για να τσακώνει ανυποψίαστα, χαβαλεδιάρικα σπουργιτάκια.
Μόλις καπάκωνε τα μικρά πουλιά, όλο χαρά, τα πήγαινε τρέχοντας στη μανούλα του. Εκείνη, τα σουρομάδαγε, τα ζεμάταγε σε καυτό νερό και τα τηγάνιζε πρόθυμα σε τσιτσιριστό, χρυσαφένιο λάδι. Έτσι ο πιτσιρικάς Μιχάλης, σε λίγο, ευφραινόμενος, μασούλαγε πεντανόστιμες σπουργιτομπουκίτσες- της ώρας!
-Αξέχαστες, παιδικές μνήμες!
Ο Μιχάλης μπορεί να μην πήγε πολλές τάξεις σχολείο, ένεκα η... παλιοκενωνία που δε δίνει σε όλους τις ίδιες ευκαιρίες, διότι έπρεπε από νωρίς να βγει στη σκληρή βιοπάλη, όμως, διαθέτει μυαλό ξουράφι μοναχό!
Δεν τον έχει μόνο για ομορφιά τον εγκέφαλό του,
σαν κάποιες κυράτσες -υποφαινόμενες- που γνωρίζω.
Το βάζει (το μυαλό λέμε!) και εργάζεται.
Του προσφέρει τροφή θεολογική.
Με την τροφή, το μυαλό "γκαστρώνεται" και γεννάει φωτισμένες ιδέες,
Λόγο Θεού, you know!
-I know!Για Όνομαα! - Αμάν προχώρησε!
-Μη σπας με την επιβράδυνση,
τα νεύρα του κουμπάρου σου- του Παναγιώτη!
............ -Λοιπόν, εκείνη τη μέρα, ο Μιχάλης,
ιδέα δεν είχε πόσο κόχλαζε της δικής μου ψυχής, ο εσώτερος λέβητας.
Δεν έδειχνα εξωτερικά τα συναισθήματά μου.
Απλά, ο Μιχάλης βγήκε έξω μετά από μένα.
Έτυχε.
-Υπάρχει τύχη, μωρή Σαλογραία;
-Μη με διακόπτεις, κυρία μου!
Και βέβαια δεν υπάρχει τύχη.
Μόνον θεία Πρόνοια υπάρχει!
Και μια και με είδε ο καλός άνθρωπος να κάθομαι έξω,
του ήρθε η ιδέα, να με ρωτήσει, έτσι στο ξαφνικό:
-Ξέρεις θεία Ευανθία μου(φριχτή ομοιοκαταληξία οι δυο λέξεις...)
γιατί πάμε στην Εκκλησία;
-Τι να σου πω τώρα;
Με βρίσκει απροετοίμαστη, θεολογικώς, η ερώτηση,
απάντησα.
-Άκου λοιπόν.
Νομίζω κακογραία μου,
ότι στην Εκκλησία πρέπει να πηγαίνουμε
εμείς οι χριστιανοί οι Ορθόδοξοι, όλων των εποχών,
για ένα και βασικότατο λόγο:
Στην Εκκλησία πρέπει να πηγαίνουμε
καθ' εκάστην Κυριακήν και εορτήν
πρώτον και κύριον
για να θυσιάσουμε το δίκιο μας!
-Για να θυσιάσουμε το δίκιο μας!
Έμεινα κάγκελο! Τόοσα κηρύγματα έχω ακούσει τόσα χρόνια!
Τόοσα αμέτρητα θεολογικά, βαθυστόχαστα βιβλία έχω διαβάσει,
αυτό το λόγο του Μιχάλη του ξυλουργού,
δεν τον είχα υποψιαστεί ή άσωτος γραία, ούτε εκ του μακρόθεν!
Εκείνη τη στιγμή, εν αγνοία του αδελφού
και όλων των άλλων, κι ενώ έβραζα μέσα μου,
από την καταπάτηση του δίκιου μου
-κοίτα τι τον φώτισε ο Θεός και ήρεμα,
δίχως ύφος πολύξερου διδάσκαλου
(που το απεχθάνομαι αυτό το... πολύξερο...
στις προσωπικές σχέσεις μεταξύ ενηλίκων),
μου επανέλαβε!
-Στην Εκκλησία
πρέπει να πηγαίνουμε
για να θυσιάζουμε
το Δίκιο μας!
-Μάλιστα!
Αυτή είναι η μόνη ευπρόσδεκτη θυσία,
κουφαλογάκι μου.
Αυτή τη θυσία, έδωσε σε μας
με το Προσωπικό Του παράδειγμα, ο ίδιος ο Κύριος.
Αν δεν πάμε σε κάθε Ορθόδοξη θεία λατρεία
για να θυσιάζουμε το δίκιο μας,
η προσευχή μας δεν γίνεται δεκτή
και εμείς είμαστε απλώς Φαρισαίοι,
κατέληξε ήρεμα ο Μιχάλης.
Έμεινα να τον κοιτάω σαν χάνος.
Ξαφνικά, σαν να άνοιξε ένα παράθυρο
μέσα στο κατασκότεινο δωμάτιο του μυαλού μου.
Ξαφνικά γέμισε φως, η ζοφώδης σκέψη μου.
-Τι είπε, βρε τώρα, ο άθρωπος!
Τι ρεσιτάλ θεολογίας
με δυο λέξεις μου έδωσε! ανανοήθηκα.
Και ντράπηκα βαθύτατα για τους κακούς,
(πλην απολύτως δικαιολογημένους, ανθρωπίνως),
λογισμούς μου..
Ο Μιχάλης ο ξυλουργός,
μετά αυτή την σύντομη κουβέντα, ήρεμος,
μειλίχιος όπως πάντα,
σιγά και ταπεινά
ξαναμπήκε στην εκκλησία.
Και η θεία λειτουργία...
που θεμέλιωσε
με την προσωπική, εκούσια Σταυρική Θυσία Του,
ο Ιησούς Χριστός,
ο Αρχαίος και πάντοτε Νέος Ξυλουργός,
ο Σωτήρας του Γένους των ανθρώπων,
εν ειρήνη
συνεχιζόταν...
Ευανθία η Σαλογραία
....................................................................................................
....................................................................................................
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου