Τ' άγνωστο σπίτι
Το πρωί ξαναρώτησα. Δε μου είπε κανείς.
Δεν ήξερε, βλέπεις κ' η θάλασσα.
Κι όλο περίμενα.
Πού να τρέξω, δεν ήξερα, πού να σε βρω.
Κ' εσύ δεν μπορούσες,
αλλιώς ,
απ' το χάραμα,
ψαλιδίσαν τις άκρες της στέγης μου τόσα
χελιδόνια, σπαθίσαν το φως στα παράθυρα ,
ένα-δυό τους περάσανε μέσα σχεδόν
παρασέρνοντας μάλιστα και λίγες κλωστές
αχτίνες μαζί τους.
σε κάποιο τους, θά δινες
ένα σημείο, ή μια μικρή
φωνή σε πεντάγραμμο.
Και τότες εγώ,
θα φόραγα γρήγορα το πι' όμορφο ρούχο μου
κι αφού πρώτα θάπλενα με ήλιο τα χέρια μου,
θα ρχόμουν έπειτα στο άσπρο κρεβάτι σου
να σου αλλάξω σεντόνι.
Νικηφόρος Βρεττάκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου