Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Πώς η Δύση έπεισε ότι το Βυζαντινό κράτος δεν ήταν ελληνικό



Πως η Δύση έπεισε ότι το βυζαντινό κράτος δεν ήταν ελληνικό




Η Δύση επί αιώνες εχθρεύονταν το Βυζάντιο τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.
Το όνειρο των δυτικών πάντοτε ήταν να κόψουν την συνέχεια του Ελληνισμού από την ένδοξη αρχαιότητα μέχρι σήμερα. 
Επιδίωκαν λοιπόν να εμφανίσουν τον λαμπρό μεσαιωνικό Ελληνισμό του Βυζαντίου ως κάτι ξένο και αποκομμένο από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και την ρωμαϊκή κληρονομιά.
Οι Ρωμαίοι μεγαλούργησαν πάνω στον δικό μας πολιτισμό. Και εκεί οικοδόμησαν την Αυτοκρατορία τους. Από την στιγμή που η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η κληρονομιά της Αυτοκρατορίας πέρασε σε ελληνικά χέρια. Επειδή οι καιροί είναι πονηροί και οι νεοταξιτες της Δύσεως χτυπούν ανελέητα Ελληνισμό και Ορθοδοξία, υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να γίνουν κατανοητά ως προς την χιλιόχρονη Αυτοκρατορία, την οποία ζήλεψε και ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος ήθελε να φτιάξει το "χιλιόχρονο Ράιχ".

O Clifton R. Fox Καθηγητής Ιστορίας στο Tomball College, USA επισημαίνει: “Οι άνθρωποι που ζούσαν στη ‘Βυζαντινή Αυτοκρατορία’ ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη ‘Βυζαντινός’. Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο.

Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία.
Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της ‘Ρώμης’ είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. (σ.σ. και άρα και στους υπόλοιπους Έλληνες της Μ. Ελλάδος).
Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων.
Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) ‘Imperium Romanorum’ (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το ‘Ρωμανία’ (Χώρα των Ρωμαίων)” (http://www.tc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/, «Celator», Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996. Μετάφραση στα Ελληνικά, του ξενόγλωσσου άρθρου, στο:www.romanity.org ).

Ο Lorenz Gyomorey, λέει:
“Στην ονομασία της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη ‘ελληνορωμαϊκή’ κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την ‘Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους’ ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμηοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψη κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών” (Lorenz Gyomorey, «Η δύση της Δύσης», εκδ. Παπαζήση).

- Ο ιστορικός Otto Mazal, γράφει:
“Οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum,ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης, αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως ‘βασίλειο των Γραικών’ (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας.

Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση” (“Byzanz und das Abendland”, Wien 1981, s. 8,11).


Στην Εγκυκλοπαίδεια Britannica, διαβάζουμε:
“Η ονομασία της αυτοκρατορίας συνδέεται κατά τη βυζαντινή περίοδο μόνο με την πρωτεύουσά της, που είχε ιδρυθεί στον χώρο της μικρής πόλης Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία ονομαζόταν Ρωμαϊκή, οι πολίτες της Ρωμαίοι και ο αυτοκράτορας ήταν imperator Romanorum. Η σύνδεση της ονομασίας Βυζάντιο με την αυτοκρατορία έγινε στους νεώτερους χρόνους, με την έκδοση από τον Ιερώνυμο Wolf έργων των Βυζαντινών ιστορικών (“Corpus Byzantinae Historiae”, 1562) και καθιερώθηκε γενικά, αδιάφορα από τις μερικότερες κατά καιρούς επιλογές (Ελληνική Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος).

Μερική επίσης, ήταν η χρήση της ονομασίας Γραικού σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι από τον 9ο αιώνα στις λατινικές πηγές κυρίως του φραγκικού κράτους γίνεται συστηματική χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας Ρωμαίου και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) (…) και την αποκλειστική οικειοποίησή τους για το φραγκικό κράτος.

Η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής, συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες που θεμελίωναν τη νόμιμη χρήση του τίτλου αυτοκράτωρ Ρωμαίων (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην Οικουμένη” (Εγκυκλ. Britannica, «Βυζάντιο»).

Λέει ο Κολοκοτρώνης στον Στρατηγό Hamilton:

Εμείς, καπετάν Άμιλτον, δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλιάς μας (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) εσκοτώθη, δεν έκαμε καμιά συνθήκη με τους Τούρκους. Η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήσαν ανυπόταχτα. Η φρουρά του είναι οι κλέφτες και τα φρούρια η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά.” 



(Θ. Κολοκοτρώνη, «Aπομνημονεύματα», εκδ. Αφών Τολίδη)


“Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Βιέννης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, Rudolf Kirschlger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος ‘βυζαντινισμός’ δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger, ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ ‘Byzantinistik’ και ‘Neogrzistik’, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο (σ.σ διάβαζε: Ρωμανία) και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα”» («Επομένοι τοις θείοις πατράσι, αρχές και κριτήρια της πατερικής “θεολογίας”», εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 1997).


“Δεν είναι εκκλησία αυτό που νομίζουμε”.

“Μας πήραν μωρά παιδιά από το μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση. Μας απομάκρυναν από το σπίτι μας. Μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας. Βάλθηκαν να μας ξεμάθουν τη μητρική μας γλώσσα, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας, τη μητρική γλώσσα του ανθρώπου. Ποιοί; Όσοι θέλησαν δια της βίας να μας σώσουν: οι διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι… μέχρι σήμερα. Μαζί μ’ αυτούς όλοι όσοι θεωρήσαμε τα φώτα τους φώτα, τον πολιτισμό τους πρόοδο. Και έτσι στα τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική, πήραμε το κάθετί απ’ αυτούς σαν ανώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σε τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωής, αρχιτεκτονική, μουσική…).

Και βασανίζεται το ΄είναι΄ μας. Απορρίπτει ο οργανισμός μας ένα ένα τα μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Και συνέχεια μας μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τα οποία αποβάλλονται και φανερώνεται με την προσωπική συμπεριφορά ποιός είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας του λειτουργημένου λαού μας.
Δεν είναι η Εκκλησία αυτή που νομίζουμε. Δεν είναι αυτή που χτυπάμε, αυτή που βαλθήκαμε να καταστρέψωμε. Δεν έχει σχέση η Ορθοδοξία με ‘μεσαιωνισμούς’, ‘μυστικισμούς’, ‘κληρικαλισμούς’, ‘σχολαστικισμούς’ που ακούμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν, ότι σε Δύση και Ανατολή, όλοι οι όροι έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Και προσπαθούν να μας ελευθερώσουν από αρρώστιες που δεν περάσαμε. Και μας αρρωσταίνουν με τις θεραπείες τους. Και μας περιπλέκουν με τις λύσεις τους.
Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν και υπάρχουν ανθρώπινες αδυναμίες. Υπήρξαν και υπάρχουν αδύνατοι, με πτώσεις και ελαττώματα. Αυτό κάνει ακόμα πιο συμπαθή την ίδια την Ορθοδοξία και αναδεικνύει την ανοχή της αγάπης της και την αλήθεια του μηνύματός της”».


ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

O Victor Berard ήταν Γάλλος περιηγητής, ιστορικός, Καθηγητής Πανεπιστημίου και πολιτικός, ο οποίος κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνος (δηλαδή έναν ακριβώς αιώνα μετά τον θάνατο του Pήγα Φεραίου στο Βελιγράδι (24-6-1798)) ταξίδεψε στα Βαλκάνια. Τις εντυπώσεις του και τα σχόλιά του για τα τότε ανακινούμενα ζητήματα, όπως το Mακεδονικό, η εμφάνιση αλβανικού έθνους, ο Πανσλαβισμός κ.ά. κατέγραψε σε βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1987 και στα ελληνικά με τίτλο: “Τουρκία και Ελληνισμός – Οδοιπορικό στη Μακεδονία” (Εκδ. Tροχαλία). Από την σελίδα 211 της ελληνικής εκδόσεως, διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο μας δείχνει πως οι ιδέες του Pήγα Φεραίου, δεν ήταν ουτοπία, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό διαδεδομένες:

“(…) Mέ την ιδιότητά μας ως Γάλλων, είμαστε στο Mοναστήρι προστατευόμενοι του Έλληνα προξένου. Aπ’ αυτό ίσως να υποφέρει λίγο η εθνική μας φιλοτιμία αλλά ωφελείται η παιδεία μας. Zούμε παρέα με τον Mεγαλέξανδρο και τον Aριστοτέλη, γνήσιους Mακεδόνες. Σήμερα το πρωί ο πρόξενος μας διάβαζε τον Θούριο του Pήγα, του μέν Pήγα του Mακεδόνα (σημ. ο Bernard προφανώς δέχεται την ερμηνεία ότι ο Pήγας γεννήθηκε στο Bελεστίνο, αλλ’ από γονείς προερχομένους από το χωριό Περιβόλι της Δυτικής Mακεδονίας), του εταιριστή του περασμένου αιώνα, που ήθελε να ξεσηκώσει τις παραδουνάβιες επαρχίες και πέθανε προδομένος από την Aυστρία στον Tούρκο δήμιο” (http://www.perivoli.gr/istoria.html):
Σουλιώτες και Mανιάτες, λιοντάρια ξακουστά…
Mαυροβουνιού καπλάνια, Oλύμπου σταυραετοί…
Kι Aγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή!…
Aνδρείοι, Mακεδόνες, ορμήσατ’ ως θεριά…
Tου Σάβου και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί…
Nα σφάξωμεν τους λύκους, που τόν ζυγόν βαστούν,
καί Έλληνας τολμώσι σκληρά να τυραννούν.
Ήταν ένας καιρός όπου, από τον Kάβο - Mαταπά μέχρι το Δούναβη και από την Aδριατική ως τη Mαύρη Θάλασσα, Xριστιανός και Έλληνας ήταν λέξεις συνώνυμες. Oι σταυραετοί της Mάνης και τα καπλάνια του Mαυροβουνιού, τα ξεφτέρια του Σάβου και οι Mακεδόνες δέχονταν το όνομα Έλληνες πολύ καιρό ακόμη μετά τον θάνατο του Pήγα, του οποίου τους στίχους παραθέσαμε πιό πάνω…”
Η περιγραφή του Γάλλου (ιστορικού και περιηγητή) που μιλάει για την Oρθόδοξη Kοινοπολιτεία των Βαλκανικών λαών είναι χαρακτηριστική. Αυτή η κατάσταση είχε διαμορφωθεί υπό την εθναρχική και πνευματική καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στα πλαίσια του Γένους των Ρωμηών (Pούμ μιλλέτ). Αυτή την Ελληνιστική υπερδύναμη ήθελε να αναστήσει και ο Καποδίστριας, αλλα και ο Μακρυγιάννης, ο οποίος έλεγε: “Να αναλάβομεν και να γένομεν και ένα όλοι οι ομόθρησκοι” (Στρατηγού Μακρυγιάννη “Οράματα και Θάματα”, Αθήνα 1983, σελ 177) καθώς και “Θα κάμωμεν το Ρωμαίικο” («Απομνημονεύματα», εκδ Μπάϋρον, σ.174).


ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ “ΕΛΛΗΝ” ΚΑΙ “ΕΛΛΑΔΑ”
Οι λέξεις “Ελλην” και “Ελλάδα”, ήταν πλέον περιγραφικές της εθνότητας ΟΛΩΝ των κατοίκων των Βαλκανίων! Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είχαν ελληνιστικό υπόβαθρο, αλλά εμείς, με την εμμονή στον εθνικισμό (λόγω της ηγεμονίας των ξένων, οι οποίοι δεν ήθελαν αναβίωση της Ρωμανίας), αναγκάσαμε τους υπόλοιπους λαούς να αυτονομηθούν, χάνοντας ίσως για πάντα την πολιτισμική ηγεσία των Βαλκανίων.
Το όνομα Ελλάδα στην αρχή της επανάστασης του 1821 βεβαίως ουδεμία σχέση είχε με τις φαντασιώσεις των σημερινών “αρχαιόπληκτων”. Ελλάδα σήμαινε τα Βαλκάνια. Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα δια να αποτινάξει τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων”, λέει στην προκήρυξή του στο Ιάσιο (24-2-1821) ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι είναι “Έλληνες”. Το ίδιο λέει κι ο Θ. Νέγρης στο “Ανάπτυξις του νόμου της Επιδαύρου” στα 1824».
Ρωμανού Ξενοφάνουc Ανδρούτσου*
*Από το υπό έκδοση βιβλίο του:
πηγή
http://www.pronews.gr/istoria/655126_pos-i-dysi-epeise-oti-vyzantino-kratos-den-itan-elliniko
..............................................................................
................................................................................

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Ελένη Γλυκατζή-Αρβελέρ: οι Ελληνες οφείλουμε τα πάντα στο Βυζάντιο


Γιατί οι Ελληνες οφείλουμε τα πάντα στο Βυζάντιο, ακόμη κι όταν… τρώμε τον  περίδρομο.
Γιατί ο Σαλβαντόρ Νταλί είναι περισσότερο συγγενής με έναν αγιογράφο παρά με έναν σύγχρονό του.
Γιατί υπάρχουν ταμπού στη διδασκαλία της Βυζαντινής Ιστορίας.
Εξηγήσεις από μια μεγάλη βυζαντινολόγο
– Κυρία Αρβελέρ, γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα τόσο πολύ το Βυζάντιο;
«Γιατί το Βυζάντιο είναι η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία, δηλαδή τα δύο βασικά συστατικά της ελληνοσύνης. Βέβαια το Βυζάντιο ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, αλλά ήταν μια αυτοκρατορία ελληνόφωνη. Το ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνόφωνο έσωσε όλον τον ελληνικό πολιτισμό. Οταν ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ έγραφε ότι δεν υπάρχουν Γάλλοι, υπάρχουν μόνο γαλλόφωνοι, και όποιος μιλάει γαλλικά είναι Γάλλος εννοούσε ότι η γλώσσα είναι η σύμπτυξη όλου του πολιτισμού και όλης της παράδοσης. Και το Βυζάντιο είναι ελληνόφωνο από τον 7ο αιώνα».
– Και γιατί επί δύο αιώνες στο σύγχρονο ελληνικό κράτος απωθήσαμεεντελώς το Βυζάντιο;
«Είμαστε οι μόνοι που δεν ελευθερώσαμε την κοιτίδα του γένους, την Κωνσταντινούπολη, και κάναμε πρωτεύουσα ένα λασποχώρι, όπως ήταν το 1830 η Αθήνα, ένα λασποχώρι με μερικές χιλιάδες σπίτια, από τα οποία πάρα πολλά ήταν χωρίς στέγη. Για να μην πούμε ότι η Αθήνα ήταν τότε αλβανοκρατούμενη, πράγμα που δεν έχει καμία σημασία, αλλά το λέω επίτηδες για τους εθνικίζοντες. Το ότι από μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία φτάσαμε ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς σε ένα πολιτικό μόρφωμα, το ελληνικό κράτος, το οποίο είναι “δευτερεύον”, για να μην πω τίποτε χειρότερο, αυτό δημιουργεί ένα είδος συμπλέγματος».
– Δηλαδή απωθήσαμε το Βυζάντιο ψυχαναλυτικά;
«Αμα θέλετε, το λέτε κι έτσι. Σημασία έχει ότι από το λασποχώρι φτάσαμε απευθείας στον Περικλή, βάζοντας σε παρένθεση χίλια χρόνια της μόνης ελληνόφωνης αυτοκρατορίας».
– Σήμερα είναι ζωντανό το Βυζάντιο;
«Βεβαίως. Πάμε στην εκκλησία. Τι ακούμε; “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια” ή “αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού”. Γυρνάμε στο σπίτι. Ο μπαμπάς λέγεται Παναγιώτης, η μάνα Βασιλική, υπάρχει το εικονοστάσι. Χρησιμοποιούμε βυζαντινές παροιμίες. Λέμε “έφαγε τον περίδρομο” επειδή το πινάκιο, το βαθύ πιάτο των Βυζαντινών, είχε γύρω γύρω ένα περιθώριο όπου ξεχείλιζε το φαγητό. ΄Η λέμε “τα παίζει στα δάχτυλα”, επειδή ακριβώς οι Βυζαντινοί μετρούσαν τα πάντα».
– Επομένως είναι μια συνέχεια οργανική…
«Είναι μια οργανική συνέχεια που εκφράζεται με τη λέξη ρωμιοσύνη. Αυτή η οργανική συνέχεια δεν είναι άλλη από τη ρωμιοσύνη…».
– Λέξη που σήμερα έχει κάτι το απαξιωτικό…
«Πράγμα σκανδαλώδες, γιατί η λέξη “ρωμιός” είναι η μόνη που είναι αυτοκρατορική. Το Βυζάντιο ποτέ δεν αποκαλούσε τον εαυτό του Βυζάντιο. Οταν ο Ψελλός ή ακόμη και ο Μιχαήλ Χωνιάτης λένε “οι Βυζαντίου πολίτες” εννοούν τους Κωνσταντινουπολίτες. Δεν εννοούν τίποτε άλλο. “Εσείς οι Βυζαντίου πολίτες” γράφει ο Μιχαήλ Χωνιάτης από την Αθήνα, όπου ήρθε ως μητροπολίτης, στον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη. Διαμαρτύρεται ο Χωνιάτης στον αδελφό του, που ήταν πρωθυπουργός, γιατί οι τρυφεροί πολίτες της Κωνσταντινουπόλεως τον έστειλαν σε έναν τόπο όπου δεν έβρισκε ένα βιβλίο. Κι έπρεπε να πηγαίνει στο μοναστήρι της Κέας για να βρει».
– Τους Ευρωπαίους τους αφορά ή πρέπει να τους αφορά το Βυζάντιο;
«Ακόμη περισσότερο. Γιατί τι είναι ο Ευρωπαίος; Οπως έλεγε ο Πολ Βαλερύ είναι αυτός που έχει υποστεί φιλοσοφικά την επίδραση της αρχαίας ορθολογιστικής σκέψης, που έχει ζήσει με την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα κι έχει υποστεί την επίδραση της ρωμαϊκής διοίκησης και των ρωμαϊκών θεσμών. Αθήνα, Ιερουσαλήμ και Ρώμη. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει Ευρώπη. Κι όλα αυτά τα τρία, συμπυκνωμένα μαζί, είναι το Βυζάντιο. Επομένως το Βυζάντιο είναι Ευρώπη, γιατί είναι ελληνόφωνο όπως η Αθήνα, χριστιανικό όπως η Ιερουσαλήμ κι έχει υιοθετήσει όλη τη ρωμαϊκή διοίκηση».
– Τότε γιατί αποκλειόταν το Βυζάντιο από την Ευρώπη και γενικότερα ηανατολική ορθόδοξη Ευρώπη;
«Οταν δημιουργείται η νεότερη έννοια της Ευρώπης οι Ελληνες έχουν διαγραφεί από τη σκέψη των Ευρωπαίων, λόγω της οθωμανικής κατάκτησης. Οταν ο Ρακίνας γράφει τη “Φαίδρα” ρωτάει τον γάλλο πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη κατά πού πέφτει η Ελλάδα. Ο πρώτος που λέει “we Εuropeans” είναι ο φιλόσοφος Μπέικον, τον 16ον αιώνα. Ο πρώτος πίνακας που παρουσιάζει τους λαούς της Ευρώπης είναι ένας πίνακας γερμανικός, στον οποίο φυσικά δεν υπάρχουν Ελληνες. Επειτα αυτή η Ευρώπη είναι όλη αντιορθόδοξη. Θεωρεί
τους ανατολικούς σχισματικούς».


– Πώς εξηγείτε το ότι σήμερα υπάρχει μεγάλη ζήτηση για βυζαντινή τέχνηαπό όλα τα μεγάλα μουσεία της Νέας Υόρκης,του Λονδίνου,του Παρισιού;Μήπως ψάχνουν για εξωτισμό; Μήπως ως βυζαντινολόγος είστε εξωτική;
«Οχι, δεν είμαι καθόλου εξωτική. Απόδειξη ότι στη Γαλλία με είχαν βάλει πρόεδρο του μεγαλύτερου οργανισμού σύγχρονης τέχνης, του Μπομπούρ… Αυτό οφείλεται στο ότι η Ευρώπη σήμερα θέλει να δει ολόκληρη την οντότητά της. Πού συγκλίνει ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη; Στην ορθοδοξία, στο Βυζάντιο. Η Μόσχα ονομαζόταν “τρίτη Ρώμη”. Επομένως όλη η Ανατολική Ευρώπη που δεν μπορεί πια να αποκλειστεί από την Ευρώπη έχει μια συνοχή, την ορθοδοξία. Και πώς μπορεί να εκφραστεί αυτή η ορθοδοξία για όσους δεν ξέρουν ιστορία και ελληνικά; Μέσα από την εικόνα, τη βυζαντινή αγιογραφία. Οπως λέει ο Ζιροντού, μόνο μέσα σε ένα μουσείο δεν υπάρχουν αγράμματοι».
– Δηλαδή για πολιτικούς λόγους γίνονται αυτές οι εκθέσεις; Το θέμα τηςτέχνης δεν είναι σοβαρό;
«Πάρα πολύ σοβαρό. Γιατί η βυζαντινή αγιογραφία εκφράζει πολύ σύγχρονα πράγματα. Είναι πριν απ΄ όλα μια ζωγραφική ιδιοτήτων και όχι προσώπων, είναι ζωγραφική της αγιοσύνης και όχι του αγίου. Γι΄ αυτό ο αγιογράφος βάζει το όνομα του αγίου από κάτω. Η λέξη σού λέει ποιος είναι ο άγιος και όχι η ζωγραφική. Η απεικόνιση στη βυζαντινή αγιογραφία είναι η απεικόνιση του μοντερνισμού. Οι σουρεαλιστές είναι πολύ συγγενείς με τη βυζαντινή αγιογραφία. Αν πάρετε, για παράδειγμα, έναν Μαγκρίτ και αφαιρέσετε ας πούμε το σεξουαλικό στοιχείο, θα έχετε μια βυζαντινή εικόνα. Το ίδιο και με έναν Νταλί. Οι σουρεαλιστές έκαναν τέχνη την ονειρική τους αναγκαιότητα, δεν έβαλαν σε πρώτο πλάνο το πρόσωπο αλλά την έκφραση, την ιδιότητα του προσώπου».
– Ηξεραν οι σουρεαλιστές την τέχνη αυτή;
«Νομίζω πως όχι, αλλά δεν έχει σημασία. Για παράδειγμα, ο Μπρετόν σίγουρα δεν το ήξερε. Και θα σας πω κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Το 1959 πήγα μαζί με τον Κλοντ Ρουά να δω τον Μπρετόν. Κάθονταν στο ίδιο σπίτι, ο ένας πάνω, ο άλλος κάτω. Κάποια στιγμή ρώτησα βλακωδώς τον Μπρετόν: Γιατί δεν έχετε πάει ποτέ και σεις στην Ελλάδα, έναν τόσο ωραίο τόπο; Μου απάντησε: Είμαστε υπό την κατοχή του ελληνικού πνεύματος εδώ και 2.500 χρόνια και θέλετε να πάω εγώ στην Ελλάδα. Του είπα: Ουδέποτε Ελληνας θα έκανε καλύτερο ύμνο για την ελληνική συνέχεια».
– Οι φοιτητές σας θεωρούν το Βυζάντιο κομμάτι της ιστορίας τους;
«Για ένα πράγμα θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο, ότι από το 1967 μέχρι χθες δίδασκα Βυζάντιο σε 2.000 φοιτητές του πρώτου έτους. Οταν μου έλεγαν μα τι πάτε και διδάσκετε στο πρώτο έτος, εγώ έλεγα πηγαίνω γιατί εκεί χτίζονται τα πράγματα. Ελεγα στα παιδιά, ποιος έδινε τις πέτρες όταν λιθοβολούσαν τον Αγιο Στέφανο. Ο Σαούλ. Ποιος ήταν ο Σαούλ; Ο Παύλος. Μετά τους έλεγα τι έγραφε ο επίσκοπος Αχρίδος στον Πατριάρχη για τους Λατίνους. Καταλάβαιναν αμέσως ότι το Βυζάντιο ήταν δική τους ιστορία.
Οτι είναι ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής Ιστορίας».
– Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε ένα σχολικό εγχειρίδιο Βυζαντινής Ιστορίας για τους έλληνες μαθητές;
«Μου το είχε προτείνει κάποτε ο Αρσένης όταν ήταν υπουργός Παιδείας. Τέλος πάντων, αυτό είναι πικραμένη ιστορία. Οταν μου ζήτησαν λοιπόν να γράψω για το Βυζάντιο, λέω πώς θα πω στα παιδιά πως όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σκοτώνεται πάνω στις επάλξεις της πύλης του Ρωμανού, ο πατριάρχης Σχολάριος έχει τοιχοκολλήσει ανάθεμα εναντίον του… Δεν γίνεται να τα πεις εύκολα αυτά τα πράγματα. Γι΄ αυτό κι εγώ έγραψα μια σειρά ποιημάτων, τα οποία μοιάζουν με μαθήματα».

«Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΙΑΙΟ ΤΡΟΠΟ»

 – Κυρία Αρβελέρ,αφού η ελληνοφωνία μας έρχεται από το Βυζάντιο γιατί στην εκπαίδευση δεν υπάρχουν βυζαντινά κείμενα;
«Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα. Σήμερα επικρατεί σχιζοφρένεια στη διδασκαλία της γλώσσας. Τα πράγματα διχοτομούνται σε νέα και αρχαία ελληνικά. Κανονικά η γλώσσα θα έπρεπε να διδάσκεται με έναν ενιαίο τρόπο. Να ξεκινούσαμε από το σήμερα, να πηγαίναμε προς τα πίσω στα κείμενα της Τουρκοκρατίας, μετά στα βυζαντινά, μετά στα πρώτα χριστιανικά κείμενα που είναι οι επιστολές του Παύλου και η Αποκάλυψη και στα αρχαία κείμενα.

Να μην ξεκινάμε ανάποδα. Τα παιδιά θα καταλαβαίνουν τι γίνεται προχωρώντας προς τα πίσω, θα βλέπουν ότι η ετυμολογία είναι η ίδια. Θα βλέπουν, για παράδειγμα, στα νοταριακά έγγραφα της Τουρκοκρατίας τις λέξεις πούλησα, αγόρασα, έκανα, έδειξα κ.λπ.».
– Στα βυζαντινά κείμενα τι θα βρουν;
«Εκεί θα βρουν για πρώτη φορά τον γλωσσικό διχασμό. Θα βρουν την ομιλούμενη γλώσσα, στηνοποία είναι γραμμένοι οι βίοι των αγίων. Ολα αυτά τα αγιολογικά κείμενα, επειδή αποτελούν τροφή για τους πιστούς, είναι γραμμένα σε γλώσσα λιτή. Είναι ουσιαστικά η προφορική γλώσσα. 

Και θα βρουν και την αττικίζουσα γλώσσα που στην εξέλιξή της οδηγεί στη δική μας καθαρεύουσα. Θα συνειδητοποιήσουν λοιπόν ότι αυτή η γλωσσική συνύπαρξη είναι πολύ παλιά και επιπλέον είναι μια καθημερινή ιστορία, όπως ακριβώς συμβαίνει και τώρα… Μια φορά ένας πολιτικός μου είχε πει: Κυρία Αρβελέρ, δεν λέμε “σαν”. Το “σαν” σημαίνει δεν είσαι και κάνεις σαν. Πρέπει να λέμε “ως”. Ακούστε, του λέω. Καμιά μάνα δεν είπε στο παιδί της: σου μιλώ ως μάνα σου. Μιλώ σαν μάνα σου».

«Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ»


– Θα θέλατε να είσαστε ιστορικός άλλης περιόδου;
«Ποτέ. Βέβαια όταν ήμουν νέα ετοιμαζόμουν για σπουδές στο Πολυτεχνείο, μηχανολόγος. Τώρα που έρχονται διάφοροι γάλλοι συνάδελφοί σας και με ρωτούν τι άλλο θα ήθελα να κάνω, τους απαντώ “ποντίφεξ”, αυτός που φτιάχνει γέφυρες. Ο γεφυροποιός είναι ο βυζαντινολόγος. Δεν είναι άλλη επιστήμη».

– Γιατί;
«Είναι γεφυροποιός και χρονικά και γεωγραφικά και πολιτιστικά. Δεν μπορείς να είσαι βυζαντινολόγος σήμερα αν δεν ξέρεις τι έκαναν οι Αραβες, τι έκαναν οι Ρώσοι, τι έκαναν οι Δυτικοί. Το Βυζάντιο είναι η γέφυρα μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Επίσης είναι η γέφυρα του ελληνισμού της ελληνιστικής εποχής και των νεότερων χρόνων».
– Το Βυζάντιο είναι μεσαίωνας;
«Καθόλου.
Μεσαίωνας είναι η εποχή του ανταλλακτικού εμπορίου. Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε ποτέ τέτοιο εμπόριο. Είχε το νόμισμα, έκανε αμέσως τη ρήτρα χρυσού. Επιπλέον είχε διοικητικούς θεσμούς. Αν ο αυτοκράτορας δεν έκανε συναυτοκράτορα κάποιον, δεν γινόταν τίποτε. Μπορούσε να κάνει συναυτοκράτορα όποιον ήθελε, ασχέτως αν τις περισσότερες φορές έκανε τον γιο του. 

Δεν υπάρχει καν δυναστεία στο Βυζάντιο. Εμείς λέμε, για παράδειγμα, η δυναστεία των Κομνηνών, αλλά αυτά είναι βλακώδη. Ο ελληνικός μεσαίωνας είναι η Τουρκοκρατία. Τα 400 χρόνια Τουρκοκρατίας».
Συνέντευξη στο Νίκο Μπακουνάκη
Πηγή: Dinfo-