Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Η Θεωνίτσα, ο πεθερός, η ζωή και ο θάνατος (επανάληψη)



Το ξέρω περιστεράκι μου,

ότι η εμπιστοσύνη σου στον Κύριο και στην Αιώνια ζωή, είναι πιο χειροπιαστή απ' τη δική μου, επειδή, βίωσες παρουσία και φθόνο του Εξαποδού, ήδη απ' τα χρόνια της πρώτης νεότητας, όμως, μια και υποστηριζόμαστε λιγάκι- ως πνευματικοί συναθλητές σ' έναν  πολυετή
μαραθώνιο, πίστης, ελπίδας και αγάπης- επίτρεψέ μου να σου εξιστορήσω την προσωπική εμπειρία μιας φίλης- όπως την άκουσα απ' την ίδια- προσφάτως.

Την ιστορία, παραθέτω, χωρίς προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης,  επίσης, την παραθέτω,  ως μικρό, χαμογελαστό-ναι καλά άκουσες, χαμογελαστό- κέρασμα σε θλιμμένους περαστικούς απ' αυτή τη σελίδα, την παραθέτω για χάρη ανθρώπων που έχασαν προσφιλείς τους και, οι οποίοι - μη διαθέτοντας Ορθόδοξη προσέγγιση επάνω στο ζήτημα- βασανίζονται με πόνο και  ερωτήματα, περί του αν υπάρχειπράγματιπνευματικός κόσμοςαν  ζούν οι τεθνεώτες, αν βρίσκονται κάπου, και επομένως αν υπάρχει περίπτωση- κάποτε- μαζί τους, ξανά να συναντηθούμε... 

Λοιπόν, η φίλη  Θεώνη, είναι  γυναίκα,   με χριστιανική πίστη,  πρακτική, ισορροπημένη-  ουδόλως αλαφροΪσκιωτη, ως χαρακτήρας-  και...

επειδή τη γνωρίζω, στη μαρτυρία της, δίνω προσεκτικότατη  βάση.

Και η μαρτυρία της , αποτελεί τη μόνη μεταφυσική εμπειρία που βίωσε, η ίδια,  εκ πρώτης νεότητος μέχρι τα τώρα..

Το σημειώνω, αυτό, για να μην υποθέσει κάποιος -ότι πάει προς ...σάϊκο    η γυναίκα και αφηγείται ό,τι της κατεβαίνει.

-Ούτε κατά διάνοιαν!

Προλογίζοντας το βίωμά της, η  Θεώνη, μου τόνισε με απλότητα:

-Όποιος και να 'ρθει-, να μου πει εμένα ότι είμαστε μόνο "κρέας" και ότι δεν υπάρχει πνευματικός κόσμος, αδύνατον να με πείσει, διότι εγώ, κυρία... Σαλογραία μου, το γεγονός-μαζί με τον άντρα μου- το ΖΗΣΑΜΕ!

-Τι ζήσανε δηλαδή;

-Να σου πώ:

Η Θεώνη εισήλθε εις γάμου κοινωνίαν -που γράφουν  και τα θεολογικά βιβλιαράκια- όταν ήταν περίπου δεκαοκτώ ετών εκείνη,  είκοσι ο σύζυγός της, κι ο έρωτάς τους ευλογήθηκε  και μ' ένα μπεμπάκιιιι!...

Έμεναν στην Πάτρα, στην περιοχή της Αγυιάς.

Απ'  το γάμο, η Θεώνη απέκτησε και έναν  πεθερό

(για να μη ξεχνιόμαστε, κορίτσια,  ακολουθούν- ως αναγκαιότατα συμπαρομαρτούντα,   τα πεθερικά και τα σόγια εις έκαστον γαμικόν πακετάκιον- δεν ξεφύτρωσε απ'  το "πουθενά" ο καλός γαμπρός ή η εκλεκτή νυφούλα- η ευγενέστατη- όχι αχαριστίες παρακαλώ, και επιλεκτική  μνήμη- για Όνομααα!)

Ο πεθερός,  έτρεφε  μεγάααλη συμπάθεια στη Θεώνη, έτσι λοιπόν, κάθε απόγευμα, επισκεπτόταν το νιόπαντρο αντρόγυνο, χτυπώντας με κέφι τα κουδούνια του σπιτιού, αλαλιάζοντάς τους-  αν ήταν κάπου αλλού ...συγκεντρωμένοι, ως... νιόπαντροι-   φωνάζοντας με βροντερή φωνή , και φιλική -πάντα- διάθεση:

-Θεωνίτσα! Θεωνίτσα!
Τι κάνετε βρε παιδιά; πού είστε;

-Εδώ είμαστε πατέρα! απάνταγε η Θεωνίτσα- με υποτακτικό  χαμόγελο  ελληνικής ταινίας του
 '70-   τον καλωσόριζε,  του φτιαχνε μυρωδάτο ελληνικό καφέ,   και μοιράζονταν, μαζί του,  τα  νέα, της εσπέρας.

Αυτό γινόταν σε εξαιρετικά τακτική βάση  και τίποτα δεν προμήνυε
ότι ξ α φ ν ι κ ά- ένα χρόνο μετά το γάμο του γιού -  την Κυριακή του Πάσχα, το καταμεσήμερο,  ο πεθερός, που  τους είχε επισκεφτεί, πίνοντας μαζί τους  κρασάκι, ευφραινόμενος  με τα προσφερόμενα   κοψίδια   και ενώ  κουβέντιαζαν  φιλικά- ξαφνικά- σταμάτησε να μιλάει, σταμάτησε να γελάει, έγειρε το κεφάλι  στο πλάι- όπως καθόταν και ...πέθανε, τουτέστιν, τους άφησε χρόοοονους!

Ήτο νεότατος.
Ετών πενηνταέξι, περιστεράκι μου.

- Θεοτρελότατη, σε ακούω με προσοχή, αλλά...στοπ καρέ, παρακαλώ,  ε,  όχι και νεότατος ετών πενηνταέξ, ε,  όχι και νεότατος, έλεος!

-Και  μέχρι πόσων ετών, σου φαίνεται εσένα, ότι χαρακτηρίζεται κάποιος, ως νεότατος;
-Την κολοκυθιά θα παίξουμε; Άρχισες τα κουφά πάλι;
Τι ερωτήσεις, μου κάνεις;
Πενηνταέξι ετών, ΔΕΝ είναι νεότατος.
Τελεία!

-Βρε άει πάγαινε από δω χάμου, που θες να απογοητεύσεις- με την απαισιοδοξία σου- τους...ώριμους σαλογραιόφιλους - τους παρηγορούμενους απ' αυτή τη σελίδαααα! άει πάγαινε που θα μου πείς εμένα ότι ετών πενηνταέξι δεν είναι νεότατοςςςς!!!

Πενηνταέξι- θα επιμείνω- ο άντρας είναι  και παραείναι νεότατος -ειδικά ο άντρας-δε λέμε για τη γυναίκα:

"Η γυναίκα, όσο φαίνεται και ο άντρας όσο μπορεί"
τόνιζε, με ν ό η μ α, η συχωρεμένη η μανούλα μου-κάτι ήξερε αυτή παραπάνω!

-Ξεφύγαμε απ' το θέμα, σαλό  μου - σε ανακαλώ εις την τάξιν- ας επανέλθουμε!
-Σωστά, σωστά ...ας επανέλθουμε!
-Τι λέγαμε; α ναι...λέγαμε ότι ο πεθερός, ετών πενηνταέξι και χωρίς το παραμικρό  φανερό πρόβλημα -μέχρι εκείνη τη στιγμή- άξαφνα,
 "τίναξε τα πέταλαααα!"

Το σοκ υπήρξε φοβερόννν!!!
Το κατανοείς.
Θρήνος, κοπετός, τηλέφωνα, φίλοι, συγγενείς , βουή, αντάρα, κηδεία την επόμενη μέρα-Δευτέρα του Πάσχα-  δάκρυα ατελείωτα.

Μαύρη, κατάμαυρη,  σκέτο κατράμι, τους φάνηκε εκείνη η Λαμπροδευτέρα- αλίμονο...

Δευτέρα του Πάσχα, λοιπόν, μετά την κηδεία, βράδιασε, έφυγαν όλοι απ'το σπίτι των νιόπαντρων, έμειναν εξοντωμένοι οι τεθλιμμένοι- το βρέφος  στη δίπλα κούνια, να απαιτεί τα δικά του-  και δυο μεγάλες λαμπάδες- είπαν οι έμπειροι περί τα  τοιαύτα, ότι- έπρεπε να καίν' όλη τη νύχτα-  για τις επόμενες τρεις μέρες τουλάχιστον!

Το φρόντισαν.

Έπεσαν  εξουθενωμένοι για ύπνο,  νωρίς , όμως - εκεί κοντά  στα μεσάνυχτα- ενώ  κοιμούνταν βαθύτατα, τι  ακούν ξαφνικά μέσ' στην ήσυχη  νύχτα- και οι δύο οι σύζυγοι;

 Ακούνε( "σώσον Κύριε τον λαόν σου.... ") ακούνε, λέει,  τη φωνήτου φρεσκοπεθαμένου πεθερού, να αντηχεί -ακριβώς όπωςαντηχούσε όταν βρισκόταν εν ζωή και ερχόταν για την καθιερωμένη απογευματινή επίσκεψή του, στο σπίτι, φωνάζοντας σε τόνο γηθόσυνο:

-Θεωνίτσα, Θεωνίτσα! 

Τρόμος. 
Απλώς ο απόλυτος τρόμος. 
Ξύπνησαν.
Το κεφάλι τους, όρθωσε κάγκελο, τις τρίχες-λες και χώσαν στην ηλεκτρική πρίζα το δάχτυλο!
Τα μάτια σχεδόν κρεμάστηκαν  έξω απ'τις κόγχες.

-  Τι είδαν, τι πάθαν  καλέ,  τα νιογάμπρια;

-Είδαν τον φρεσκοπεθαμένο και στο νεκροταφείο αναπαυόμενο- πλέον-  πεθερό, με το κοστουμάκι του,  τον είδαν ολοζώντανο, να στέκεται όρθιος,   απέναντι απ' το νυφικό τους κρεβάτι - κρατώντας  τα χέρια  τεντωμένα οριζόντια- δεξιά και αριστερά- στης  πόρτας, το κούφωμα...

-Φρίκαραν έ;

- Κοκκάλωσαν, απολύτως!

Κοίταξαν  άφωνοι, τον ολοζώντανο- μπροστά τους- μακαρίτη.
Τους κοίταξε και κείνος.
Σοβαρός.
Αμίλητος.
Πέρασαν  δευτερόλεπτα- αιώνες.

Και μετά ο πατέρας του γιού -και λατρεμένος  πεθερός της Θεώνης- απ'  τα μάτια τους, χάθηκε!

 Κοιτάχτηκαν.
Τσιμπήθηκαν.

-Είδες αυτό που είδα;
-Το είδα. Το είδες και σύ;
-Το είδα και γω!

Το αντρόγυνο, έπαθε τον πανικό, όχι της αρκούδας, αλλά της ζούγκλας ολόκληρης.

Αμέσως, σηκώθηκαν, νυχτιάτικα- μες στην ταχυπαλμία-  ντυθήκαν  με υστερικές κραυγές -η Θεώνη κυρίως- κουκούλωσαν σε κουβερτάκι  το μωρό, κι  αρπάζοντας τα απαραίτητα,  φύγαν, κουτρουβαλώντας - απ' την Αγυιά που βρισκόταν  το σπίτι,  στην απέναντι Πάτρα, στην Αγία Τριάδα, όπου έμενε η μάνα της νύφης...

Εκεί κοιμήθηκαν-προσπάθησαν δηλαδή να κοιμηθούν- έντρομοι εκείνο το βράδυ, προκειμένου να νιώσουν ασφάλεια.

Την επόμενη μέρα το πρωί, όταν κάπως συνήλθαν, μάζεψαν το κουράγιο τους και αποφασίσαν να επιστρέψουν στο δικό τους  σπιτάκι.

Ήταν απλοί, νέοι  άνθρωποι,  χωρίς περίπλοκες σκέψεις επί του γεγονότος.

Δεν ξέρω αν υπέθεσαν ότι πιθανόν να ήταν τόσο τεντωμένα τα νεύρα τους που να πέσαν σε ομαδική παραίσθηση...

(Τέτοιο σχόλιο, απ' τη Θεώνη δεν άκουσα-να σημειώσω επίσης, ότι  δεν της είχε στοιχίσει  και κάπως ιδιαίτερα ο θάνατος του ανθρώπου- διότι επιτέλους δεν ήταν δα και πατέρας της,  πεθερός ήταν- δεν είχε προλάβει να αποκτήσει, μακροχρόνιο συναισθηματικό σύνδεσμο μαζί του, εξάλλου, στην παρούσα φάση του βίου της, ο έρωτας προς το σύζυγο  και το μωράκι της, την συγκινούσαν κυρίως. Τα λοιπά πρόσωπα  τα εκ του συμπεθεριού, αποκτηθέντα,  φαίνονταν  στην ψυχή της, απόμακρα, το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι...)

Πάντως, η Θεώνη και ο σύντροφός της, δεν κάπνιζαν, δεν έπιναν και σε ψυχίατρου πόρτα, ουδόλως,  κουρταλούσαν...

Τρίτη του Πάσχα,  βράδυ- δεύτερο βράδυ μετά την κηδεία- πήγαν για ύπνο, δεν άντεχαν άλλο τη νύστα, τα νεύρα τους χρειαζόνταν επειγόντως, ξεκούραση.

Οι μεγάλες λαμπάδες έκαιγαν πάντα,  στη μνήμη του μακαρίτη.

Ενώ κατάφεραν, αγκαλιασμένοι,  ν' αποκοιμηθούν,   ξαφνικά, ακούν μέσ'  στον ύπνο,  πάλι τις ίδιες, γνώριμες  φωνές!

-Θεωνίτσα! Θεωνίτσα!

- Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς! 

Πετάχτηκαν έντρομοι, και αντίκρισαν και οι δύο,  εκ δευτέρου-παρακαλώ- το φρεσκοπεθαμένο, πάλι αντικρύ  τους, στο ίδιο ακριβώς σημείο, να τους κοιτάει σιωπηλός, με απλωμένα οριζόντια τα δυο  χερια, στης πόρτας το κούφωμα.

Τους κοίταξε,  σοβαρός, τέσσερα πέντε δευτερόλεπτα και πάλι απ' τα μάτια τους χάθηκε!

Το ζευγάρι, σε κατάσταση έξαλλη εντελώς, μάζεψε πανικόβλητο, ό,τι μπορούσε, άρπαξαν  το μωρό παραμάσχαλα και έτρεξαν μέσα στην νύχτα, φρικαρισμένοι,  έτρεξαν  απ΄ την Αγυιά, πάλι στο σπίτι της πεθεράς, στην άλλη άκρη  της Πάτρας...

 Η πεθερά(του γαμπρού η πεθερά) είδε και έπαθε μέχρι, κάπως  να τους ηρεμήσει, μέχρι να τους ξαναπάρει ο ύπνος, εκεί κοντά στο ξημέρωμα.
Την επόμενη μέρα, Τετάρτη του Πάσχα, το πρωί, ο ήλιος  έλαμψε  χαρούμενος και καθησυχαστικός.

Μάζεψαν όλο το σθένος και...
αποφάσισαν να επιστρέψουν στη βάση τους.
Εντάξει.  Τι ευχή!
Ας πούμε ότι την πρώτη βραδιά,  φανερώθηκε ο μακαρίτης διότι...δεν το είχε καταλάβει ούτε ο ίδιος ότι είχε...πεθάνει(!)...ας πούμε ότι τη δεύτερη βραδιά ο μακαρίτης εξακολουθούσε να είναι...απροσανατόλιστος(!)   όμως τώρα, με της ημέρας το φως, το νέο ζευγάρι  ένιωθε σχετικά άνετα.

Κατά πάσα πιθανότητα-υπέθεταν, υποθέτω-  ο αποδημήσας, για το υπερπέραν, θα είχε βρει, το σωστό μονοπάτι(!)

 Ξανακοιμήθηκαν, λοιπόν,  σπίτι τους  την τρίτη βραδιά, και οι μεγάλες λαμπάδες καίγαν, ακούραστες, στη μνήμη του εκλιπόντος.

Και ενώ  ειρηνικά ονειρεύονταν,  και το βρέφος  δίπλα στην κούνια , ο καλός φύλακας άγγελος , με τη φτερούγα της φροντίδας του, σκέπαζε τρυφερότατα, ξαφνικά, αντήχησε  πάλι , για τρίτη φορά,  η γνώριμη φωνή του  μακαρίτη για τρίτη βραδιά και απεριγράπτως,  τους μαρμάρωσε πάλι!

-Θεωνίτσαααα! Θεωνίτσααα!


-Έλεος! Δε γίνονται αυτά, σαλταρισμένη  μου. 
Δεν συμβαίνουν!

-Μπριτς! που γράφει και ένας φίλος.
 Συνέβησαν και παρασυνέβησαν! 
Ακόμη όταν τα θυμάται η γυναίκα- και ας έχουν περάσει χρόνια- σύγκορμη ανατριχιάζει! 

Τρίτη βραδιά απερίγραπτου πανικού, τρίτη βραδιά που ο μακαρίτης επέμενε σπαστικά, να φανερώνεται απέναντι απ'το κρεβάτι τους, στης πόρτας το άνοιγμα, με  τεντωμένα τα χέρια - ποιος ξέρει αν, ένιωθε μια μοναξιά, άν ήθελε κι αυτός μικρή νοερή προσευχή- αγκαλίτσα-ποτέ η Θεωνίτσα να μάθει,  δεν πρόκειται, ευλαβικέ αναγνώστη μου...

Το ίδιο σοβαρό   βλέμμα πάλι, ο ίδιος βουβός-του αντρόγυνου- τρόμος, η ίδια, της μορφής του αποθανόντος, εξαφάνιση.

Στον ανεκδιήγητο πανικό,  το ζεύγος, άρπαξε   μπιμπερά,  μιλούπες,  πάνες του μπέμπη, βαλιτσάκι με  χρειώδη  δικά τους και τρέχοντας λωλαμένα  μέσα στη νύχτα, ζήτησαν καταφύγιο, πού αλλού;  ξανά   στο διαμέρισμα  των γονέων της νύφης.

Τρελάθηκε και η πεθερά του γαμπρού με την αφήγηση του γεγονότος, σταυροκοπήθηκε πολλάκις, θύμιασε,   και είδε και έπαθε η χριστιανή να τους φέρει στα συγκαλά  τους,
 ωστόσο, εγκατέλειψαν πιά, κ ά θ ε  σκέψη  να επιστρέψουν στο σπιτικό  τους.

Μετά το τρίτο...  μεταφυσικό σόκ, παρέμειναν   ολόκληρο δεκαήμερο, στο σπίτι της μητέρας της Θεωνίτσας.
Ο Θεός μονάχα γνωρίζει το υψηλότατο άγχος και φόβο τους...

Έπειτα,  ζορ ζορινά, με τη συμπαράσταση  των λοιπών συγγενών και φίλων, μετά μυρίων ψυχολογικών αντιστάσεων και βασάνων,  μάζεψαν το όποιο   κουράγιο και  ξαναπήγαν στην κατοικία  τους.

Eν τέλει, χάριτι θεία,  και μετά τα καθιερωμένα υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας  μνημόσυνα, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε.
Ευτυχώς για κείνους, ο  φρεσκοπεθαμένος, βροντόφωνος, κεφάτος πεθερός που αγαπούσε τόσο τη Θεωνίτσα, μπροστά τους- οφθαλμοφανώς- ουδέποτε, ξαναφάνηκε.

Προφανώς, θα  βρήκε -και κείνος-  το δρόμο του...

Ας  είν' ελαφρότατο το χωματάκι που τον σκεπάζει...
και μεις να τα κατοστήσουμε, λατρεμένο μου...
γιατί είν' λατρευτή  η ζωή, σαν γλυκόπικρη σοκολάτα!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου