Γράφει η Κλαρίσε Λισπέκτορ, μεγάλο όνομα του 20ού
αιώνα στην τέχνη του μυθιστορήματος – αντιγράφω από το βιβλίο της «Τα κατά Α.Γ.
πάθη» (εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση του Μάριου Χατζηπροκοπίου):
«Πάντα έδειχνα να προτιμώ την παρωδία, μου ήταν χρήσιμη. Το να μιμούμαι τη ζωή ενδεχομένως μου έδινε σιγουριά, ακριβώς επειδή η ζωή ως μίμηση δεν ήταν η δική μου ζωή, επομένως ούτε και δική μου ευθύνη. Η απομίμηση της ζωής μού χάριζε μιαν ανάλαφρη γενικευμένη ευχαρίστηση, που ίσως να πήγαζε από το γεγονός ότι ο κόσμος δεν ταυτιζόταν με το εγώ μου, δεν ήμουν εγώ ο κόσμος, ήταν έξω από μένα και μπορούσα να τον απολαύσω. Ετσι έκανα και με τους άντρες, τους κατακτούσα χωρίς να τους ταυτίζω με το εγώ μου, μπορούσα επομένως να τους θαυμάζω και να τους αγαπώ, όπως αγαπάει κανείς ειλικρινά μιαν ιδέα: δίχως εγωισμούς. Αφού δεν ήταν δικοί μου, ποτέ δεν τους βασάνισα.
Ακριβώς όπως αγαπάμε μιαν ιδέα… Αντιμετωπίζω τον κόσμο όπως είναι: Δεν είναι το εγώ μου ούτε δικός μου. Και το εγώ μου, χάρη στη μίμηση της ζωής, ήταν σαν να μην είμαι εγώ, κάτι πιο ευρύχωρο από το να είμαι εγώ – μια ανύπαρκτη ζωή με κυριαρχούσε ολόκληρη και με μονοπωλούσε, όπως μια επινόηση».
Σκέφτομαι, πως αν η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, η Νεωτερικότητα δεν ήταν εποχή, αλλά μια έλλογη αυτοσυνείδητη ύπαρξη, ένας «κοινωνικός μεταρρυθμιστής», θα δήλωνε την ταυτότητά του με τα παραπάνω λόγια της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Θα μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να βεβαιώσει του λόγου μου το ασφαλές, συμπεραίνοντας τον γενικό αφορισμό από μιαν ελάχιστη λεπτομερειακή παρατήρηση: Σε επόμενη έξοδό του στους δρόμους της Αθήνας η όποιου άλλου αστικού κέντρου, τώρα το κατακαλόκαιρο, να παρατηρήσει ο καθένας ψύχραιμα τις αμφιέσεις (ή ελαχιστοποιημένες περιστολές της γυμνότητας) ολόγυρά του.
Αν καταφέρουμε να μηδενίσουμε το «κοντέρ» των ηθικιστικών ή ευαγωγίας αντανακλαστικών μας, θα υποθέσουμε με ψυχραιμία δύο ενδεχόμενα εξίσου πιθανά: Ή το απλοϊκό, μη ρεαλιστικό ενδεχόμενο ότι ο θηλυκός πληθυσμός της χώρας, νεαρής και μέσης ηλικίας, κυκλοφορεί εκτός σπιτιού μόνο για να επιδείξει σκόπιμα όσα σωματικά του προσόντα είναι ικανά να εξάψουν τις αρσενικές ορέξεις. Ή ότι έχουν απλώς εγκαταλειφθεί στην εποχική («πολιτισμική») παρωδία, όπως τη σκιαγραφεί η Κλαρίσε Λισπέκτορ: Με πρόσχημα τον γενικό κανόνα («αυτό φοριέται σήμερα») απομιμούνται μια ζωή που δεν είναι δική τους, ούτε ευθύνη τους ούτε ο κόσμος τους, ούτε η ποθούμενη ίσως απόλαυσή τους. Εκδέχονται τη ζωή σαν μια επινόηση, «ακριβώς όπως αγαπάμε μια ιδέα».
Περιφέρουν το εγώ τους σεξουαλικά αποδεσμευμένο από την κοινωνική σύμβαση, αλλά ως αδίστακτη πρόκληση, προκειμένου να εισπράττει (το εγώ τους) την ένταση των ορέξεων του περίγυρου σαν ναρκισσιστική ηδονή. Σοφά είχε διαγνώσει ο Νίτσε ότι: «ξέρει καλά η σκύλα η ηδυπάθεια, να ζητιανεύει ένα κομμάτι πνεύμα, όταν της αρνούνται ένα κομμάτι κρέας». Ο ίδιος μάς βεβαίωσε, επίσης χωρίς επιφυλάξεις, ότι «στον αληθινό έρωτα η ψυχή σκεπάζει το σώμα». Δεν το σκεπάζει από ντροπή («η αγάπη ου γινώσκει την αιδώ») ούτε το εξιδανικεύει με την κρυφιότητα. Το «σκεπάζει» θα πει: χαρίζει ο αληθινός έρωτας στο αγαπημένο κορμί τη μοναδικότητα (ανομοιότητα, ενεργό ετερότητα) που μόνο η «ψυχή» αναγνωρίζει σε ένα μουσικό κομμάτι ή σε ζωγραφικό πίνακα – σε κάθε ενεργούμενη «προσωπική» ετερότητα.
Οποια «καλλονή» κι αν ποθήσει ένας άνδρας, είναι σίγουρο ότι κάποτε θα συναντήσει κάποιο συγκριτικά γοητευτικότερο βλέμμα, πιο κρουστά στήθη, πιο καλλίγραμμα πόδια.Μόνο αν του χαριστεί ο έρωτας θα ανακαλύψει, τι σημαίνει μοναδικό και ανεπανάληπτο βλέμμα, απαρόμοιαστη σωματική ομορφιά. Αν ο θεσμός του γάμου (που «οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας» – Καστοριάδης) φθίνει σήμερα, σαν είδος που απειλείται με εξαφάνιση, είναι γιατί οι άνθρωποι ξεμάθαμε τη σχέση, την αυθυπέρβαση, την αυτοπροσφορά, δηλαδή τον έρωτα. Λειτουργούμε πια μόνο με το «ατομικό δικαίωμα», τη σύμβαση, τη νομική κατασφάλιση της εγωτικής βουλιμίας.
Σε αλλοτινούς, κοινωνιοκεντρικούς πολιτισμούς, όπως ο ελληνικός, ο έρωτας ήταν η οδός για τη γνώση της ετερότητας, τη συναρπαγή της μοναδικότητας. Στον σημερινό, ατομοκεντρικό τρόπο ή πολιτισμό, η γνώση είναι μόνο πληροφόρηση και καθόλου σχέση, καθόλου μετοχή. Τον έφηβο τον χειραγωγεί στον «έρωτα» η πορνογραφία, το Διαδίκτυο. Η εμπειρία είναι μόνο «επινόηση», μια «μίμηση της ζωής», όπως είπε η Κλαρίσε Λισπέκτορ. Αντί για «συγκλήρωσιν βίου παντός», παγιώνεται η αυτονόητη εναλλαγή «συντρόφων» με συμπτωματική («κατά λάθος») τη γέννηση παιδιών. Ωσπου να βυθιστούν οι άνθρωποι στην ανήκεστη μοναξιά των γηρατειών, τρόφιμοι κάποιου ακριβοπληρωμένου καταθλιπτικού ιδρύματος ή όποιας έμμισθης φροντίδας.
Τον ανέραστο σημερινό πολιτισμό μας τον οικοδόμησαν πολλοί καλοθελητές: Οι τάχα και Χριστιανοί, που ταύτισαν την αγάπη με τη χρησιμοθηρική «φιλαλληλία», τον «αλτρουισμό», την αξιομισθία της «αλληλεγγύης». Οι τάχα και πολιτικοί, που ταύτισαν την υπουργία των κοινών αναγκών με την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία. Οι νάρκισσοι καλλιτέχνες. Οι συνδικαλιστές δάσκαλοι. «Διότι ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας κόλασης», συμπεραίνει η Κλαρίσε.
ΠΗΓΉ :http://www.kathimerini.gr/authors/xrhstos-giannaras
................................................................................................
..................................................................................................
ΣΑΝ ΝΑ ΧΑΝ ΤΕΛΕΙΩΜΟ ΤΑ ΠΑΘΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ...
Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης
«Πάντα έδειχνα να προτιμώ την παρωδία, μου ήταν χρήσιμη. Το να μιμούμαι τη ζωή ενδεχομένως μου έδινε σιγουριά, ακριβώς επειδή η ζωή ως μίμηση δεν ήταν η δική μου ζωή, επομένως ούτε και δική μου ευθύνη. Η απομίμηση της ζωής μού χάριζε μιαν ανάλαφρη γενικευμένη ευχαρίστηση, που ίσως να πήγαζε από το γεγονός ότι ο κόσμος δεν ταυτιζόταν με το εγώ μου, δεν ήμουν εγώ ο κόσμος, ήταν έξω από μένα και μπορούσα να τον απολαύσω. Ετσι έκανα και με τους άντρες, τους κατακτούσα χωρίς να τους ταυτίζω με το εγώ μου, μπορούσα επομένως να τους θαυμάζω και να τους αγαπώ, όπως αγαπάει κανείς ειλικρινά μιαν ιδέα: δίχως εγωισμούς. Αφού δεν ήταν δικοί μου, ποτέ δεν τους βασάνισα.
Ακριβώς όπως αγαπάμε μιαν ιδέα… Αντιμετωπίζω τον κόσμο όπως είναι: Δεν είναι το εγώ μου ούτε δικός μου. Και το εγώ μου, χάρη στη μίμηση της ζωής, ήταν σαν να μην είμαι εγώ, κάτι πιο ευρύχωρο από το να είμαι εγώ – μια ανύπαρκτη ζωή με κυριαρχούσε ολόκληρη και με μονοπωλούσε, όπως μια επινόηση».
Σκέφτομαι, πως αν η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, η Νεωτερικότητα δεν ήταν εποχή, αλλά μια έλλογη αυτοσυνείδητη ύπαρξη, ένας «κοινωνικός μεταρρυθμιστής», θα δήλωνε την ταυτότητά του με τα παραπάνω λόγια της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Θα μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να βεβαιώσει του λόγου μου το ασφαλές, συμπεραίνοντας τον γενικό αφορισμό από μιαν ελάχιστη λεπτομερειακή παρατήρηση: Σε επόμενη έξοδό του στους δρόμους της Αθήνας η όποιου άλλου αστικού κέντρου, τώρα το κατακαλόκαιρο, να παρατηρήσει ο καθένας ψύχραιμα τις αμφιέσεις (ή ελαχιστοποιημένες περιστολές της γυμνότητας) ολόγυρά του.
Αν καταφέρουμε να μηδενίσουμε το «κοντέρ» των ηθικιστικών ή ευαγωγίας αντανακλαστικών μας, θα υποθέσουμε με ψυχραιμία δύο ενδεχόμενα εξίσου πιθανά: Ή το απλοϊκό, μη ρεαλιστικό ενδεχόμενο ότι ο θηλυκός πληθυσμός της χώρας, νεαρής και μέσης ηλικίας, κυκλοφορεί εκτός σπιτιού μόνο για να επιδείξει σκόπιμα όσα σωματικά του προσόντα είναι ικανά να εξάψουν τις αρσενικές ορέξεις. Ή ότι έχουν απλώς εγκαταλειφθεί στην εποχική («πολιτισμική») παρωδία, όπως τη σκιαγραφεί η Κλαρίσε Λισπέκτορ: Με πρόσχημα τον γενικό κανόνα («αυτό φοριέται σήμερα») απομιμούνται μια ζωή που δεν είναι δική τους, ούτε ευθύνη τους ούτε ο κόσμος τους, ούτε η ποθούμενη ίσως απόλαυσή τους. Εκδέχονται τη ζωή σαν μια επινόηση, «ακριβώς όπως αγαπάμε μια ιδέα».
Περιφέρουν το εγώ τους σεξουαλικά αποδεσμευμένο από την κοινωνική σύμβαση, αλλά ως αδίστακτη πρόκληση, προκειμένου να εισπράττει (το εγώ τους) την ένταση των ορέξεων του περίγυρου σαν ναρκισσιστική ηδονή. Σοφά είχε διαγνώσει ο Νίτσε ότι: «ξέρει καλά η σκύλα η ηδυπάθεια, να ζητιανεύει ένα κομμάτι πνεύμα, όταν της αρνούνται ένα κομμάτι κρέας». Ο ίδιος μάς βεβαίωσε, επίσης χωρίς επιφυλάξεις, ότι «στον αληθινό έρωτα η ψυχή σκεπάζει το σώμα». Δεν το σκεπάζει από ντροπή («η αγάπη ου γινώσκει την αιδώ») ούτε το εξιδανικεύει με την κρυφιότητα. Το «σκεπάζει» θα πει: χαρίζει ο αληθινός έρωτας στο αγαπημένο κορμί τη μοναδικότητα (ανομοιότητα, ενεργό ετερότητα) που μόνο η «ψυχή» αναγνωρίζει σε ένα μουσικό κομμάτι ή σε ζωγραφικό πίνακα – σε κάθε ενεργούμενη «προσωπική» ετερότητα.
Οποια «καλλονή» κι αν ποθήσει ένας άνδρας, είναι σίγουρο ότι κάποτε θα συναντήσει κάποιο συγκριτικά γοητευτικότερο βλέμμα, πιο κρουστά στήθη, πιο καλλίγραμμα πόδια.Μόνο αν του χαριστεί ο έρωτας θα ανακαλύψει, τι σημαίνει μοναδικό και ανεπανάληπτο βλέμμα, απαρόμοιαστη σωματική ομορφιά. Αν ο θεσμός του γάμου (που «οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας» – Καστοριάδης) φθίνει σήμερα, σαν είδος που απειλείται με εξαφάνιση, είναι γιατί οι άνθρωποι ξεμάθαμε τη σχέση, την αυθυπέρβαση, την αυτοπροσφορά, δηλαδή τον έρωτα. Λειτουργούμε πια μόνο με το «ατομικό δικαίωμα», τη σύμβαση, τη νομική κατασφάλιση της εγωτικής βουλιμίας.
Σε αλλοτινούς, κοινωνιοκεντρικούς πολιτισμούς, όπως ο ελληνικός, ο έρωτας ήταν η οδός για τη γνώση της ετερότητας, τη συναρπαγή της μοναδικότητας. Στον σημερινό, ατομοκεντρικό τρόπο ή πολιτισμό, η γνώση είναι μόνο πληροφόρηση και καθόλου σχέση, καθόλου μετοχή. Τον έφηβο τον χειραγωγεί στον «έρωτα» η πορνογραφία, το Διαδίκτυο. Η εμπειρία είναι μόνο «επινόηση», μια «μίμηση της ζωής», όπως είπε η Κλαρίσε Λισπέκτορ. Αντί για «συγκλήρωσιν βίου παντός», παγιώνεται η αυτονόητη εναλλαγή «συντρόφων» με συμπτωματική («κατά λάθος») τη γέννηση παιδιών. Ωσπου να βυθιστούν οι άνθρωποι στην ανήκεστη μοναξιά των γηρατειών, τρόφιμοι κάποιου ακριβοπληρωμένου καταθλιπτικού ιδρύματος ή όποιας έμμισθης φροντίδας.
Τον ανέραστο σημερινό πολιτισμό μας τον οικοδόμησαν πολλοί καλοθελητές: Οι τάχα και Χριστιανοί, που ταύτισαν την αγάπη με τη χρησιμοθηρική «φιλαλληλία», τον «αλτρουισμό», την αξιομισθία της «αλληλεγγύης». Οι τάχα και πολιτικοί, που ταύτισαν την υπουργία των κοινών αναγκών με την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία. Οι νάρκισσοι καλλιτέχνες. Οι συνδικαλιστές δάσκαλοι. «Διότι ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας κόλασης», συμπεραίνει η Κλαρίσε.
ΠΗΓΉ :http://www.kathimerini.gr/authors/xrhstos-giannaras
................................................................................................
..................................................................................................
ΣΑΝ ΝΑ ΧΑΝ ΤΕΛΕΙΩΜΟ ΤΑ ΠΑΘΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ...
Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης
Ο θρήνος σύσσωμου του ελληνικού λαού σύντομα θα κοπάσει.
Οι πολιτικές ευθύνες θα καταλογισθούν από τον κάθε πολίτη και θα βαρύνουν ίσως στο αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Τις τυχόν ποινικές ευθύνες θα τις διερευνήσει η Δικαιοσύνη.
Οι προβολείς θα απομακρυνθούν από το Μάτι Αττικής για να φωτίσουν τα επόμενα γεγονότα, τις προσεχείς πράξεις του συλλογικού μας δράματος ή ιλαροτραγωδίας.
Ετσι συμβαίνει πάντα, έτσι πρέπει να συμβαίνει.
Η ζωή προχωράει.
Αλίμονο εάν μια κοινωνία ολόκληρη καθηλωνόταν σε μια συμφορά, όσο άδικη, όσο άφατη κι αν είναι αυτή. Με την εξαίρεση ίσως του Ολοκαυτώματος, το οποίο κλόνισε συθέμελα την πίστη του ανθρώπου στον άνθρωπο, κάθε άλλο τραύμα της Ιστορίας έχει - σε χρόνο ταχύτερο του αναμενόμενου - επουλωθεί.
Εχει γίνει απόηχος. Διήγηση, τραγούδι με κουπλέ και ρεφρέν, τρισάγιο για τις ψυχές των αδικοχαμένων.
Και ενώ η καθημερινότητα θα επιστρέφει στους κανονικούς ρυθμούς της, οι πληγές κάποιων μόλις θα αρχίζουν να κρυώνουν. Οι συγγενείς, οι αγαπημένοι των νεκρών στο Μάτι τότε θα συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της απώλειας.
Τότε θα νιώσουν την παγωμένη ανάσα της μη αναστρέψιμης απουσίας.
Εξ αρχαιοτάτων χρόνων, όπου θερίζει ο Χάρος, σημαίνει στην ανθρώπινη κοινότητα συναγερμός.
Το ορφανεμένο - από γονιό, σύντροφο ή τρισχειρότερα από παιδί -, το κεραυνοβολημένο σπίτι γεμίζει ασφυκτικά με κόσμο που συμπαρίσταται. Αλλοι μοιρολογούν, άλλοι σαβανώνουν, άλλοι ετοιμάζουν το νεκρόδειπνο, άλλοι λένε σοφίες κι άλλοι αμολάνε ανοησίες - αδιάφορο! -, το ζητούμενο είναι να μη μείνουν στιγμή οι βαρυπενθούντες ενώπιος ενωπίω με τον θάνατο.
Επικρατεί αναβρασμός, οι παριστάμενοι τσακώνονται με το παραμικρό είτε ξεσπάνε σε νευρικά χάχανα - «δεν υπάρχει κηδεία αγέλαστη» επεσήμαιναν οι παλιοί. Μετά την ταφή ανοίγουν οι κρουνοί του κονιάκ ή της ρακής. Μακάρι να γίνουν όλοι πίτα, να βυθιστούν σε λήθαργο, σε ύπνο δίχως όνειρα, ώστε ξυπνώντας το επόμενο πρωί να αξιωθούν λίγα δευτερόλεπτα ανεμελιάς πριν θυμηθούν το τρομερό που τους έχει συμβεί...
Το συλλογικό πένθος διαρκεί κατά παράδοσιν σαράντα μέρες.
Υστερα από το μνημόσυνο, οι συλλυπητήριες επισκέψεις αραιώνουν, οι τεθλιμμένοι αφήνονται «στην ησυχία τους», για να «ξαναβρούν τους ρυθμούς τους». Ποια ησυχία; Ποιοι ρυθμοί; Οταν για πάντα έχεις στερηθεί το σπλάγχνο ή τον έρωτά σου, πώς θα μπορέσεις να βρεις νόημα; Μιλώντας με τις φωτογραφίες; Ανάβοντας καντήλια;
Μιλώ ως παθός.
Εάν σε χτυπήσει το ανήκουστο κατακέφαλα, δύο επιλογές έχεις εμπρός σου. Ή οικειοθελώς να αποχωρήσεις από τη ζωή, η οποία έχει γίνει πια για σένα κρανίου τόπος. Ή συγκεντρώνοντας υπεράνθρωπες δυνάμεις - δυνάμεις που ούτε καν υποψιαζόσουν ότι κρύβονταν μέσα σου - να καταφέρεις να σταθείς ξανά στα πόδια σου.
Να σπείρεις το κατακαμένο σου χωράφι. Να δεις φρέσκα βλαστάρια να φυτρώνουν. Να προσκυνήσεις το θαύμα της αναγέννησης.
Υπάρχει πάντοτε και η τρίτη πιθανότητα. Να βυθιστεί ο άνθρωπος στο ατέρμονο πένθος.
Να μαυροφορήσει η ψυχή του ισόβια. Να καταλήξει σκιά σερνάμενη του εαυτού του, φάντασμα αμίλητο κι ανέκφραστο, τσατάλι από ηρεμιστικές ουσίες και αλκοόλ.
Τόσο ολοκληρωτικά να τον κυριεύσει ο θάνατος που να τον κάνει αντανάκλασή του επί της γης.
Εάν ένας φίλος μου είχε ξεκληριστεί από την πυρκαγιά στο Μάτι, θα έσπευδα στο πλευρό του από την πρώτη στιγμή. Θα οικονομούσα όμως αντοχή, υπομονή, λόγια και πράξεις παρηγοριάς για τη συνέχεια.
Για όταν η τραγωδία θα έχει στα μάτια των πολλών παλιώσει και η παρουσία τού πενθούντος θα τους έχει γίνει μέχρι και ανομολόγητα δυσάρεστη, αφού θα τους υπενθυμίζει κάτι που θα θέλουν - και θα μπορούν - να λησμονήσουν.
Τότε ακριβώς η ανάγκη για ένα χέρι, για μια κουβέντα θα θεριέψει.
Τότε θα έχει νόημα να λες και να ξαναλές και να ξαναλές ότι η ζωή είναι πιο δυνατή από τον θάνατο.
Πως και οι πεφιλημένοι νεκροί δεν αναπαύονται, δεν ησυχάζουν, όταν κανείς τούς κλαίει νυχθημερόν.
Τότε θα πρέπει κάποιος να βρεθεί στο ρημαγμένο σπίτι και να δυναμώσει το ραδιόφωνο. Να βάλει ένα φαΐ στον φούρνο. Να οργανώσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι. Να ασκήσει έως και λελογισμένη ψυχολογική βία ώστε να ξεκολλήσει τον φίλο του από την ξέρα και να τον ρίξει εκ νέου στη θάλασσα, τη θάλασσα που σαν βαρκούλες χάρτινες μάς δόθηκε να αρμενίζουμε.
«Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου...» που γράφει και ο Παπαδιαμάντης.
πηγή:http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/5597234/san-na-xan-teleiwmo-ta-pathia-kai-oi-kahmoi/