Λατρεμένο μου
όπως σου έγραφα μεταξύ άλλων
στο ποστάκι με
τίτλο Σύντομη
αφήγηση περί ΜΗ απόλαυσης φαγητού,
πρωτοάκουσα τη
λέξη ανάθεμα στην παιδική μου
ηλικία,
μέσα στην
πατρική μου οικογένεια.
Επαναλαμβάνω ένα απόσπασμα
για σένα που
δεν το έχεις διαβάσει:
[....]
Η μαμά
ψυχοθεραπεύονταν ασυνείδητα, κάνοντας -με ιδία έμπνευση-
screaming therapy που λένε οι πσυχίατροι- κατ'εξοχήν και κυρίως στην ώρα του φαγητού!
Καθόμουν, που λες, να φάω, το έρημο, και ενώ είχα μπροστά μου το πιάτο με το λιτό έδεσμα, ρύζι-και των κινέζων- ή πατάτες ή μακαρόνια-όλα τα ...θρεπτικά - η μανούλα -δι ασήμαντον αφορμήν άρχιζε τον "εξάψαλμο".
Κάθε φορά, η αφορμή ήταν και άλλη.
Κάθε φορά η ευρηματικότητα της φαντασίας της, ανεξάντλητη...
-Βρέ τέρας της Κοινωνίας Των Εθνών,(ΚΤΕ όπως είναι σήμερα ο ΟΗΕ περίπου) μωρή άχρηστη, μωρή άταρη -που ό,τι πιάνεις σου πέφτει από τα χέρια - όρνιο, καθίκι κωθώνι, δεν σου είπα, μωρήηηη, ότι το ποτήρι με το νερό ΔΕΝ το βάζουνε ,μωρή, στην άκρη του τραπεζιού, γιατί μπορεί να το σπρώξεις,να πέσει να σπάσει και τι θα γίνει, μωρή, άμα σπάσει το ποτήρι; θα κινδυνέψουμε από τα γυαλιά και δεν έχω, μωρή χαμένη, λεφτά να πάρω άλλο ποτήρι, αει να χαθείς και να χάνεσαι, ζώον ε ζώον, απρόκοφτη, ανοικοκύρευτη, γαιδούρα ε γαιδούρα , που δε σέβεσαι τον κόπο μου, κτήνος , ίδια μωρή είσαι, όλόϊδια με τον πατέρα σου, τον Παναγή από τα Μέγαρα, το νταβατζή το... σκατάααα!!!!
(όντως έγινε "σκατάς" μερικές δεκαετίες αργότερα όταν της άλλαζε με χριστιανική αγάπη και αφοσίωση- πραγματικά αγόγγυστα και θαύμαζα- τα πάμπερς τότε που τη φρόντισε τριάμισι χρόνια κατάκοιτη)
τον αλήτηηηη! που μου 'φαγε τη ζωή μου την κατάστρεψε, μαύρη η ώρα και η στιγμή που πήγα και τον παντρεύτηκα, ανάθεμα την ώρα που τον παντρεύτηκα, ανάθεμαααα!
Έτσι γινόταν πάντα.
Ξεκίναγε από το μοναχοπαίδι της, την ασήμαντον αφορμήν και καταλήγαμε στο
(μή Ορθόδοξον ) ανάθεμα!
(να δώσω σημαντικές αφορμές για μάλωμα ούτε κατά διάνοιαν ούτε κατα φαντασίαν, περιστεράκι μου...άψογη στα περί ηθικής, άψογη στα σχολεία μου...αλίμονο, αν έδινα αφορμή και σε τέτοια θα με ανασκολόπιζε ευχαρίστως η καλή η γυναίκα, με τα τέρατα της οργής που την παίδευαν...)
Καταλήγαμε, λοιπόν, στου πατέρα μου το ανάθεμα σε φοβερές "ευχές" και κατάρες "να γκρεμοτσακιστεί ο παλιάνθρωπος- όπου γυρίζει με το αυτοκίνητο με τις γκόμενες, να μη σώσει να ξαναγυρίσει πίσω να γλυτώσουμε!"
Όλα αυτά, τα φοβερά- με τσιρίδες που ακούγονταν ένα χιλιόμετρο τουλάχιστον μακριά από το σπίτι και με έκαναν να ντρέπομα αφορητα να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί,
εκτοξεύονταν μπροστά σε ένα πιάτο γιαχνιστές πατάτες, ή λίγο ρύζι πιλάφι, σπάνια λίγο κοτόπουλο...
Καταλαβαίνεις , λοιπόν, ακόμα και συ, ανυποψίαστε, μεγαλωμένε με πλούσια γονεϊκή αγάπη, περαστικέ, ευλαβικέ αναγνώστη, γιατί το στομάχι μου δενόταν σαράντα κόμπους, γιατί χόρταινα τρώγοντας μόνο τρεις μπουκιές και μετά έφευγα τρέχοντας , έξω απ' το σπίτι, να βρω τις καλές φιλενάδες, ή τα περιστέρια μου, επάνω στη γέρικη ελιά, να τους δώσω -και να πάρω από τα γουργουρητά τους - μια σταλιά τρυφερότητα που εκφραζόταν με φιλικά τσιμπηματάκια τους πάνω στα παιδικά, τρυφερά δάχτυλά μου...
(Ω ναι...τα περιστέρια μου με αγαπούσαν, με παρηγορούσαν
κ υ ρ ί ω ς γι αυτό και θρήνησα πολύ όταν λείποντας κάποιο διήμερο -η μικρούλα με τη μαμά στην Αθήνα- και επιστρέφοντας κατάλαβα πως η κακιά Φρικαντέλα (βλέπε Ε.Τριβιζά) σπιτονοικοκυρά του καιρού εκείνου -επειδή της χαλούσαν -λέει- τον κόσμο με τα πετάγματα και τις κουτσουλιές τους- αδίστακτα από προσώπου γης, και αέρος, τα εξαφάνισε.)
Καθόμουν, που λες, να φάω, το έρημο, και ενώ είχα μπροστά μου το πιάτο με το λιτό έδεσμα, ρύζι-και των κινέζων- ή πατάτες ή μακαρόνια-όλα τα ...θρεπτικά - η μανούλα -δι ασήμαντον αφορμήν άρχιζε τον "εξάψαλμο".
Κάθε φορά, η αφορμή ήταν και άλλη.
Κάθε φορά η ευρηματικότητα της φαντασίας της, ανεξάντλητη...
-Βρέ τέρας της Κοινωνίας Των Εθνών,(ΚΤΕ όπως είναι σήμερα ο ΟΗΕ περίπου) μωρή άχρηστη, μωρή άταρη -που ό,τι πιάνεις σου πέφτει από τα χέρια - όρνιο, καθίκι κωθώνι, δεν σου είπα, μωρήηηη, ότι το ποτήρι με το νερό ΔΕΝ το βάζουνε ,μωρή, στην άκρη του τραπεζιού, γιατί μπορεί να το σπρώξεις,να πέσει να σπάσει και τι θα γίνει, μωρή, άμα σπάσει το ποτήρι; θα κινδυνέψουμε από τα γυαλιά και δεν έχω, μωρή χαμένη, λεφτά να πάρω άλλο ποτήρι, αει να χαθείς και να χάνεσαι, ζώον ε ζώον, απρόκοφτη, ανοικοκύρευτη, γαιδούρα ε γαιδούρα , που δε σέβεσαι τον κόπο μου, κτήνος , ίδια μωρή είσαι, όλόϊδια με τον πατέρα σου, τον Παναγή από τα Μέγαρα, το νταβατζή το... σκατάααα!!!!
(όντως έγινε "σκατάς" μερικές δεκαετίες αργότερα όταν της άλλαζε με χριστιανική αγάπη και αφοσίωση- πραγματικά αγόγγυστα και θαύμαζα- τα πάμπερς τότε που τη φρόντισε τριάμισι χρόνια κατάκοιτη)
τον αλήτηηηη! που μου 'φαγε τη ζωή μου την κατάστρεψε, μαύρη η ώρα και η στιγμή που πήγα και τον παντρεύτηκα, ανάθεμα την ώρα που τον παντρεύτηκα, ανάθεμαααα!
Έτσι γινόταν πάντα.
Ξεκίναγε από το μοναχοπαίδι της, την ασήμαντον αφορμήν και καταλήγαμε στο
(μή Ορθόδοξον ) ανάθεμα!
(να δώσω σημαντικές αφορμές για μάλωμα ούτε κατά διάνοιαν ούτε κατα φαντασίαν, περιστεράκι μου...άψογη στα περί ηθικής, άψογη στα σχολεία μου...αλίμονο, αν έδινα αφορμή και σε τέτοια θα με ανασκολόπιζε ευχαρίστως η καλή η γυναίκα, με τα τέρατα της οργής που την παίδευαν...)
Καταλήγαμε, λοιπόν, στου πατέρα μου το ανάθεμα σε φοβερές "ευχές" και κατάρες "να γκρεμοτσακιστεί ο παλιάνθρωπος- όπου γυρίζει με το αυτοκίνητο με τις γκόμενες, να μη σώσει να ξαναγυρίσει πίσω να γλυτώσουμε!"
Όλα αυτά, τα φοβερά- με τσιρίδες που ακούγονταν ένα χιλιόμετρο τουλάχιστον μακριά από το σπίτι και με έκαναν να ντρέπομα αφορητα να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί,
εκτοξεύονταν μπροστά σε ένα πιάτο γιαχνιστές πατάτες, ή λίγο ρύζι πιλάφι, σπάνια λίγο κοτόπουλο...
Καταλαβαίνεις , λοιπόν, ακόμα και συ, ανυποψίαστε, μεγαλωμένε με πλούσια γονεϊκή αγάπη, περαστικέ, ευλαβικέ αναγνώστη, γιατί το στομάχι μου δενόταν σαράντα κόμπους, γιατί χόρταινα τρώγοντας μόνο τρεις μπουκιές και μετά έφευγα τρέχοντας , έξω απ' το σπίτι, να βρω τις καλές φιλενάδες, ή τα περιστέρια μου, επάνω στη γέρικη ελιά, να τους δώσω -και να πάρω από τα γουργουρητά τους - μια σταλιά τρυφερότητα που εκφραζόταν με φιλικά τσιμπηματάκια τους πάνω στα παιδικά, τρυφερά δάχτυλά μου...
(Ω ναι...τα περιστέρια μου με αγαπούσαν, με παρηγορούσαν
κ υ ρ ί ω ς γι αυτό και θρήνησα πολύ όταν λείποντας κάποιο διήμερο -η μικρούλα με τη μαμά στην Αθήνα- και επιστρέφοντας κατάλαβα πως η κακιά Φρικαντέλα (βλέπε Ε.Τριβιζά) σπιτονοικοκυρά του καιρού εκείνου -επειδή της χαλούσαν -λέει- τον κόσμο με τα πετάγματα και τις κουτσουλιές τους- αδίστακτα από προσώπου γης, και αέρος, τα εξαφάνισε.)
[....]
.......................................................................
........................................................................
Συνεχίζοντας σήμερα τις σκέψεις μου θα προσθέσω ότι:
τη λέξη ανάθεμα την άκουσα, μετά την παιδική μου ηλικία, πάλι σε ενορίες του Πατρίου Εορτολογίου, ως φοιτήτρια, ειδικότερα την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ημέρα σαν την αυριανή, δηλαδή.
Συνεχίζοντας σήμερα τις σκέψεις μου θα προσθέσω ότι:
τη λέξη ανάθεμα την άκουσα, μετά την παιδική μου ηλικία, πάλι σε ενορίες του Πατρίου Εορτολογίου, ως φοιτήτρια, ειδικότερα την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ημέρα σαν την αυριανή, δηλαδή.
Έχω την αίσθηση
ότι στις εκκλησίες του Νέου ημερολογίου, η επιβαλλόμενη από το τυπικό, ανάγνωση του Συνοδικού της
Ορθοδοξίας έχει στην πράξη καταργηθεί, δεν θα αναλύσω τους λόγους, διότι
στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί, έτσι δεν είναι;
Οι παροικούντες
εις την Ιερουσαλήμ, καλύτερα τα γνωρίζουν.
Στους ναούς που τηρούν την Παράδοση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας όταν αναγιγνώσκεται το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας , εκτός από τα "Αιωνία η μνήμη,
Αιωνία η μνήμη, Αιωνία η μνήμη" που απαγγέλλονται μετά από την εκφώνηση
ονομάτων Αγίων, Μαρτύρων και Ομολογητών,
ακούμε το πλήρωμα του ναού, να βροντοφωνάζει μαζί
με τους ψάλτες και τους ιερείς κάθε φορά που καταδικάζεται μια αίρεση μαζί με
τα ονόματα των Αιρεσιαρχών της, τη
φράση:
"Ανάθεμα! Ανάθεμα! Ανάθεμα!"
Εσύ τώρα, αν εντελώς ανυποψίαστος, μπεις σε
έναν ναό του Πατρίου Εορτολογίου, αύριο, έτσι τυχαία, για να ανάψεις ένα κερί
και πέσεις επάνω στην εκτενή ανάγνωση του
Συνοδικού της Ορθοδοξίας που διαβάζεται πάντοτε την πρώτη Κυριακή της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής, σαν αύριο δηλαδή, ξαναλέω προς εμπέδωσιν, αν τύχει
επαναλαμβάνω και τα ακούσεις , μην τρομάξεις και μην πιστέψεις ότι όλοι εμείς που αναθεματίζουμε εν χορώ τους αιρετικούς
όλων των αιώνων, ότι τους μισούμε.
Άπαγε! Πώς είναι δυνατόν, να μισήσουμε τη
σάρκα από τη σάρκα μας;
Τα παραδαρμένα στο διαδίκτυο παιδιά μας; τους
χαμένους γονείς και αδελφούς και παππούδες μας; Όχι δεν τους μισούμε.
Τους
αναθεματίζουμε τις κακοδοξίες, ναι, αλλά δεν τους μισούμε, ως πρόσωπα, ως
οντότητες.
Ακριβώς όπως η
μάνα μου
αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που γνώρισε τον πατέρα μου,
αλλά...τον α γ α π ο ύ σ ε
και με τ ί π ο τ α δεν ήθελε να της πεθάνει.
αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που γνώρισε τον πατέρα μου,
αλλά...τον α γ α π ο ύ σ ε
και με τ ί π ο τ α δεν ήθελε να της πεθάνει.
Απλά, με τα αναθέματα, που του έριχνε
κατακέφαλα και πάντα εν τη απουσία του, προφύλασσε κατά βάθος τον εαυτόν της από το να μιμηθεί τις δικές του
γκομενοδραστηριότητες, τις οποίες σε μια άλλη κοινωνική και χρονικη
συγκυρία θα μπορούσε άνετα και
αυτή, εκ παραλλήλου να υιοθετήσει (νέα και όμορφη γυναίκα ήταν και εργαζόταν και ως μαία στο «άγιο δημόσιο» που γράφει και η Σοφία Νικολαίδου).
Αν έπραττε
φεμινιστικώς, τα παρόμοια με το μπαμπά και η μανούλα τότε η -έστω εν δυσλειτουργία ευρισκομένη-, μικρή μας οικογένεια θα διαλυόταν εις τα εξ ων
συνετέθη.
-Θέλαμε να
διαλυθεί;
-Όχι δε θέλαμε,
μωρή τρελόγρια.
-Α γεια σου,
αυτό είπα και γω..
Πατρίς,
θρησκεία, οικογένεια.
-Πίστις, ελπίς,
αγάπη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου