Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Αυτοί που πεθάνανε, πάει! πεθάνανε! Τι τα θέλουν τα κόλλυβα, τα πρόσφορα;


Φωτογραφία του Βασιλεύ Ουράνιε.

Αγαπημένο μου
αμαρτία εξομολογημένη, συγχωρείται, έτσι δεν είναι;

-Τα είπαμε! Συγχωρείται.
Τι θα μου ξεφουρνίσεις πάλι ψυχοσαββατιάτικα;

-Θα σου εξομολογηθώ με το χέρι στην κατσαρόλα, 
ότι πριν λίγα χρόνια, βαριόμουν μέχρι θανάτου
να βράσω λίγο σιτάρι για τις ψυχές των αποθανόντων, 
όπως συστήναν με γουρλωμένα μάτια
 οι ευλαβείς γραίες και οι φιλοπαραδοσιακοί παπάδες!
Όσο για το ζύμωμα πρόσφορου; 
Ούτε που μου πέρναγε από το νου! 

Ω ναι! θα το ξαναπώ: βαριόμουν μέχρι θανάτου!

Το ορθολογικό σκεπτικό μου ήταν πως αυτοί που πεθάνανε, πάει πεθάνανε,
πήγανε σε άλλη γη σε άλλα μέρη και  κανείς δεν τους βρίσκει και κανείς δεν τους ξέρει -παραφράζω  ένα παλιό λαϊκόν ασμάτιον- επομένως; επομένως  δεν σκοτίζονται πια για φαγητά κάθε είδους, άσε που ψιλοέτρεμα κρυφά,  μην κολλήσω και γω, κάποια, ας πούμε  ..θανατίλα αν ασχολιόμουν ενδελεχώς  με τέτοιες συνταγές ...νεκρώσιμες. 
Εντελώς απωθητική, μέχρι και  ....δρακουλιάρικη μου φαινόταν η σχετική φροντίδα...

- Χριστέ μου φύλαγε!

-Kατάλαβα.
-Δεν κατάλαβες ακόμη, αλλά θα καταλάβεις,
περίμενε  να φτιάξω ένα τσάι και σου ξανάρχομαι.

-Τι να κάνω; Θα περιμένω.
......................................................................................

-Εντάξει.  Έχουμε και λέμε : το σκηνικό ξετυλίχτηκε πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια και μου το αφηγήθηκε, την ίδια μέρα  που της  συνέβη, η συνάδελφος στο Γενικό Εσπερινό Λύκειο Πατρών, η Μαρία Σ.

Η Μαρία για να καταλάβεις είναι μια γλυκιά ψυχή (και σώμα γαλακτομπουρικέ επίσης) , κουλτουριάρα, αγαπησιάρα, φιλότιμη μέχρι το Θεό- τυχερά τα παιδιά που την είχαν δασκάλα, η κόρη της που την έχει μάνα και ο γαμπρός της που την έχει πεθερά- αλλά...με τα τυπικά της Ορθοδοξίας, πολλά νταραβέρια δεν επιθυμούσε να έχει. 

Σε  καλόψυχους και κουλτουριάρηδες ανθρώπους
αυτό συμβαίνει συχνά  και το  κατανοώ απολύτως.

Τώρα, δεν ξέρω πώς, παρόλα αυτά, μια  μέρα, έτσι στο ξαφνικό, της Μαρίας, της πρόεκυψε -σαν μια νοσταλγία ίσως απ' τα παλιά- η απόφαση να καθίσει και να ζυμώσει ένα πρόσφορο για τις ψυχές των αποθαμένων της ευρύτερης  οικογένειας. 

Ήταν κάτι που έβλεπε μικρή την μητέρα της να το κάνει και αποφάσισε και η ίδια, στην ώριμη πια ηλικία της,να μιμηθεί -έστω για μια φορά -την εν λόγω κίνηση, έτσι ρε παιδί, αν μη τι άλλο..."για το καλό" για το έθιμο!

Ανασκουμπώθηκε λοιπόν και ζύμωσε ένα πρόσφορο, μετά προσευχών "φανών και λαμπάδων", που λέει η κουβέντα  και Σάββατο απόγευμα, μαζί με ένα μπουκάλι νάμα, το έστειλε στον ενοριακό ναό της γειτονιάς της.  Έδωσε κι  ένα χαρτάκι πάνω στο οποίο είχε γράψει κάμποσα ονόματα απελθόντων εις τας αιωνίους μονάς, γονέων, θειάδων, ξαδελφών, παππούδων, γειτόνων, φίλων, όσων μπόρεσε να θυμηθεί, ώστε να τα διαβάσει ο ιερέας, την επόμενη το πρωί, στον όρθρο της Κυριακής, τότε που προσκομίζει...

Μέχρις εκεί  που  η Μαρία, έστειλε στο γειτονικό ενοριακό ναό το κοριτσάκι της, την Ελ. να πάει τυλιγμένο, σε φροντισμένη πετσέτα, το πρόσφορό της, όλα σεμνά και λογικά.

-Έτσι είναι μανδάμ! 
Σε καθαρή, λινή, φρεσκοσιδερωμένη  λευκή πετσέτα, 
πρέπει να το πας στο ναό το πρόσφορο, 
όχι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο που το πήγε κάποια γνωστή μου, 
ονόματα δεν θα πω για να μην την  κάνουμε δα και  "ρόμπα"  στα διαδίκτυα!

-Μη με διακόπτεις, γριά κουτσομπόλα! Σκορπάει ο νούς μου...
-Λοιπόν; και γιατί το τόσο συνηθισμένο σκηνικό για μας τους Ορθόδοξους, 
είναι άξιο να γίνει ποστάκι, την σήμερον;

-Εξ αιτίας της συνέχειας της ιστορίας.
-Ποια είναι η συνέχεια;

-Η ακόλουθη: Όπως προείπα,  η  φίλη και εξαιρετική συνάδελφος, Μαρία, πολλά νταραβέρια με παπάδες και ενορίες, απέφευγε να έχει, ίσως ένεκα και κάποιου τραυματικού σκηνικού με  ιερέα που πήγε να την εξομολογήσει στην παιδική της ηλικία -ετών 12 παρακαλώ- και ο οποίος ιερέας,  την έκανε να φρίξει με τον αψυχολόγητο τρόπο του. έτσι που  να βγει σοκαρισμένη η Μαρία από το εξομολογητήριο , δεν θα επεκταθώ, αυτό είναι άλλης ανάρτησης,  και ίσως αρμοδιότητας της Διώξης, επεισόδιο.
......................................................................................................................................
Εδώ πάλι να ανοίξω μια παρένθεση ( υπομονή!) και να γράψω ότι η Μαρία ανάμεσα σε πολλές άλλες φίλες συμπαθούσε και  μια φίλη Βέτα με την οποία όμως εκείνον τον καιρό και για μήνες πριν,  δεν τηλεφωνιόντουσαν καν,  είχαν ψιλοχαθεί, ξέρεις πώς γίνονται αυτά, σε όλους μας συμβαίνει. 
Κάπου μπλέκει ο ένας, κάπου ξεχνιέται ο άλλος και κάνουμε χρόνια και ζαμάνια  να επικοινωνήσουμε με πρόσωπα για τα οποία μπορεί να νιώθουμε τα καλύτερα. 
Η Βέτα, τυγχάνει των θετικών επιστημών εκλεκτή δασκάλα, με δημιουργικές δραστηριότητες ποικίλες ασχολούμενη, ακτιβίστρια μπορεί να την αποκαλούσαμε σήμερα, ακολουθώντας  τις ορολογίες της μόδας.
.........................................................................................
Ξαναπάμε στη Μαρία. Αφού έστειλε στην εκκλησία τα σχετικά, νωρίς εκείνο το απόγευμα του  Σαββάτου, και πέρασε η μέρα με τις συνήθεις ασχολίες, 
έπεσε το βράδυ για ύπνο, κάμποσο κουρασμένη. 

Θα ήταν ώρα 7 το πρωί της Κυριακής, δηλαδή της επόμενης μέρας,
όταν ξαφνικά μέσα στην ησυχία χτύπησε  το τηλέφωνο!

-Ωρα 7 την Κυριακή το πρωί, συνήθως, με την τσίμπλα στο μάτι, καμία λογική φιλενάδα δεν σε καλεί για μπίρι μπίρι. Όλες κοιμούνται το νήδυμο, μπορεί και να ρέγχουν αγκαλιά με το μαξιλάρι τους,  ως ο Ιωνάς έρεγχε, ροχάλιζε δηλαδή,  υπό την κολοκύνθην αναπαυόμενος, κατά την προσφιλή μου εικόνα!

-Αυτό είπα και γω, σαλοτάτη μου. Αυτό σκέφτηκε η Μαρία και τρόμαξε. Όμως στην άλλη άκρη της γραμμής, ακούστηκε η καθησυχαστική φωνή της φίλης με την οποία είχαν εδώ και μήνες χαθεί.
.
-Μαρία μου καλημέρα! Η Βέτα είμαι! (Το Βέτα από το Ελισάβετ προκύπτει.)
-Καλημέρα Βέτα μου. Τι απροσδόκητη έκπληξη!
Έχουμε πολύν καιρό να μιλήσουμε, είπε  η Μαρία.

-Όλα καλά; 
-Όλα καλά, Μαράκι μου, όλα καλά...
απλά...είδα ένα όνειρο σινεμασκόπ τώρα το πρωί, 
από το όνειρο ξύπνησα  και ήταν τόσο έντονο
και πήρα να σου το πω.
"Έπαιζες" και  εσύ στο όνειρο! 
Συμπρωταγωνίστρια!

- Τι λες τώρα! Με σκεφτόσουνα και με είδες;
-Όχι. Δεν σε σκεφτόμουνα.
Όμως το όνειρο ολοζώντανο. 
Γι αυτό υπέκυψα στην παρόρμηση:
"Θα πάρω τη Μαρία, αυτή τη στιγμή, 
ας είναι πολύ πρωί της Κυριακής,
να της το περιγράψω και  να τα πούμε"
Γι αυτό και σε πήρα. Καλά δεν έκανα;

-Άριστα! Δεν το συζητώ. 
Και τί είδες, δηλαδή στο όνειρο;

-Να είδα ότι βρισκόσουνα κάπου, σε ένα ωραίο μέρος, και είχες ετοιμάσει  ένα πλούσιο τραπέζι με φαγητά για όλους τους αγαπημένους σου. Ένα τραπέζι τρικούβερτο! Ήταν μαζεμένοι  στο φαγοπότι κόσμος, συγγενείς σου όλοι και φίλοι και έτρωγαν και έπιναν καταχαρούμενοι! Τι όμορφο όνειρο! Γέμισα φωτεινά συναισθήματα...ξύπνησα και είπα να μην περιμένω να περάσει η ώρα...ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο να σου το πω την ίδια στιγμή, συγνώμη αν σε ξάφνιασα πρωινιάτικα!

.......Η Μαρία, ακούγοντας τη φίλη Ελισάβετ, να περιγράφει το συμβολικότατον όναρ,  κατασυγκινήθηκε, έμεινε άναυδη...διότι η Ελισάβετ δεν  είχε ιδέα,  πως η Μαρία την προηγούμενη ημέρα,  απόγευμα του Σαββάτου, για πρώτη φορά στη ζωή της, έστειλε πρόσφορο στο ναό. Η Ελισάβετ δεν  είχε ιδέα, ότι την ώρα που είδε το όνειρο, κάποιος ιερέας στο ναό, διάβαζε τα ονόματα των αποθαμένων που είχε γράψει η Μαρία στο χαρτάκι με το οποίο το πρόσφορό της στην εκκλησία συνόδεψε!
..................
-Ήταν τυχαίο όλο αυτό το σκηνικό, μανδαμίτσα μου;
με ρώτησε έκπληκτη, στο τέλος της αφήγησής της,  η Μαρία.

-Ήταν μήνυμα κατευθείαν από το Χριστούλη, για σένα, προσωπικά, απάντησα. 
Όχι μόνο τυχαίο δεν ήταν το σκηνικό, 
αλλά και  πολύ συγκινητικό μου φάνηκε. 

Ακούγοντάς το, ένιωσε και η δικιά μου τεμπέλα ψυχή, ένα σκούντημα... ένιωσε ένα φιλότιμο...επειδή οι ψυχές, όσο παράλογο και αν σου φαίνεται, ναι, ναι,  "λαβαίνουν" πραγματικά και τα πρόσφορα και τα κόλλυβα και τις ελεημοσύνες και τις προσευχές που κάνει ο καθένας,  για τη δική τους ανάπαυση..

Οι ψυχές των βαπτισμένων Χριστιανών, ζουν εν Κυρίω, ακούν εν Κυρίω και αγάλλονται μέσα στη χαρά, της προσευχομένης αγάπης των προσφιλών τους.
.............................................................................................................

Πέρασαν ημέρες μέχρι να συνέλθει η αγαπημένη συνάδελφος 
απ' τη συγκίνηση εκείνου του αξέχαστου τηλεφωνήματος.

-Κατάλαβα. Για πε τώρα, εσύ κυρά μου, από την αφήγηση της Μαρίας και μετά,  τουλάχιστον ζύμωσες, προκομένο μου,  κάποιο πρόσφορο, να το πας στην εκκλησία; 

- Για να πω όλη τη μαύρη αλήθεια σμπρώχνοντας τον εαυτόν μου, σμπρώχνοντας ζύμωσα, ζύμωσα.... και κάτι κολλυβάκια  κάποιες μετρημένες φορές τα κακοέβρασα, αλλά όχι με ζήλο...όχι σε μόνιμη βάση, μετά από λίγο καιρό, η θαυμαστή ανάμνηση του σκηνικού της Μαρίας, μέσα μου κάπως ξεθώριασε, σιγά σιγά, τα ιερά και όσια καθήκοντα των προσφόρων και των κολλύβων, και των οφειλομένων φανουροπιτών.... 

(αχ. λατρεμένε Άγιε Φανούριε, έξι πίτες τουλάχιστον σου έχω τάξει για χαμένα που μου βρήκες, μακροθύμησον και σήμερα ακόμη ο χαμένος περιστέρος μου ο Ψυχοσάββατος 
δεν ξαναφάνηκε!),  

....τα ξέχασα- 

-Πάλι τον καύκον* της ματαιότητος  ήπια, πάλι τον νουν απώλεσα!

-Ίλεως ας γίνει ο Κύριος!

...............................................................
................................................................
*πάλιν τον καύκον έπιες πάλιν τον νουν απώλεσας» που σημαίνει πάλι ήπιες μια κούπα κρασί, πάλι έχασες τα  μυαλά σου" ο καύκος εδώ, ή καυκί,  είναι το κύπελο...
.......................................
καύκος είναι και ο αγαπητικός.
.............................................................................................
..............................................................................................



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου