Γράφει ο Μάριος Κουτσούκος
«Σε όλες τις εκκλησίες», λέει ο Aπόστολος Παύλος (Α’ Προς Κορινθίους 14:34), «οι γυναίκες σας να σιωπούν και να μην επιτρέπεται σε αυτές να μιλάνε αλλά μόνο να υποτάσσονται, όπως λέει ο [Μωσαϊκός] Νόμος». Και λίγο παρακάτω, στο στίχο 35, τονίζει ότι «αισχρόν γαρ εστί γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν».
«Σε όλες τις εκκλησίες», λέει ο Aπόστολος Παύλος (Α’ Προς Κορινθίους 14:34), «οι γυναίκες σας να σιωπούν και να μην επιτρέπεται σε αυτές να μιλάνε αλλά μόνο να υποτάσσονται, όπως λέει ο [Μωσαϊκός] Νόμος». Και λίγο παρακάτω, στο στίχο 35, τονίζει ότι «αισχρόν γαρ εστί γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν».
Τέτοιου είδους αφορισμοί συχνά σοκάρουν τις ευαισθησίες του σημερινού ανθρώπου, ακόμα και του χριστιανού. Οι καλοπροαίρετοι προτιμούν ν’ αποσιωπούν εδάφια σαν κι αυτά. Άλλοι, είτε λόγω έλλειψης περισσότερων γνώσεων είτε λόγω της δημοφιλούς τάσης προς αποδόμηση του Χριστιανισμού, καταγγέλλουν τον βαθύ μισογυνισμό του Παύλου και της Εκκλησίας εν γένει. Κάποιοι άλλοι, μικρόψυχοι και τυραννικοί χαρακτήρες, στηρίζουν επάνω σε λόγια σαν κι αυτά τη δική τους ανασφάλεια και ανεπάρκεια για να καταδυναστεύουν την ίδια τους τη γυναίκα, τον άνθρωπό τους δηλαδή, με «έγκριση απ’ τον Θεό».
Ο Πλίνιος ο νεότερος (61-113 μ.Χ.), ως κυβερνήτης της Βιθυνίας κατά την περίοδο του διωγμού των χριστιανών από τον αυτοκράτορα Τραϊανό, γράφει (Epist. 10, 96) ότι για ν’ αποσπάσει πληροφορίες, μάταια υπέβαλε σε βασανιστήρια δύο γυναίκες σκλάβες, χριστιανές, «οι οποίες ήταν διακόνισσες (ministrae)».
Αν και στους Αποστολικούς Κανόνες απαγορεύεται ρητά στις γυναίκας να πρωτοστατούν και να στέκονται κατά την διάρκεια της προσευχής στην εκκλησία (24:1–8), στις κατακόμβες της Ρώμης συχνά συναντάμε γυναικείες μορφές στις τοιχογραφίες που κοσμούσαν τα πρώτα αυτά άδυτα των Χριστιανικών μυστηρίων: οι γυναίκες αυτές κυριαρχούν στο μέσο της παράστασης και έχουν χέρια υψωμένα σε στάση δέησης. Σ’ ένα μωσαϊκό, στη βασιλική του αγίου Πραξίδη (Basilica Sanctae Praxedis ή Santa Prassede σήμερα) στη Ρώμη, συναντάμε μια γυναίκα να φέρει τετράγωνο, γαλάζιο φωτοστέφανο – σύμβολο του ιερατικού της βαθμού μέσα στην Εκκλησία καθώς επίσης και του γεγονότος ότι ήταν εν ζωή όταν εκπονήθηκε το εν λόγω μωσαϊκό.
Και αυτές οι γυναίκες, οι πιο άξιες αγάπης, ήταν και οι πιο δύσκολες ν’ αγαπήσει κάποιος που δεν πίστευε με την ίδια δύναμη ψυχής όπως εκείνες. Όπως γράφει ο Τερτυλλιανός (Ad uxuorem, 4): «ποιός άραγε, κατά την περίοδο του Πάσχα, είναι διατεθειμένος ν’ ανεχθεί σιωπηλά την απουσία της γυναίκας του απ’ το πλάι του όλα τα βράδια;»
πηγή: Μάριος Κουτσούκος -http://artion-news.gr
Ποιος ήταν, όμως, αλήθεια ο ρόλος και η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία των δύο πρώτων αιώνων, όταν ο Χριστιανισμός αποτελούσε ακόμα μυητική μυστηριακή αδελφότητα, όταν το ποτάμι του κυλούσε ακόμα καθάριο κοντά στην πηγή, προτού εισαχθούν τα «λιμνάζοντα» στοιχεία του καισαροπαπισμού, από τον 4ου αιώνα και ύστερα;
Αυτό είναι ένα ζήτημα που αξίζει να προσεγγίσουμε θαρραλέα, δίχως παρωπίδες δογματισμού, πάντοτε μέσα από τις πηγές και μαρτυρίες του ιστορικού αρχείου.
Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του (κεφ. ιστ' στιχ. 7), στέλνει χαιρετισμούς στον Ανδρόνικο και την Ιουνία, οι οποίοι ήταν «διακεκριμένοι μεταξύ των αποστόλων» και είχαν φυλακισθεί μαζί με τον Παύλο. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344- 407 μ.Χ.), μιλώντας γι’ αυτή την Ιουνία, σχολιάζει: «Πραγματικά, το να είναι κανείς Απόστολος αποτελεί μεγάλη τιμή – όμως το να είναι κανείς διακεκριμένος ανάμεσα στους αποστόλους; Μονάχα σκεφτείτε τί εγκώμιο ύψιστο αποτελεί αυτό. Ω, πόσο μεγάλη η πίστη και αφοσίωση [«φιλοσοφία», στο πρωτότυπο] αυτής της γυναίκας ώστε να κριθεί άξια να λάβει τον τίτλο του Αποστόλου!» (Ιωαν. Χρυς., «Ομιλία 31 για την Προς Ρωμαίους επιστολή»].
Πάλι, στην ίδια επιστολή του Παύλου [Προς Ρωμ] (κεφ.16:στ.1), γίνεται λόγος για μια Φοίβη η οποία αποκαλείται «διάκονος της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς». Στην χριστιανική γραμματεία των πρώτων αιώνων η λέξη «διάκονος» έχει την έννοια «αυτού που ιερουργεί κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας». Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος για τον εαυτό του: «εγενόμην εγώ Παύλος διάκονος» (Προς Κολασσαείς, 1:23).
Ο Πλίνιος ο νεότερος (61-113 μ.Χ.), ως κυβερνήτης της Βιθυνίας κατά την περίοδο του διωγμού των χριστιανών από τον αυτοκράτορα Τραϊανό, γράφει (Epist. 10, 96) ότι για ν’ αποσπάσει πληροφορίες, μάταια υπέβαλε σε βασανιστήρια δύο γυναίκες σκλάβες, χριστιανές, «οι οποίες ήταν διακόνισσες (ministrae)».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329-390 μ.Χ.), σε μια του παρηγορητική επιστολή, γράφει το επικήδειο εγκώμιο μιας γυναίκας, ονόματι Θεοσέβειας : «το καμάρι της Εκκλησίας και το στολίδι του Χριστού […]. Η Θεοσέβεια, αληθινά μια ιεροπρεπής μορφή, συνεργάτιδα ενός ιερέα, τιμημένη και άξια στο να τελεί τα μεγάλα μυστήρια» (Epist. CXCVII).
Αν και στους Αποστολικούς Κανόνες απαγορεύεται ρητά στις γυναίκας να πρωτοστατούν και να στέκονται κατά την διάρκεια της προσευχής στην εκκλησία (24:1–8), στις κατακόμβες της Ρώμης συχνά συναντάμε γυναικείες μορφές στις τοιχογραφίες που κοσμούσαν τα πρώτα αυτά άδυτα των Χριστιανικών μυστηρίων: οι γυναίκες αυτές κυριαρχούν στο μέσο της παράστασης και έχουν χέρια υψωμένα σε στάση δέησης. Σ’ ένα μωσαϊκό, στη βασιλική του αγίου Πραξίδη (Basilica Sanctae Praxedis ή Santa Prassede σήμερα) στη Ρώμη, συναντάμε μια γυναίκα να φέρει τετράγωνο, γαλάζιο φωτοστέφανο – σύμβολο του ιερατικού της βαθμού μέσα στην Εκκλησία καθώς επίσης και του γεγονότος ότι ήταν εν ζωή όταν εκπονήθηκε το εν λόγω μωσαϊκό.
Οι γυναίκες υπήρξαν από την πρώτη κιόλας στιγμή τα ακάματα πόδια του μηνύματος του Χριστού και τα παρηγορητικά χέρια της αγάπης του: από τις Μυροφόρες, που πρώτες εκείνες λαμβάνουν το μήνυμα της Ανάστασης, μέχρι όλα εκείνα τα έκθετα κορίτσια των πρώτων αιώνων, που τόσο συχνά οι δικοί τους παρατούσαν στα σκαλιά των εκκλησιών μόνο και μόνο επειδή εκείνα τα χρόνια το κορίτσι «κόστιζε» σε προίκα και δεν ήταν βιώσιμη λύση για μια φτωχή οικογένεια. Αργότερα, αυτά τα κορίτσια, μεγαλώνοντας μέσα στο Χριστιανισμό, γίνονταν πομποί όλης της αγάπης και της στοργής που στερήθηκαν από τους βιολογικούς τους γονείς.
Και αυτές οι γυναίκες, οι πιο άξιες αγάπης, ήταν και οι πιο δύσκολες ν’ αγαπήσει κάποιος που δεν πίστευε με την ίδια δύναμη ψυχής όπως εκείνες. Όπως γράφει ο Τερτυλλιανός (Ad uxuorem, 4): «ποιός άραγε, κατά την περίοδο του Πάσχα, είναι διατεθειμένος ν’ ανεχθεί σιωπηλά την απουσία της γυναίκας του απ’ το πλάι του όλα τα βράδια;»
πηγή: Μάριος Κουτσούκος -http://artion-news.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου