Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018
Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018
Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018
Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018
Σήμερα, από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία τιμάται ... και η Αγία Μάρτυς Ευανθία, μαζί με το σύζυγο αυτής Δημήτριο και τον υιό τους Δημητριανό
(η εικόνα, έργο χειρών, Γιάννη Κανελλάκη )
Βιογραφία
.... θανατώθηκαν [η Ευανθία με το Δημητριανό ] κατά τη διάρκεια σεισμού.
Στο Συναξάρι όμως του εκατόνταρχου Κορνηλίου βρίσκουμε για τους μάρτυρες αυτούς τα έξης.
Ο Δημήτριος ήταν φιλόσοφος και άρχοντας της πόλης Σκεψέων η Σκήψης της Μικράς Ασίας, και διώκτης των Χριστιανών.
Η δε γυναίκα του Ευανθία και ο γιος του Δημητριανός ήταν στον ναό προσευχόμενοι, μαζί με τον Κορνήλιο.
Τη στιγμή όμως εκείνη έγινε σεισμός και η Ευανθία με τον Δημητριανό καταπλακώθηκαν στα ερείπια του ναού, φωνάζοντας το όνομα του Κορνηλίου.
Το έμαθε αυτό ο Δημήτριος, βρήκε τον Κορνήλιο και τον παρακάλεσε να σώσει την οικογένεια του.
Πράγματι ο Κορνήλιος έβγαλε ζωντανούς από τα ερείπια τα δύο μέλη της οικογενείας του Δημητρίου, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη μεταστροφή στον Χριστό του Δημητρίου, καθώς και όλων των κατοίκων της πόλης εκείνης.
πηγή: http://www.saint.gr/997/saint.aspx
.......................................................................
.........................................................................
Labels:
Αγία Ευανθία,
Δημητριανός,
Δημήτριος
Εσένα το μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς
Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης
«Εσένα τον μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς!».
Το εννοούσε ως κοπλιμέντο.
Ηθελε να πει ότι εγώ είμαι αυτοδημιούργητος, πως δεν στηρίχτηκα σε κάποια οικογενειακή παράδοση. Στη χώρα που όχι μόνο οι πολιτικοί αλλά και οι ηθοποιοί – και οι τραγουδιστές ακόμα – δίνουν το «δαχτυλίδι» στα παιδιά τους, γιατί να μην το κάνουν και όσοι γράφουν βιβλία;
«Εάν εξαιρέσουμε τον Αλέξανδρο Δουμά υιό, δεν είχε άλλος συγγραφέας γονιό συγγραφέα…» θα του επεσήμαινα παιγνιωδώς. Με είχε πειράξει όμως εκείνο «τον μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς» με τον απαξιωτικό – περιφρονητικό σχεδόν – τόνο που εκφράστηκε.
«Εάν εξαιρέσουμε τον Αλέξανδρο Δουμά υιό, δεν είχε άλλος συγγραφέας γονιό συγγραφέα…» θα του επεσήμαινα παιγνιωδώς. Με είχε πειράξει όμως εκείνο «τον μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς» με τον απαξιωτικό – περιφρονητικό σχεδόν – τόνο που εκφράστηκε.
«Δίκιο έχεις… » θα του απαντούσα άμα δεν έκρυβα, από περηφάνια, την ενόχλησή μου.
«… Πράγματι, ο πατέρας μου δεν είχε βγει ποτέ στην τηλεόραση, δεν είχε δει το όνομά του στην εφημερίδα παρά στην αγγελία του γάμου του. Μεγάλωσε στην Κατοχή, τελείωσε δουλεύοντας τη Νομική Σχολή, στεγάστηκε σε ένα από τα εκατοντάδες γραφεία της οδού Σανταρόζα και προτού έρθουν οι μεγάλες υποθέσεις – που θα του έφερναν ίσως λεφτά και φήμη -, πριν συμπληρώσει τα πενήντα, αρρώστησε και πέθανε. Στην κηδεία του δεν εκφωνήθηκαν λόγοι, δεν κατατέθηκαν στεφάνια από επισήμους ούτε καν από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου. Μα ήταν ο πατέρας μου ένας πληθωρικός τύπος που ξενυχτούσε με την παρέα του στη Φωκίωνος Νέγρη συζητώντας για βιβλία και ταινίες δίχως να περνιέται για διανοούμενος. Που ερωτεύτηκε και έκλεψε τη μάνα μου, παντρεύτηκαν σε μία άδεια εκκλησία χωρίς προίκα, χωρίς δώρα, χωρίς συγκινημένα πεθερικά. Που αντί για αυτοκίνητο – το όνειρο του μικροαστού στα 70s – αγόραζε δίσκους κλασικής μουσικής και έραβε φίνα κοστούμια. Που με έμαθε ποδήλατο, μου διάβασε τον «Δον Κιχώτη», μου άφησε στη βιβλιοθήκη του το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου και τον «Φύλακα στη Σίκαλη». Ναι, τον μπαμπά μου δεν τον ήξερε κανείς. Εκτός από τους μετρημένους εκείνους που ο ίδιος διάλεγε για φίλους και για συνομιλητές. Εάν το ίχνος του στη ζωή δεν ήταν ορατό στα πλήθη, αποδείχθηκε βαθύ. Διαρκές. Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν περνά μέρα που να μην τον σκεφτώ. Ολος αγάπη…».
Το πάθος για διασημότητα, ο καημός να είσαι «επώνυμος» αποτελεί μια από τις κυρίαρχες νευρώσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Παλιά ο κόσμος αναγνώριζε όσους εξ επαγγέλματος εξετίθεντο αποσκοπώντας σε κάτι πιο ουσιαστικό από το να τους χαιρετάνε στον δρόμο. Τους ποδοσφαιριστές που ίδρωναν τη φανέλα. Τους ηθοποιούς που έδιναν την ψυχή τους στη σκηνή. Τους πολιτικούς που υπηρετούσαν την εκλογική τους έστω πελατεία.
Παλιά το έργο προηγούνταν της φάτσας. Οι εκδηλώσεις θαυμασμού εκτός παιδιάς έφερναν μέχρι και σε αμηχανία τούς αληθινά σημαντικούς.
«Το να σε αναγνωρίζει ο μπακάλης της γειτονιάς σου είναι καλοδεχούμενο, σου δίνει φρέσκα πράγματα, τον εκτιμάς, σε εκτιμά. Αλλά το να σε αναγνωρίζει ο μπακάλης της παρακάτω γειτονιάς είναι μια δέσμευση για την οποίαν εγώ δεν θέλω να λάβω καμία ευθύνη. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι ξέρουν το όνομά μου χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τι έχω κάνει…» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ηρθε έπειτα η ιδιωτική τηλεόραση και άρχισε βουλιμικά να καταναλώνει «φρέσκα πρόσωπα». Από τα πάνελ και από τα πρωινάδικα παρήλαυναν άνθρωποι δίχως συγκεκριμένη προσφορά, δίχως σαφές επάγγελμα καλά καλά, που διέθεταν μονάχα γνώμη, άποψη για όλα, και την εξέφραζαν ακκιζόμενοι στην κάμερα.
Το μόνο ζητούμενο ήταν να φέρνεις «νούμερα». Να σε κοιτάει ο κόσμος έστω και για χάζι, έως και χλευάζοντάς σε. Και ταλαντούχοι ακόμα καλλιτέχνες και φερέλπιδες πολιτικοί έπεσαν στην παγίδα. Κατήντησαν τηλεπερσόνες. Σειρά είχαν οι ένοικοι των Μπιγκ Μπράδερ, παιδιά εν πλήρει συγχύσει αθώα, τα οποία εκτοξεύονταν σαν πυροτεχνήματα κάθε σεζόν και ήταν αποκαΐδια την επόμενη.
Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας ολοκληρώθηκε με την επέλαση των σόσιαλ μίντια.
Δισεκατομμύρια πλέον διεθνώς διαθέτουν τη σελίδα τους στο Φέισμπουκ, τον λογαριασμό τους στο Τουίτερ και στο Ινσταγκραμ και ανεβάζουν ακατάσχετα φωτογραφίες, αμπελοφιλοσοφίες, ειδήσεις ιδιωτικού αποκλειστικά χαρακτήρα, γεγονότα ασήμαντα ή τραγικά, «ο σκύλος μου έπαθε δυσκοιλιότητα», «διαγνώστηκα με καρκίνο», κοινοποιούν τη ζωή τους λεπτό προς λεπτό, σαν να μην αντέχουν το βάρος της.
Μοιράζονται τα πάντα, ακατέργαστα, αχώνευτα – τα ανταλλάσσουν, για την ακρίβεια, με λάικς. Κανείς μας σχεδόν, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, δεν ανθίσταται απολύτως στον πειρασμό. Στον παράλληλο ψηφιακό κόσμο, η διασημότητα μοιάζει με υπερπληθωρισμένο νόμισμα. Προσφέρεται αφειδώς σε όποιον τη λαχταρά. Δεν έχει ωστόσο πραγματικό αντίκρισμα.
«Τον μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς!». Πόσοι, στις μέρες μας, απολαμβάνουν ένα τέτοιο προνόμιο;
πηγή: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Σαββατοκύριακο 8-9 Σεπτεμβρίου 2018
Labels:
ΤΑ ΝΕΑ,
Χρήστος Χωμενίδης
Η "Πρωτοχρονιά" του Σεπτέμβρη
Γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος
Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά τον Ιανουάριο. Στην Ελλάδα, θα ταίριαζε πιο πολύ να μεταφέρουμε τη συγκεκριμένη αργία τον Σεπτέμβριο, τον μήνα δηλαδή με τα πιο πολλά ουσιαστικά ξεκινήματα.
Τα τελευταία χρόνια ακούμε και μιλάμε συνεχώς για μεταρρυθμίσεις, αλλά ανάθεμα κι αν έχουμε καταλάβει το πραγματικό νόημα της λέξης. Μεταρρύθμιση δεν είναι ούτε η αλλαγή του πλαισίου λειτουργίας μιας δημόσιας επιχείρησης, ούτε φυσικά μια αλλαγή που έχει να κάνει αποκλειστικά με δημοσιονομικά κόστη. Μεταρρύθμιση είναι κάτι που σου επιβάλλει να ρυθμίσεις τα πάντα διαφορετικά – που σε οδηγεί στο να υιοθετήσεις νέες συνήθειες και νέους τρόπους στη ζωή σου πρώτα από όλα. Μια πραγματική μεταρρύθμιση π.χ. θα ήταν να σταματούσαμε να γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά την πρώτη Ιανουαρίου και να τη γιορτάζαμε τώρα τον Σεπτέμβριο. Οχι την 1η Σεπτεμβρίου απαραίτητα, αλλά όποτε συμφωνήσουμε πως πραγματικά αρχίζει η χρονιά μας.
Το πότε γιορτάζει μια χώρα την Πρωτοχρονιά της είναι αποκλειστικά δική της απόφαση.
Η Πρωτοχρονιά των μουσουλμάνων είναι πάντα η πρώτη ημέρα του μήνα, τον οποίο ονομάζουν «Μουχαράμ». Οι μουσουλμάνοι βέβαια ξεκινούν την αρίθμηση των ετών τους από το έτος της «Εγίρας», δηλαδή από τη 16η Ιουλίου του 622 μ.Χ. στο Ιουλιανό ημερολόγιο, την ημέρα δηλαδή της αναχώρησης του Μωάμεθ από τη Μέκκα προς τη γειτονική πόλη της Μεδίνας για να γλιτώσει από μία συνωμοσία εναντίον του.
Στην Κίνα η Πρωτοχρονιά είναι κινητή εορτή – παρότι οι Κινέζοι χρησιμοποιούν επισήμως (από το 1912) το Γρηγοριανό ημερολόγιο – και δεν συμπίπτει με την 1η Ιανουαρίου αλλά γιορτάζεται σε διαφορετική ημερομηνία κάθε χρόνο, αφού βασίζεται ακόμη και σήμερα σε αρχαίες κινεζικές παραδόσεις.
Για χρόνια οι χώρες γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά η καθεμία χωριστά.
Την 1η Ιανουαρίου ως Πρωτοχρονιά τη γιορτάζουν οι Σουηδοί από το 1529 και οι Γερμανοί από το 1544.
Στην Ιταλία τη γιορτάζουν από τότε περίπου οι Βενετοί – μόνοι τους: στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας είχαν επιλέξει άλλες ημερομηνίες.
Στην Ελλάδα η Πρωτοχρονιά ως γιορτή καθιερώθηκε μόλις το 1923:
μέχρι τότε δεν τη γιορτάζαμε καν.
Και που τη γιορτάζουμε ωστόσο την 1η Ιανουαρίου, τι καταλαβαίνουμε; Τίποτα!
Εχουμε ένα σωρό έθιμα που τη συνοδεύουν, αλλά ουδείς αντιλαμβάνεται τη μέρα ως αρχή του χρόνου.
Τίποτα δεν αρχίζει την 1η Ιανουαρίου για τον απλούστατο λόγο ότι στη χώρα μας όλα αρχίζουν τον Σεπτέμβριο. Τα σχολεία ξεκινούν. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στις δουλειές τους (όσοι δουλειές έχουν και όσοι δεν έχουν τότε αρχίζουν να ψάχνουν να βρουν). Ξεκινά το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και το Τσάμπιονς Λιγκ. Ξεκινούν τα νέα προγράμματα των καναλιών. Πολλοί διαλέγουν τον μήνα για να παντρευτούν, γιατί νιώθουν ότι πραγματικά πρόκειται για έναν μήνα που επιτρέπει ένα νέο ξεκίνημα.
Ολοι τον Σεπτέμβριο ξαναβρισκόμαστε και έχουμε την ίδια ακριβώς αμηχανία ως προς το τι να ευχηθούμε ο ένας στον άλλον. Αλλοι λένε «καλή σεζόν», λες και είμαστε διευθυντές σε θέατρο. Αλλοι λένε «καλό χειμώνα» ενώ έχει τριάντα δύο βαθμούς υπό σκιάν. Κανείς δεν τολμά να πει «καλή χρονιά». Ενώ το ‘χει κάτω από τη γλώσσα.
Δεν ξέρω με ποια κριτήρια διάλεξαν την πρώτη του Ιανουαρίου ως Πρωτοχρονιά. Πιθανότατα σε έναν άλλον κόσμο, διαφορετικό από τον δικό μας, ο Ιανουάριος να ήταν πραγματικά ο μήνας που ένιωθες την αλλαγή του χρόνου – αυτό δεν ισχύει πια. Κι επειδή δεν ισχύει χρειάζεται μια πραγματική μεταρρύθμιση και όχι από αυτές τις fake που συνήθως αφορούν απλώς μισθούς και συντάξεις.
Χρειάζεται να βρούμε τη δύναμη να φέρουμε την «Πρωτοχρονιά» τον Σεπτέμβρη – στον μήνα που κανονικά ανήκει. Δεν χρειάζεται μάλιστα να γιορτάζεται την 1η του Σεπτέμβρη – από πουθενά δεν προκύπτει ότι η Πρωτοχρονιά πρέπει να είναι και πρωτομηνιά. Μια χαρά μπορεί να την γιορτάζουμε 15 του μηνός ή και 22. Ας πούμε τη δεύτερη ή την τρίτη Κυριακή του μήνα.
Και μπορούμε να το κάνουμε μόνο εμείς: οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, οι Ασιάτες, οι Αμερικανοί, οι Αυστραλοί και οι Αφρικανοί ας γιορτάζουν όποτε θέλουν: κανείς ποτέ σε αυτή τη χώρα δεν ζήλεψε τις εθνικές εορτές τους.
Σκεφτείτε πόσο ωραία θα απλοποιηθούν όλα. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή μας από την αυγουστιάτικη καλοκαιρινή απόδραση θα έχουμε μπροστά μας μια ωραία τριήμερη αργία – ο Σεπτέμβρης από αργίες είναι άδειος δυστυχώς. Θα γιορτάζουμε την αλλαγή του χρόνου στις πλατείες αφού κάνει ακόμη ζέστη. Θα μπορούμε να ξαναφύγουμε για τα χωριά μας ή να μείνουμε στις πόλεις και να ξεφαντώσουμε. Κανείς δεν θα έπαιζε χαρτιά αφού καλοκαιριάτικα μόνο οι άρρωστοι με τον τζόγο έχουν τέτοια κέφια. Το οικογενειακό τραπέζι δεν θα είχε γαλοπούλα (που σε κανέναν δεν αρέσει…) αλλά μάλλον κάνα ψαράκι.
Θα ανταλλάσσαμε δώρα ταπεινά και όμορφα, ξεπαραδιασμένοι από το καλοκαίρι. Θα παίρναμε τώρα που τον χρειαζόμαστε τον 13ο μισθό για να πληρώσουμε την Εφορία και τον ΕΝΦΙΑ.
Θα ανταλλάσσαμε φιλιά και κανείς δεν θα έλεγε βλακείες του είδους «καλό χειμώνα».
Η δε απουσία της Πρωτοχρονιάς από το εορτολόγιο του Ιανουαρίου δεν θα δημιουργούσε το παραμικρό πρόβλημα: τα Χριστούγεννα είναι έτσι κι αλλιώς μια τεράστια γιορτή και χωρίς την Πρωτοχρονιά θα αναβαθμιζόταν και η παρεξηγημένη γιορτή των Φώτων που ενώ είναι για τις χριστιανικές μας παραδόσεις τεράστια, έχει καταντήσει κάτι σαν φεστιβάλ των χειμερινών κολυμβητών που εκείνη τη μέρα ξεσαλώνουν.
Η μεταβολή της Πρωτοχρονιάς θα οδηγούσε χιλιάδες τουρίστες στην απόφαση να έρχονται εδώ για να τη γιορτάσουν μαζί μας – όποιος αμφιβάλλει, ας σκεφτεί ότι υπάρχουν Κινέζοι που παντρεύονται στη Σαντορίνη και θα καταλάβει πως οι παράξενοι του κόσμου είναι μια μεγάλη, ήρεμη, βουβή πλειονότητα.
Θα νιώθαμε σύντομα ευτυχισμένοι για αυτή μας τη διαφορετικότητα κι αν ξαναβρίσκαμε λεφτά την 1η Ιανουαρίου θα πηγαίναμε στα εξωτερικά για να χαρούμε την Πρωτοχρονιά – όπου τη γιορτάζουν τότε.
Θα τους εξηγούσαμε το λάθος που κάνουν, θα μας κοιτούσαν περίεργα.
Θα ήμασταν οι μόνοι που θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε δύο Πρωτοχρονιές τον χρόνο…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018.
Labels:
Αντώνης Καρπετόπουλος,
Πρωτοχρονιά,
Σεπτέμβρης
Ποιος φοβάται το Βιργίλιο;
Η απαξίωση της λατινικής γλώσσας και λογοτεχνίας συντελούνταν επί δεκαετίες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η λύση θα ήταν η κατάργηση των Λατινικών από τις Πανελλήνιες Εξετάσεις
Δεν είναι τώρα που η πολιτεία αποσκορακίζει τα Λατινικά Γράμματα.
Υπήρχε βέβαια πάντα στο βάθος της συνείδησης των σχεδιαστών της ύλης της ελληνικής εκπαίδευσης η πάγια ευρωπαϊκή αντίληψη πως όταν λέμε κλασική παιδεία εννοούμε συλλήβδην τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά κείμενα. Αλλά έχω την εντύπωση πως μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, ίσως και γιατί στις υπόγειες εγγραφές μάς είχε δημιουργηθεί μια άπωση για τη φασιστική Ιταλία, αυτή η εντύπωση συμπαρέσυρε και τη μεγάλη πολιτιστική προσφορά των Ρωμαίων σε αυτό που ονομάστηκε Κλασικισμός και συνδέθηκε με την Αναγέννηση των γραμμάτων και των επιστημών στην Ευρώπη και σ' όλο τον κόσμο.
Υπήρχε βέβαια πάντα στο βάθος της συνείδησης των σχεδιαστών της ύλης της ελληνικής εκπαίδευσης η πάγια ευρωπαϊκή αντίληψη πως όταν λέμε κλασική παιδεία εννοούμε συλλήβδην τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά κείμενα. Αλλά έχω την εντύπωση πως μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, ίσως και γιατί στις υπόγειες εγγραφές μάς είχε δημιουργηθεί μια άπωση για τη φασιστική Ιταλία, αυτή η εντύπωση συμπαρέσυρε και τη μεγάλη πολιτιστική προσφορά των Ρωμαίων σε αυτό που ονομάστηκε Κλασικισμός και συνδέθηκε με την Αναγέννηση των γραμμάτων και των επιστημών στην Ευρώπη και σ' όλο τον κόσμο.
Ο Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων (Publius Vergilius Maro, 15 Οκτωβρίου 70 π.Χ. – 21 Σεπτεμβρίου 19 π.Χ.), ο οποίος αποκαλείται συνήθως Βιργίλιος, ήταν αρχαίος Ρωμαίος ποιητής της περιόδου του Οκταβιανού Αύγουστου. Το σημαντικότερο ίσως έργο του, η Αινειάδα, θεωρείται το σπουδαιότερο έπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Έχοντας πατέρα φιλόλογο βρήκα στη βιβλιοθήκη εκτός από λατινικά ιστορικά, ρητορικά και ποιητικά κείμενα (Οράτιο, Βιργίλιο, Σενέκα, Ιούλιο Καίσαρα) δύο – τρία ογκώδη λατινοελληνικά και ελληνολατινικά λεξικά. Όταν έδωσα εξετάσεις το 1955 στη Φιλοσοφική Σχολή, χωρίς φροντιστήριο, στη μικρή επαρχιακή μου γενέθλια πόλη, με αυτά τα λεξικά και αυτά τα κείμενα προετοιμάστηκα και έγινα δεκτός στη Σχολή. Η ύλη που εξετάστηκα για να εισαχθώ ήταν ολόκληρο το λατινικό κείμενο του Ιούλιου Καίσαρα «De bello civico» και ολόκληρο το κείμενο «De bello gallico» («Περί Εμφυλίου Πολέμου», «Περί Γαλατικού Πολέμου»).
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως για να γίνεις δεκτός πριν από 60 χρόνια στο πανεπιστήμιο έπρεπε να ξεψαχνίσεις όχι απλώς έναν σημαντικό ιστορικό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά έναν αυτοκράτορα που δημιούργησε την ακμή της Αυτοκρατορίας. Εξάλλου ενεργοί στρατιωτικοί ήταν και οι μεγάλοι έλληνες ιστορικοί, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ο Πολύβιος. Ήταν σαν να διδάσκαμε σήμερα ευρωπαϊκή ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με εγχειρίδια τα Απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ (Βραβείο Νομπέλ, παρακαλώ), του Ντε Γκολ, του Μολότοφ.
Όταν μάλιστα είχαμε δάσκαλο πλήρη φιλόλογο, δηλαδή κάτοχο και των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών, μυηθήκαμε, όχι όπως κατάντησε η διδασκαλία των Λατινικών σε γραμματοσυντακτικές παπαγαλίες, αλλά στην ουσία της ποιητικής ή της πολιτικής αξίας των λατινικών γραμμάτων.
Επιτρέψτε μου πάλι κάποιες προσωπικές αναφορές, αλλά δεν διαθέτω άλλες στην εποχή που ζούμε.
Έτσι λοιπόν, όταν ο αείμνηστος καθηγητής μου (αργότερα αστέρας στη Βαρβάκειο Σχολή) Αθανάσιος Φλώρος μας δίδασκε Οράτιο, σ’ όσους από εμάς είχε διαβλέψει μια έφεση προς την ποιητική δημιουργία (του εμπιστευόμασταν τα πρώτα ποιητικά μας κείμενα), μας προέτρεπε να ασκήσουμε την έως τότε τεχνική μας περιουσία (μετρική, συνίζηση κ.τ.λ.) στη μετάφραση λατινικών ποιημάτων.
Τα πρώτα μεταφράσματά μου από άλλη γλώσσα ήταν Ωδές του Οράτιου, δίπλα σε μεταφράσεις από τον Βερλέν, σπουδαστής τότε του Γαλλικού Ινστιτούτου. (Το πρώτο στη ζωή μου δημόσιο κείμενο έχει φιλοξενηθεί στη «Φιλολογική Βραδυνή» το 1954 και ήταν ποίημα του Βερλέν, ήμουν 16 χρονών). Γι» αυτό η γενιά μου οφείλει ευγνωμοσύνη στους δασκάλους της. Ποιος σήμερα δάσκαλος θα έπειθε τον μαθητή του να μεταφράσει Οράτιο (μέγιστο λυρικό ποιητή), όχι γιατί δεν αγαπά την ποίηση, αλλά επειδή κατά κανόνα δεν γνωρίζει Λατινικά, καθώς ως απόφοιτος όχι του Κλασικού Τμήματος της Φιλοσοφικής, αλλά άλλων τμημάτων (Ιστορικού, Αρχαιολογικού, Ψυχολογικού, Παιδαγωγικού, Φιλοσοφικού) δεν διδάχτηκε (και πώς να τα διδάξει;) Λατινικά και μάλιστα Οράτιο ή Γιουβενάλι (ισάξιο με τους έλληνες σατιρικό ποιητή).
Φοβάμαι πως στις μέρες μας αν ένας διευθυντής Λυκείου αντιπαθεί έναν καθηγητή του, θα του αναθέσει να διδάξει Λατινικά! Για να αντιληφθείτε την απαξίωση αυτής της θεμελιώδους για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό γλώσσας και λογοτεχνίας, θα θυμίσω σε γενιές μαθητών εδώ και πενήντα χρόνια πως διδάσκονταν από ένα εγχειρίδιο που είχε απλοϊκά κείμενα κατασκευασμένα από τους συγγραφείς, έτσι ώστε σε κάθε κεφάλαιο να επικρατούν γραμματικά ή συντακτικά φαινόμενα (πρώτη κλίση, υποτακτική, ανώμαλα επίθετα, επιρρήματα, κ.τ.λ.). Και το κλου: το υπουργείο Παιδείας για να «διευκολύνει» τους άπειρους καθηγητές Λατινικής, τους εφοδίαζε με βιβλίο όπου τα κείμενα ήταν μεταφρασμένα! Με την εντολή να μη δοθεί στους μαθητές!
Ξέρετε εσείς κανέναν καλό δάσκαλο να έχει στο συρτάρι του την επίσημη μετάφραση στην οποία οι μαθητές του να έδιναν Πανελλήνιες Εξετάσεις και δεν θα τους ενημέρωνε; Παίρναν φωτιά τα φωτοτυπικά.
Έτσι, στη συνειδητά αλατίνιστη εκπαίδευση, το ποσοστό των επιτυχόντων φοιτητών στη Φιλοσοφική που είχε διαγωνιστεί στα Λατινικά έφτανε το ογδόντα τοις εκατό, το άριστα! Υπήρξαν περιπτώσεις μαθητών μου που βαθμολογήθηκαν με 18 στα Λατινικά και με 3 στην Εκθεση.
Άρα, ορθά ο υπουργός Παιδείας κατάργησε το μάθημα – ρεζίλι; Όχι βέβαια, γιατί γελάει από τον τάφο της η Ρομιγί που πριν από χρόνια, επικεφαλής χιλιάδων νέων και δασκάλων, διαδήλωσε στο Παρίσι πρώτα για τη διατήρηση των Λατινικών στα Λύκεια και ύστερα για να μην καταργηθεί από τη γαλλική γλώσσα η αξάν σιρκονφλέξ (περισπωμένη) που δεν προσφέρεται! Άλλες εποχές, άλλοι δάσκαλοι!!
Βέβαια, με τον τρόπο που διδάσκονταν και με την έλλειψη λατινομάθειας των δασκάλων, καλύτερα να εξαφανιστούν. Αλλά ερωτώ: θα διόριζες καθηγητή των Αγγλικών, των Γαλλικών, των Γερμανικών στο ελληνικό Γυμνάσιο και Λύκειο δασκάλους που δεν ξέρουν Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά;
Αλλά ένας νεοδιόριστος καθηγητής (τι λέω; Ένας προσληφθείς με σύμβαση εργασίας οκτώ μηνών), ο πτυχιούχος του Αρχαιολογικού ή του Ψυχολογικού Τμήματος στην Αταλάντη ή στο Δομοκό ή στο Καρπενήσι, θα τολμούσε να αρνηθεί να διδάξει Λατινικά αν του τα ανέθετε ο διευθυντής;
Να ‘ναι καλά το εγχειρίδιο με το μεταφρασμένο κείμενο στο συρτάρι και ο ενθουσιασμός των μαθητών για την κατανόηση του δασκάλου που τους το εγχειρίζει.
Αν είναι έτσι να συνεχιστεί ο εξευτελισμός μιας ακρογωνιαίας λίθου του ανθρωπιστικού εκπαιδευτικού ιδεώδους, ποτέ και σώσει.
Χρόνια φωνάζω πως το ρωμαϊκό θέατρο είναι επί ίσοις όροις κληρονομιά της ανθρωπότητας. Γιατί δεν παίζονται στην Επίδαυρο Πλαύτος, Τερέντιος, Σενέκας. Όταν ο αείμνηστος Ευαγγελάτος σκηνοθέτησε με το ΚΘΒΕ τη «Μήδεια» του Σενέκα σε μετάφραση του μακαρίτη Τάσου Ρούσσου με τη Βαλάκου έκανε πιένες. Παίχτηκε στο Ηρώδειο δύο βραδιές με 8.000 θεατές!
Το ευρωπαϊκό θέατρο είναι παιδί όχι του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη. Είναι παιδί του Μένανδρου και ο Μένανδρος είναι ο θεατράνθρωπος που ξεζούμισαν οι ρωμαίοι κωμικοί και δραματικοί ποιητές, τους οποίους ξεζούμισαν ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Γκολντόνι, ο Μακιαβέλι, ο Ρουτζάντε αλλά και ο Γκόγκολ και ο Πούσκιν και όλη η κομέντια ερουντίτα (λόγια) και η κομέντια ντελ άρτε (επαγγελματιών μίμων).
Την εποχή μας, που βρέθηκε ένας ταμένος λατινιστής δάσκαλος πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός να μεταφράσει εξαίσια ένα μείζον ποιητικό κείμενο όχι μόνο της Λατινικής αλλά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την «Αινειάδα» του Βιργίλιου, βρέθηκε πολιτική ηγεσία να διαγράψει από την παιδεία μας μια ωκεάνια γλώσσα. Και αντί χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς δεσμεύσεις ηλιθιώδεις να αναβαθμίσει αυτόν τον πολιτισμό μέσω των κειμένων του δημιουργώντας στην εκπαίδευση ειδίκευση Διδασκαλία της Λατινικής Γλώσσας, όπως, βρε αδελφέ, η Χημεία, η Γυμναστική, η Κοινωνιολογία. Που δεν είναι νεκρή, αφού τα κείμενά της πάλλονται.
Ας τολμήσει ο υπουργός έτσι για να εξιλεωθεί, να παραγγείλει σε δυο – τρεις λατινομαθείς φιλολόγους πανεπιστημιακούς να σχηματίσουν μια ανθολογία ποιητική της Λατινικής γλώσσας (πρωτότυπο κείμενο και απέναντι μετάφραση) και να διανείμει το πόνημα στην Εκπαίδευση ως ελεύθερο ανάγνωσμα, χωρίς λογοκρισία (ούτε στα ερωτικά τολμηρά ποιήματα) να δούμε πόσοι θ' αντέξουν και το μεγαλείο της ποίησης και την τόλμη των ιδεών, των αισθημάτων και των ηθών.
Αλήθεια μήπως φοβούνται αυτά τα κείμενα;
Να το πω αλλιώς; Ποιος φοβάται τη ροκ λατινική ποίηση;
http://eranistis.net/wordpress/2018/09/17/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%AC%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B2%CE%B9%CF%81%CE%B3%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%BF/
Labels:
Βιργίλιος,
Κώστας Γεωργουσόπουλος,
Λατινικά,
φόβος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)