Η θεολογία στηρίζεται στη θέα του Θεού, ενώ η φιλοσοφία στηρίζεται στον ανθρώπινο στοχασμό
Τού π. Ι. Ρωμανίδη
Από τα ανωτέρω φαίνεται πολύ καθαρά ότι η θεολογία δεν συνδέεται με την φιλοσοφία, διότι διαφορετικός είναι ο δρόμος και των δύο. Η θεολογία στηρίζεται στην θεωρία - θέα του Θεού, ενώ η φιλοσοφία στηρίζεται στον ανθρώπινο λόγο, τον στοχασμό.
Έτσι, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν θεολόγοι-θεόπτες και όχι φιλόσοφοι.
Και όταν δογμάτιζαν, δεν το έκαναν με τρόπο φιλοσοφικό και για να κατανοήσουν ή να αναπτύξουν την φιλοσοφία.
«Είναι μύθος ο ισχυρισμός πολλών ιστορικών ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν την φιλοσοφία για να κατανοήσουν τα δόγματα και ότι η διαμάχη μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών ήταν ποιος θα έχει την σωστή λογική κατανόηση του δόγματος.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ποτέ δεν είχαν αυτή την αντίληψη.
Αυτή την αντίληψη την είχαν οι αιρετικοί».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν στοχάζονταν, αλλά είχαν την γνώση των δογμάτων.
Οι συλλογισμοί είναι μια γυμναστική της διανοίας και δεν συνδέονται με την βίωση της Ορθοδόξου θεολογίας.
Αν η Ορθόδοξη θεολογία στηριζόταν στους συλλογισμούς και την λογική, τότε οι καλύτεροι θεολόγοι από πλευράς Ορθοδόξου θεολογίας θα ήταν οι καθηγητές της δογματικής και της ιστορίας των δογμάτων.
«Όταν κανείς χωνέψει καλά το: "Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον", τότε μπορεί να καταλάβει καλά και τις προσπάθειες των σημερινών θεολόγων.
Έχει δοθεί η εντύπωση στους φοιτητές της θεολογίας ότι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της δογματικής ή της ιστορίας των δογμάτων είναι εκείνος ο οποίος, επειδή είναι πάρα πολύ έξυπνος και έχει σπουδάσει φιλοσοφία, λογική κλπ, αυτός είναι βαθύς στο μυαλό, αυτός δηλαδή συλλαμβάνει τον Θεό, τα δόγματα κλπ. Γι’ αυτό όταν λέη μία ουσία, τρεις υποστάσεις, αυτό δηλαδή εννοεί.
Όλοι αυτοί οι καθηγηταί αγνοούν το: "Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον" του Γρηγορίου του Θεολόγου».
Το δόγμα δεν προσεγγίζεται από πλευράς μεταφυσικής. Στην δυτική θεολογία επικράτησε η μεταφυσική και στα δογματικά ζητήματα, γι’ αυτό και η δυτική δογματική δεν έχει επιτυχία.
«Είναι αδύνατη η προσέγγιση με την μεταφυσική στο δόγμα περί Θεού και στα περί τελειότητος».
«Στην Δύση, επειδή επεκράτησε η μεταφυσική, σκέφθηκαν ότι η μεταφυσική είναι ανεξάρτητη από την επιτυχία. Οι Αμερικανοί έχουν ταυτίσει την αλήθεια με την επιτυχία. Ό,τι επιτυγχάνει, αυτή είναι η αλήθεια, αν κάτι δεν επιτυγχάνει, τότε δεν είναι η αλήθεια.
[...]
Οι Άγιοι Πατέρες, όμως, δεν ήταν μεταφυσικοί φιλόσοφοι και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί η Ορθόδοξη παράδοση μέσα από την μεταφυσική.
«Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται την μεταφυσική. Διότι η μεταφυσική είναι η ανθρώπινη σκέψη περί του αμεταβλήτου. Με νοήματα και ρήματα ο άνθρωπος σκέφτεται και εκφράζει το αμετάβλητον. Και αυτό είναι το θεμέλιον της μεταφυσικής.
Αλλά στην πατερική θεολογία έχουμε το περίφημο ρητό του Γρηγορίου του Θεολόγου, που είναι η πυξίδα για κάθε Ορθόδοξο θεολόγο, που λέει ότι "Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον". Οπότε, τον Θεόν ούτε μπορούμε να Τον εκφράσουμε ούτε μπορούμε να Τον νοήσουμε.
Γι’ αυτό τον λόγο τα ρητά και τα νοήματα περί Θεού δεν φράσουν τον Θεό ούτε είναι νοήματα πραγματικά περί του Θεού, είναι απλώς μέρος των ασκητικών μέσων, δια των οποίων ο άνθρωπος φθάνει, αν φθάσει ποτέ, στην εμπειρία της Θεώσεως.
Λοιπόν, ο προσωρινός χαρακτήρας του δόγματος απομακρύνει από την Ορθόδοξη θεολογία κάθε έννοια μεταφυσικής. Δεν μπορεί να θεμελιωθεί μεταφυσική επάνω στην Ορθόδοξη παράδοση.
Γι’ αυτό και η φιλοσοφική μέθοδος θεολογήσεως είναι τελείως ξένη προς την Ορθόδοξη παράδοση».
Η δυτική θεολογία συνδέθηκε στενά με την μεταφυσική, γι’ αυτό και υπήρξε σοβαρή αντίδραση από τον διαφωτισμό.
«Το κύριο γνώρισμα του γαλλικού Διαφωτισμού, εκτός από τον Βολταίρο, είναι η αντιμεταφυσική, ο αντιμεταφυσικός προσανατολισμός του γαλλικού Διαφωτισμού. Ο γαλλικός Διαφωτισμός, όπως κατέληξε τουλάχιστον, εκεί που οδηγήθηκε, ήταν μια προσπάθεια να μην δέχεται κανείς δόγματα τα οποία έχουν τα ερείσματά τους κάπου στον ουρανό που ο άνθρωπος δεν το βλέπει, αλλά η διαπίστωση της αληθείας πρέπει να έρχεται από την εμπειρία του ανθρώπου, δηλαδή από την εμπειρία της γνώσεως».
Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία θεωρεί ότι τα δόγματα είναι εκφράσεις εμπειρίας και όχι στοχασμοί μεταφυσικοί.
Ενώ για την Ορθόδοξη θεολογία τα δόγματα είναι καρπός εμπειρίας της Θεώσεως και δείκτες που οδηγούν στην θέωση, αντίθετα στην Δύση τα δόγματα συνδέονται με τον στοχασμό, καθώς επίσης ταυτίζεται το δόγμα με το μυστήριο.
«Ο Αυγουστίνος είναι ο μοναδικός Ορθόδοξος θεολόγος της αρχαιότητος, ο οποίος έκανε σύγχυση μεταξύ του δόγματος και του μυστηρίου και νόμισε ότι μέσω του δόγματος μπορεί κανείς να καταλάβει το μυστήριο. Αντίθετα, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, το δόγμα δεν οδηγεί σε κατανόηση του μυστηρίου, αλλά σε ένωση με το μυστήριο, το οποίο μυστήριο και στην ένωση υπερβαίνει όλα τα ανθρώπινα κατηγορήματα».
Έτσι ταυτίζεται η θεολογία με την φιλοσοφία. Επίσης, θεωρείται ότι το δόγμα της Αγίας Τριάδος ανήκει στην φυσική αποκάλυψη, ενώ το δόγμα περί της ενσαρκώσεως ανήκει στην υπερφυσική αποκάλυψη.
«Ο Αυγουστίνος επίστευε ότι η θεολογία είναι σαν την φιλοσοφία, ότι είναι μια στοχαστική προσπάθεια του ανθρώπου να συλλάβη την αλήθεια. Οπότε, έχουμε την αλήθεια από την φιλοσοφία. Το δόγμα περί Αγίας Τριάδος για τον Αυγουστίνο δεν ήταν της υπερφυσικής αποκαλύψεως, όπως βλέπετε, αφού την είχαν οι Πλατωνικοί. Εκείνο που είναι της υπερφυσικής αποκαλύψεως είναι η ενσάρκωση του Χριστού, του Λόγου του Θεού, δηλαδή η ενσάρκωση, η διδασκαλία περί θείας Χάριτος και η διδασκαλία περί πτώσεως και αμαρτίας. Αυτά δηλαδή συνιστούν την ιδιάζουσα μορφή της υπερφυσικής αποκαλύψεως, ενώ στην φυσική αποκάλυψη ανήκει το δόγμα περί Αγίας Τριάδος.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, στην δυτική παράδοση - ξέρετε αυτή η άποψη περί Πλατωνικών κλπ.- εθεωρείτο πλέον στον Μεσαίωνα ότι το περί Αγίας Τριάδος είναι και αυτό μέρος της υπερφυσικής αποκαλύψεως. Όποτε άμα θα δείτε πλέον τα νεοσχολαστικά εγχειρίδια της Παπικής Εκκλησίας, ας πούμε, από δογματική αντίληψη προπαντος τώρα δεν γράφουν πλέον κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή βλέπει κανείς ότι η διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος είναι της υπερφυσικής αποκαλύψεως κι όχι πλέον της φυσικής αποκαλύψεως».
Ακόμη, ο Αυγουστίνος προτάσσει την πίστη και μετά τοποθετεί την γνώση. Έλεγε ότι αποδεχόμαστε τα δόγματα, ώστε να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε την αλήθεια με την λογική επεξεργασία.
«Το πιο σπουδαίο στοιχείο, που μας λέει στο προτελευταίο κεφάλαιο του Contra Academicos, που κάνει μια σύνοψη όλων των άλλων, είναι ότι είμεθα πλέον πεπεισμένοι ότι "πιστεύομεν ίνα γνωρίσωμεν την αλήθειαν". Δηλαδή, πιστεύω ίνα καταλάβω.
Η βασική προϋπόθεση ολοκλήρου της σχολαστικής θεολογίας του Μεσαίωνος είναι ότι για να μπορεί κανείς να καταλάβει την αλήθεια, πρέπει να δεχθεί την αλήθεια πρώτα δια της πίστεως. Και αφού δεχθεί δια της πίστεως την αλήθεια ή το δόγμα, τότε καταβάλλει την προσπάθεια δια της λογικής και μετά καταλαβαίνει κιόλας».
Στην δυτική παράδοση υποστηρίζεται ότι με την φιλοσοφική μέθοδο και την εμβάθυνση με την λογική, κατανοούμε τα δόγματα της πίστεως. Πρόκειται για μια αντίστροφη πορεία απ’ ό,τι υπάρχει στην Ορθόδοξη παράδοση, όπου τα δόγματα είναι καρπός εμπειρίας, και όχι ανθρώπινα αξιώματα, για να μας οδηγήσουν στην λογική κατανόηση.
«Αυτή η μέθοδος του Αυγουστίνου, ότι βάσει της πίστεως, με την βοήθεια της φιλοσοφικής μεθόδου και της εμβαθύνσεως, θα φθάσουμε στην κατανόηση των δογμάτων της Εκκλησίας, έγινε η βασική μέθοδος της φραγκικής παραδόσεως στην Δύση.
Αυτή η άποψη περί της πατερικής παραδόσεως υπάρχει σε όλα τα εγχειρίδια, από ό,τι ξεύρω, από όσο έχω ελέγξει, σε όλα τα εγχειρίδια εδώ στην Ελλάδα, από το Γυμνάσιο μέχρι το Πανεπιστήμιο, και συνεχώς υπάρχει αυτή η γραμμή δηλαδή, ότι η πίστη πρέπει να μεταβληθεί σε γνώση, σε κατανόηση, και αυτό γίνεται με την βοήθεια της φιλοσοφίας.
Εδώ η νεοελληνική θεολογία, από νεοελληνικό πατριωτισμό γύρω από την γραμμή που χάραξε ο Κοραής, έθεσε στην καρδιά της ελληνικής παιδείας, στα παλιά χρόνια, και την καθαρεύουσα και την φιλοσοφία. Εθεωρείτο απαραίτητο για έναν θεολόγο, κυρίως συστηματικό θεολόγο ή δογματικό θεολόγο, να είναι κάτοχος της φιλοσοφίας, για να μπορεί σωστά να εμβαθύνει στα δόγματα της πίστεως. Ενώ στην πατερική παράδοση έχουμε κάθαρση, έχουμε φωτισμό και μετά έχουμε θέωση».
Πέρα από αυτήν την εσφαλμένη μέθοδο, κατά την οποία προηγείται η πίστη της γνώσεως, θεωρείται η Εκκλησία ως αυθεντία και όχι οι Θεούμενοι Πατέρες, όπως το συναντάμε στην Ορθόδοξη παράδοση.
«Ο Αυγουστίνος προτάσσει την πίστη και μετά έρχεται η γνώση. Η βασική προϋπόθεση του Αυγουστίνου είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί μόνο δια της λογικής του να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά πρώτα η λογική δια της πίστεως να γνωρίσει την αλήθεια· προηγείται η πίστη. Μετά δια της πίστεως κανείς δέχεται τα δόγματα και μετά καταλαβαίνει τα δόγματα.
Όποτε είναι η πίστη που προηγείται της γνώσεως.
Κατ' αυτόν τον τρόπο ανεπτύχθη και μια άλλη περίεργη θεωρία του Αυγουστίνου. Γιατί δεχόμεθα τα δόγματα; Διότι είναι της Εκκλησίας τα δόγματα, είναι της Εκκλησίας η διδασκαλία, κ.ο.κ.
Οπότε, η αυθεντία για την αποδοχή είναι η Εκκλησία, για τον Αυγουστίνο.
Είναι η πρώτη φορά, που εμφανίζεται αυτή η αντίληψη. Ενώ σ' εμάς δεν υπάρχει αυτή η αντίληψη. Σε μάς είναι οι Πατέρες, δεν είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία για μάς δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα που είναι μια οργανωμένη εκκλησιαστική ιεραρχική αυθεντία. Σε μάς είναι «οι εμπειρίαν έχοντες»· οι Θεούμενοι είναι η αιτία που δεχόμεθα εμείς τα δόγματα. Δηλαδή, ο θεούμενος, που έχει άμεση γνώση περί του Θεού, είναι το θεμέλιο της πίστεως της δικής μας, διότι εμείς που δεν έχουμε γνώση περί Θεού, δεχόμεθα την διδασκαλία αυτών που έχουν την γνώση.
Συμβαίνει όπως στην αστρονομία. Όλοι δεν έχουμε κοιτάξει από τα τηλεσκόπια για να δούμε τα ουράνια σώματα. Αλλά υπάρχουν αστρονόμοι που το έχουν κάνει. Και αυτοί περιγράφουν σε μάς αυτά τα πράγματα και μάς κάνουν και φωτογραφίες ακόμη. Και ανοίγουμε ένα βιβλίο περί αστρονομίας, και έχοντας εμπιστοσύνη στην εμπειρία των αστρονόμων, διαβάζουμε όλα αυτά και τα παραδεχόμαστε, επειδή έχουμε εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των ανθρώπων αυτών.
Κατά τον ίδιο τρόπο, έχουμε τους θεόπτας, οι οποίοι είδαν τον Θεό και παραδεχόμεθα και εμείς τα περί Θεού λεχθέντα αυτών των ανθρώπων, μέχρις ότου και εμείς, πιθανόν, μπορέσουμε και φθάσουμε σ’ αυτή την κατάσταση, οπότε θα έχουμε την ίδια εμπειρία και θα έχουμε την ίδια διδασκαλία πάλι».
Επίσης, στον Αυγουστίνο συναντάμε και την χρησιμοποίηση ψυχολογικών όρων για την Αγία Τριάδα.
«Αν θέλει κανείς να κάνη μια ανάλυση του έργου του Αυγουστίνου «De Trinitate» είναι μια περίεργη ιστορία. Εκείνο που έχει σημασία είναι η βασική μέθοδος του Αυγουστίνου -είναι ο πρώτος που έκανε μία ψυχανάλυση περί Αγίας Τριάδος- πήρε την ανθρώπινη ψυχολογία -κι είναι νεοπλατωνικός σ’ αυτή την περίπτωση- για να εξιχνιάσει και να εμβαθύνει στο δόγμα περί της Αγίας Τριάδος.
Κάνει παρομοιώσεις μεταξύ του Θεού και του ανθρωπίνου νοός, της μνήμης και λογικής για να μπορεί να καταλάβει το δόγμα της Αγίας Τριάδος κατά ψυχολογικό τρόπο. Από εκεί βλέπει κανείς την σχολαστική θεολογία. Αντί να ασχολούνται με την ασκητική, κάθονταν στο γραφείο τους και κάνανε θεωρία και φιλοσοφική θεωρία περί Αγίας Τριάδος. Νομίζανε, δηλαδή, ότι αυτό είναι το μεγάλο έργο των θεολόγων, να κάθονται και να προσπαθούν να καταλάβουν τα δόγματα και να καταλάβουν τον Θεό, να καταλάβουν την ουσία του Θεού. Και έτσι κτίσθηκαν τα μεγάλα αυτά Πανεπιστήμια της Ευρώπης στα Μοναστήρια».
Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'.