Κυριακή 30 Απριλίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Κυριακή των Μυροφόρων -



 
Οι Μυροφόρες γυναίκες φορείς του αγγέλματος 

της Ανάστασης

Του αγιωτάτου Σέρβου Επισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Το ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων αναφέρεται στη φροντίδα που έδειξαν για το θάνατο του Αθάνατου οι γυναίκες εκείνες που η διδασκαλία του Χριστού τους έδωσε ζωή.
Τότε «ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ως και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκ. ιε΄ 43). Υπήρχε κι άλλος ένας μεγάλος άνδρας που είχε έρθει από την Αριμαθαία στο όρος Εφραίμ. Αυτός ήταν ο προφήτης Σαμουήλ. Ο Ιωσήφ αναφέρεται κι από τους τέσσερις ευαγγελιστές, κυρίως σε όσα σχετίζονται με την ταφή του Κυρίου Ιησού. Ο Ιωάννης τον αποκαλεί κρυφό μαθητή του Ιησού (ιθ’ 38). Ο Λουκάς τον ονομάζει άνδρα «αγαθό και δίκαιο» (κγ’ 50), ο Ματθαίος πλούσιο (κζ’ 57). Ο ευαγγελιστής δεν ονομάζει πλούσιο τον Ιωσήφ από ματαιότητα, για να δείξει πως ο Κύριος ανάμεσα στους μαθητές Του είχε και πλούσιους, αλλά για να καταλάβουμε πως μπορούσε εκείνος να πάρει το σώμα του Ιησού από τον Πιλάτο. Ένας φτωχός και άσημος άνθρωπος δε θα ήταν δυνατό να πλησιάσει τον Πιλάτο, εκπρόσωπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Ο Ιωσήφ ήταν πλούσιος ψυχικά. Είχε φόβο Θεού κι ανέμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού. Εκτός όμως από τα ιδιαίτερα πνευματικά του χαρίσματα, ο Ιωσήφ ήταν και πλούσιος, άνθρωπος επιρροής. Ο Μάρκος κι ο Λουκάς τον ονομάζουν βουλευτή. Ήταν κι αυτός, όπως κι ο Νικόδημος, ένας από τους πρεσβύτερους του λαού. Όπως κι ο Νικόδημος επίσης, ήταν κι αυτός θαυμαστής και κρυφός μαθητής του Χριστού. Μπορεί οι δύο αυτοί άνδρες να ήταν κρυφοί οπαδοί της διδασκαλίας του Χριστού, ήταν έτοιμοι όμως να εκτεθούν στον κίνδυνο και να σταθούν κοντά Του. Ο Νικόδημος κάποτε ρώτησε κατά πρόσωπο τους πικρόχολους Ιουδαίους άρχοντες, όταν αναζητούσαν να σκοτώσουν τον Χριστό: «Μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τί ποιεί;» (Iωάν. ζ’ 51).

Ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ μπήκε σε μεγαλύτερο κίνδυνο όταν αποφάσισε να πάρει το σώμα του Κυρίου, την ώρα που οι στενοί μαθητές Του είχαν διασκορπιστεί, γιατί οι Ιουδαίοι λύκοι που δολοφόνησαν τον ποιμένα, ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να επιπέσουν και στο ποίμνιο. Το ότι αυτό που έκανε ο Ιωσήφ ήταν επικίνδυνο, το επισημαίνει ο ευαγγελιστής με τη λέξη «τολμήσας». Ήθελε τότε κάτι παραπάνω από θάρρος. Ήθελε τόλμη το να παρουσιαστεί στον αντιπρόσωπο του Καίσαρα και να ζητήσει το σώμα του σταυρωμένου «κακούργου». Ο Ιωσήφ όμως, με τη μεγαλοσύνη της ψυχής του, απέβαλε το φόβο του κι απόδειξε πως ήταν πραγματικός μαθητής του Ιησού Χριστού.

«Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ» (Μάρκ. ιε’ 44-45). Ο Πιλάτος ήταν καχύποπτος και επιφυλακτικός. Ήταν από τους κυβερνήτες που ασκούν την εξουσία τους με βία, όπως με βία την είχε αποσπάσει από άλλους. Δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε λέξη ακόμα κι από ευγενείς ανθρώπους, όπως ο Ιωσήφ. Ίσως δυσκολευόταν πραγματικά να πιστέψει πως Εκείνος, που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε καταδικάσει σε σταυρικό θάνατο, είχε ήδη παραδώσει την τελευταία του πνοή στο σταυρό. Ο Πιλάτος αποδείχτηκε πως ήταν ένας γνήσιος αντιπρόσωπος της ρωμαϊκής τυπολατρείας. Ήταν πολύ πιο πρόθυμος να πιστέψει τον κεντυρίωνα, που τον είχε επιφορτίσει με το καθήκον να φρουρήσει το Γολγοθά, παρά έναν εξέχοντα πρεσβύτερο του λαού. Μόνο όταν ο κεντυρίων επιβεβαίωσε «επίσημα» την αναφορά του Ιωσήφ, θέλησε ο Πιλάτος να ικανοποιήσει το αίτημά του.

«Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ. ιε’ 46-47). Άλλος ευαγγελιστής λέει πως αυτός ο τάφος ήταν του Ιωσήφ· «και εθηκεν αυτόν εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ. κζ’ 60) – «εν ω ουδείς ανθρώπων ετέθη» (Ιωάν. ιθ’ 41). Όταν σταυρώνουμε το νου μας για τον κόσμο και τον ενταφιάζουμε σε μια αναγεννημένη καρδιά, σαν σε τάφο, τότε ο νους μας θα αναζωογονηθεί και θ’ αναγεννηθεί ολόκληρος ο εσωτερικός μας άνθρωπος.

Ένας νέος τάφος, σφραγισμένος. Μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο του τάφου κι ένας φύλακας να φρουρεί μπροστά στον τάφο. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Όλα τους ήταν προληπτικά μέτρα, παρμένα με τη σοφία της πρόνοιας του Θεού. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα σφραγίζονταν κι όλα τα στόματα εκείνων που θα τολμούσαν να ισχυριστούν πως ο Χριστός είτε δεν πέθανε είτε δεν αναστήθηκε είτε ότι έκλεψαν το σώμα Του. Αν ο Ιωσήφ δεν είχε ζητήσει το σώμα Του από τον Πιλάτο· αν ο κεντυρίων δεν είχε δώσει επίσημη διαβεβαίωση για το θάνατο του Χριστού· αν το σώμα δεν είχε ενταφιαστεί και σφραγιστεί με την παρουσία φίλων και εχθρών του Χριστού, ίσως να ισχυρίζονταν πολλοί πως ο Χριστός δεν είχε πεθάνει πραγματικά, αλλά είχε πέσει σε κώμα και μετά ανέκτησε τις αισθήσεις του. Κάτι τέτοιο υποστήριξαν τελευταία ο Σλαϊερμάχερ και κάποιοι προτεστάντες. Αν ο τάφος δεν είχε σφραγιστεί μ’ έναν ογκόλιθο κι αν δεν τον φύλαγαν φρουροί, ίσως παραδέχονταν πως ο Χριστός πέθανε κι ενταφιάστηκε, αλλά οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο. Αν δεν ήταν καινούργιος ο τάφος, ίσως να υποστήριζαν πως δεν ήταν ο Χριστός αυτός που αναστήθηκε αλλά κάποιος άλλος νεκρός, που είχε ταφεί εκεί παλιότερα. Έτσι όλα τα προληπτικά μέτρα που πήραν οι Ιουδαίοι για να πνίξουν την αλήθεια, με την πρόνοια του Θεού βοήθησαν για να την καταδείξουν.

Ο Ιωσήφ πήρε το σώμα του Ιησού, «ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά» (Ματθ. κζ’ 59) και το απόθεσε στον τάφο. Αν θέλουμε ν’ αναστηθεί μέσα μας ο Κύριος, πρέπει να τον διατηρούμε μέσα στο καθαρό και αγνό σώμα μας. Το καθαρό σεντόνι υποδηλώνει το καθαρό σώμα. Το σώμα που έχουν μολύνει οι κακίες και τα πάθη δεν είναι κατάλληλος τόπος για ν’ αναστηθεί εκ νεκρών και να ζήσει ο Κύριος.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμπληρώνει την εικόνα που δίνουν οι άλλοι ευαγγελιστές, λέγοντας πως στην ταφή του Χριστού ήρθε και ο Νικόδημος «φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν, έλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά των αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταφιάζειν» (Ιωάν. ιθ’ 39-40).

Ευλογημένοι άνθρωποι! Πήραν το πανάγιο σώμα του Ιησού με τόλμη, στοργή και αγάπη και το απέθεσαν στο μνημείο. Τί υπέροχο παράδειγμα είναι αυτό σε όλους εκείνους που αγαπούν τον Κύριο! Και τί φοβερό κατηγορητήριο για τους ιερείς και τους λαϊκούς που ντρέπονται τον κόσμο και πλησιάζουν το άγιο ποτήριο απρόσεκτα, αδιάφορα και χωρίς αγάπη, για να κοινωνήσουν τα ζωοποιά τίμια δώρα, το πάντιμο σώμα και το αίμα του αναστημένου Κυρίου!

Ο Ιωσήφ κι ο Νικόδημος δεν ήταν μόνο φίλοι του Χριστού, που διαπίστωσαν με τα μάτια τους πως ο Ιησούς πέθανε κι ενταφιάστηκε. Η μέριμνα για το νεκρό Κύριο ήταν πράξη αγάπης για τον αγαπημένο τους Φίλο και Διδάσκαλο, αλλά και ανθρωπιστικό καθήκον προς Εκείνον που είχε υποφέρει για χάρη της δικαιοσύνης.

Με θέα τον τάφο όμως βρίσκονταν και δύο ακόμα ψυχές που αγαπούσαν τον Κύριο και παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή τις ενέργειες του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Προετοιμάζονταν κι αυτές από την πλευρά τους για μια πράξη αγάπης προς τον Κύριο. Ήταν οι δύο μυροφόρες γυναίκες: η Μαρία η Μαγδαληνή κι η Μαρία, η μητέρα του Ιωσή.

«Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται. Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν» (Μάρκ. ιε’47, ιστ’ 1).

Πρώτα αναφέρονται δύο γυναίκες κι έπειτα τρεις. Δύο ήταν οι, μάρτυρες για όλα όσα έγιναν στο Γολγοθά, που είδαν τους κρυφούς μαθητές του Χριστού να κατεβάζουν το νεκρό σώμα Του από το σταυρό. Μετά είδαν όλα όσα έκαναν στο νεκρό σώμα και, αυτό που τις ενδιέφερε περισσότερο, είδαν τον τάφο όπου τον τοποθέτησαν. Αλήθεια, πόση χαρά θα ένιωθαν αν μπορούσαν να τρέξουν και να βοηθήσουν τον Ιωσήφ και το Νικόδημο για να ξεπλύνουν το άγιο σώμα Του από τα αίματα, να καθαρίσουν τις πληγές Του, να ισιώσουν τα μαλλιά Του, να σταυρώσουν τα χέρια Του, να δέσουν το μαντήλι γύρω από το κεφάλι Του και να τυλίξουν όλο το σώμα Του με το σεντόνι! Όμως ούτε το έθιμο ούτε κι ο νόμος επέτρεπε να το κάνουν αυτό μαζί με άνδρες. Γι’ αυτό και θα πήγαιναν αργότερα να τα κάνουν όλα μόνες τους, και κυρίως για ν’ αλείψουν τον Κύριο με αρώματα. Μαζί τους αργότερα θα πήγαινε κι η τρίτη μυροφόρα, η φίλη τους. Το Πνεύμα του Χριστού τις έδεσε όλες με φιλία.

Ποιές ήταν οι γυναίκες αυτές; Τη Μαρία τη Μαγδαληνή την ξέρουμε. Ήταν η Μαρία εκείνη που ο Κύριος τη θεράπευσε, της έβγαλε επτά δαιμόνια από μέσα της. Η Μαρία του Ιωσή κι η Μαρία του Ιακώβου, όπως λένε οι πατέρες, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Η Σαλώμη ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου, η μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη.

Τί μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις γυναίκες αυτές και στην Εύα! Αυτές έτρεξαν από αγάπη για να υπακούσουν το νεκρό Κύριο, ενώ η Εύα δεν έκανε υπακοή στον Ζώντα Κύριο! Εκείνες φάνηκαν υπάκουες στο Γολγοθά, στον τόπο του εγκλήματος, της κακίας και της αιματοχυσίας, ενώ η Εύα έκανε παρακοή μέσα στον παράδεισο!

«Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (Μάρκ. ιστ’ 2). Σ’ αυτό, ότι δηλαδή ήταν η πρώτη μέρα τής εβδομάδας όταν αναστήθηκε ο Κύριος, η επόμενη μέρα του σαββάτου, συμφωνούν όλοι οι ευαγγελιστές. Ο Μάρκος το ξεκαθαρίζει καλύτερα: «και διαγενομένου του σαββάτου…» (Μάρκ. ιστ’ 1), αφού είχε περάσει το σάββατο. Όλοι οι ευαγγελιστές συμφωνούν πως ο Κύριος αναστήθηκε πολύ πρωί την Κυριακή. Συμφωνούν επίσης πως οι γυναίκες πήγαν στον τάφο του Κυρίου πολύ νωρίς το πρωί. Ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του φαίνεται πως το γεγονός αυτό το μεταφέρει λίγο αργότερα, γιατί λέει ανατείλαντος του ηλίου.

Είναι πολύ πιθανό οι γυναίκες να πήγαν στον τάφο αρκετές φορές, τόσο από αγάπη για το νεκρό Κύριο, όσο κι από φόβο, μήπως οι εχθροί Του έρθουν και βεβηλώσουν τον τάφο και το ίδιο Του το σώμα. Όπως λέει ο Ιερώνυμος στο σχόλιό του στο κατά Ματθαίον, «πηγαινοέρχονταν με ανυπομονησία, δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν για πολύ από τον τάφο του Κυρίου». Ίσως εδώ ο Μάρκος να μη μιλάει για τον αισθητό ήλιο αλλά για τον ίδιο τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη, «και ανατελεί υμίν… ήλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. Δ΄ 2), αναφερόμενος στο Μεσσία. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είχε ήδη αναστηθεί εκ νεκρών την πρωινή ώρα που οι μυροφόρες πήγαν στον τάφο. Όπως ο Ήλιος αυτός έλαμψε πολύ προτού δημιουργηθεί ο αισθητός ήλιος, έτσι και τώρα, στη δεύτερη δημιουργία, στην αναγέννηση του κόσμου, έλαμψε στην ανθρώπινη ιστορία προτού ανατείλει στη γη ο αισθητός ήλιος.

«Και έλεγον πρός εαυτάς· τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» (Μάρκ. ιστ’ 3). Καθώς οι μυροφόρες γυναίκες ανέβαιναν προς το Γολγοθά, συζητούσαν μεταξύ τους το πρόβλημα αυτό. Ποιός θα κυλίσει τη βαριά πέτρα από τη θύρα του μνημείου; Όλα έδειχναν πως δεν περίμεναν κάτι αναπάντεχο. Τα γυναικεία χέρια δεν ήταν δυνατά για να σπρώξουν τη βαριά πέτρα και να ελευθερώσουν την είσοδο του μνημείου. Κι ο λίθος ήταν μέγας σφόδρα.

Καημένες γυναίκες! Δεν θυμήθηκαν πως το έργο που πήγαιναν με τόσο ζήλο και σπουδή να κάνουν στον τάφο, είχε ήδη συντελεστεί όσο ζούσε ο Κύριος. Στο δείπνο που παρέθεσε στον Κύριο στη Βηθανία ο Σίμων ο λεπρός, κάποια γυναίκα έχυσε στο κεφάλι του Χριστού ένα πολύτιμο μύρο. Ο παντογνώστης Κύριος είπε τότε για τη γυναίκα αυτή: «Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προγνώριζε με ακρίβεια ότι το σώμα Του δε θα δεχόταν κανένα άλλο άρωμα στο θάνατό Του. Ίσως διερωτηθείς: Γιατί τότε η πρόνοια του Θεού άφησε τις αφοσιωμένες αυτές γυναίκες ν’ απογοητευτούν τόσο πολύ; Πήγαν ν’ αγοράσουν το πολύτιμο μύρο, ήρθαν φοβισμένες μέσα στη νύχτα στο μνημείο και στο τέλος να μην εκτελέσουν το καθήκον αυτό, που με τόση αγάπη και θυσία είχαν προετοιμάσει; Μήπως όμως η θεία αυτή πρόνοια δεν αποζημίωσε τις προσπάθειές τους μ’ έναν ασύγκριτα πλουσιότερο τρόπο κι αντί να δουν νεκρό τον Κύριο τον είδαν ζωντανό;

«Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος· ην γαρ μέγας σφόδρα, και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ιστ’ 4-5). Όταν ο Μωυσής έφτασε με το λαό του στην Ερυθρά Θάλασσα, αντιμετώπισε μια δυσκολία, ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς θα άνοιγε δρόμο στη θάλασσα, εκεί που δεν υπήρχε; Μόλις όμως κραύγασε για βοήθεια στο Θεό η θάλασσα χώρισε στα δύο κι ο δρόμος άνοιξε. Το ίδιο έγινε τώρα με τις Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολύ έντονα για το ποιός θα κυλίσει τη μεγάλη πέτρα, κοίταξαν και είδαν «ότι αποκεκύλισται ο λίθος». Η πέτρα είχε μετακινηθεί κι εκείνες μπήκαν αμέσως μέσα στο μνημείο. Μα πού πήγαν οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο; Αυτοί δεν αποτελούσαν μεγαλύτερο εμπόδιο για να μπουν στο μνημείο, από τη βαριά πέτρα; Εκείνη την ώρα οι φρουροί είτε κείτονταν στη γη μισοπεθαμένοι από το φόβο, είτε είχαν δραπετεύσει προς την πόλη για να διηγηθούν με τρεμάμενη φωνή στους ανθρώπους αυτά που από την εποχή του Αδάμ ως τότε δεν είχαν ακούσει ανθρώπινα αυτιά. Δεν υπήρχε κανένας στο μνημείο για να τις εμποδίσει, κανένας και τίποτα στην είσοδο. Υπήρχε κάποιος όμως μέσα στο μνημείο. Κάποιος που το πρόσωπό του ήταν «ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών» (Ματθ. κη’ 3). Ήταν ένας νέος άνδρας. Ήταν πραγματικά άγγελος του Θεού. Οι γυναίκες φοβήθηκαν κι έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Είναι φοβερό να βλέπει κανείς τη μορφή ενός ουράνιου αγγελιαφόρου του Θεού, εκείνου που έφερε τις πιο υπερφυσικές και χαρμόσυνες ειδήσεις στη γη, από τότε που ο πεσμένος άνθρωπος άρχισε να περιπλανιέται μακριά από τον παράδεισο. Ο Ματθαίος λέει πως ο άγγελος καθόταν πάνω στην πέτρα που είχε κυλίσει από τη θύρα του μνημείου, ενώ ο Μάρκος πως ο άγγελος ήταν μέσα στο μνημείο. Το γεγονός αυτό όμως δεν έχει καμιά αντίθεση. Ίσως οι γυναίκες είδαν πρώτα τον άγγελο πάνω στην πέτρα κι έπειτα άκουσαν τη φωνή του μέσα στο μνημείο. Ο άγγελος δεν είναι κάτι υλικό και ακίνητο. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και οπουδήποτε. Το γεγονός ότι ο Λουκάς αναφέρει δύο αγγέλους, ενώ ο Ματθαίος κι ο Μάρκος έναν, δεν πρέπει να φέρει σε σύγχυση τους πιστούς. Όταν γεννήθηκε ο Κύριος στη Βηθλεέμ, ένας άγγελος εμφανίστηκε ξαφνικά στους ποιμένες κι εκείνοι «εφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9), Πολύ σύντομα μετά, «εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στην ανάσταση του Κυρίου στο Γολγοθά ίσως παρευρίσκονταν λεγεώνες αγγέλων του Θεού. Γιατί πρέπει να εκπλαγούμε αν οι Μυροφόρες είδαν τη μια φορά έναν άγγελο και την άλλη δύο;

«Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν, αλλ’ υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όφεσθε, καθώς είπεν υμίν» (Μάρκ. ιστ’ 6-8).

Ο αστραπόμορφος άγγελος του Θεού φροντίζει πρώτα να ηρεμήσει τις γυναίκες από το φόβο και τον τρόμο τους. Ήθελε να τις προετοιμάσει για τα καταπληκτικά νέα της Ανάστασης του Κυρίου. Η πρώτη έκπληξη για τις γυναίκες ήταν όταν είδαν το μνημείο ανοιχτό. Μετά η έκπληξή τους μεταβλήθηκε σε τρόμο όταν, αντί για Εκείνον που γύρευαν, είδαν αυτόν που δεν περίμεναν.

Ο άγγελος είπε στις γυναίκες με σιγουριά: Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Γιατί μίλησε έτσι; Για να τις στερήσει από κάθε αμφιβολία και σύγχυση για Εκείνον που είχε αναστηθεί. Ο άγγελος μιλάει πολύ συγκεκριμένα τόσο για τις ίδιες τις γυναίκες όσο και για τις μελλούμενες γενιές. Με την ίδια πρόθεση ο άγγελός τους δείχνει το καινό μνημείο. «Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Αυτό που είπε ο άγγελος ήταν πλεονασμός. Οι γυναίκες είχαν δει οι ίδιες με τα μάτια τους αυτό που τους είπε ο άγγελος. Δε γινόταν το ίδιο όμως με τους λοιπούς ανθρώπους, γι’ αυτούς που επίσης ο Κύριος πέθανε κι αναστήθηκε. «Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Ο ουράνιος αγγελιαφόρος πρόφερε με τον πιό απλό τρόπο την συγκλονιστικότερη είδηση που ακούστηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. «Ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε». Για τις αθάνατες χορείες των αγγέλων η συγκλονιστικότερη είδηση ήταν ο θάνατος του Κυρίου, όχι η ανάστασή Του. Για τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν αντίθετα.

Μετά απ’ αυτό ο άγγελος είπε στις γυναίκες να μεταφέρουν τη χαρμόσυνη είδηση «στους αποστόλους και τω Πέτρω». Γιατί και τω Πέτρω; Σίγουρα επειδή ο Πέτρος ένιωθε περισσότερο ταραγμένος από τους άλλους μαθητές. Η συνείδησή του πρέπει να τον ενοχλούσε επειδή πρόδωσε τρεις φορές τον Κύριο και στο τέλος έφυγε μακριά Του. Η αφοσίωση του ευαγγελιστή Ιωάννη, που μαζί με τον Πέτρο ήταν οι πιό στενοί μαθητές του Κυρίου, θα πρέπει να έκανε πιό ευαίσθητη τη συνείδηση του Πέτρου. Ο Ιωάννης δεν είχε φύγει. Παρέμεινε κάτω από το σταυρό του σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ο Πέτρος πρέπει να ένιωθε προδότης του Κυρίου και θα αισθανόταν άβολα στη συντροφιά των αποστόλων, κυρίως μπροστά στην Παναγία Μητέρα Του. Η πίστη του Πέτρου δεν φάνηκε σταθερή σαν πέτρα. Η διστακτικότητα κι η δειλία του τον έκαναν να νιώθει περιφρονημένος στα ίδια του τα μάτια. Είχε ανάγκη να σταθεί ξανά στα πόδια του, ν’ ανακτήσει την υπόληψή του ως άνθρωπος και ως απόστολος. Ο Κύριος, που αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ακριβώς αυτό έκανε τώρα. Αυτός είναι ο λόγος που ο άγγελος έκανε ειδική αναφορά στον Πέτρο.

Γιατί ο άγγελος μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία κι όχι για τις άλλες εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα, που θα γίνονταν νωρίτερα; «Εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν». Γιατί η Γαλιλαία ήταν περισσότερο ειδωλολατρική κι όχι ισραηλιτική περιοχή. Η θέληση του Κυρίου λοιπόν ήταν να εμφανιστεί εκεί για να δείξει στους μαθητές το δρόμο του ευαγγελίου Του, το βασικό χώρο όπου έπρεπε να δραστηριοποιηθούν για να ιδρύσουν την Εκκλησία του Θεού. Κι άλλος ένας λόγος ήταν επειδή στη Γαλιλαία θα ένιωθαν ελεύθεροι, όχι όπως στην Ιερουσαλήμ που ζούσαν με φόβο. Όχι στο σκοτάδι ή στο μεσόφωτο, αλλά στο φως της ημέρας, για να μην πει κανείς πως ο φόβος έχει μεγάλα μάτια, πως οι μαθητές είδαν ζωντανό τον Κύριό τους στην Ιερουσαλήμ πάνω στον πανικό τους και με την πίεση του φόβου τους. Και τελικά ο άγγελος του Θεού μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία χωρίς ν’ αναφέρει τίποτα για τις εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ, για ν’ αφαιρέσει τα όπλα από τα χέρια των απίστων, που διαφορετικά θα ισχυρίζονταν πως οι απόστολοι είχαν δει κάποιο φάντασμα, επειδή περίμεναν με μεγάλη ψυχική αγωνία να τον δουν. Λέει ο Νικηφόρος: «Γιατί ο άγγελος μιλάει ειδικά για την εμφάνισή Του στη Γαλιλαία; Επειδή η εμφάνιση αυτή ήταν η πιο σπουδαία. Εκεί ο Κύριος δεν εμφανίστηκε σε κάποιο σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, άλλα σ’ ένα βουνό, ορατός από όλους. Οι μαθητές με το που τον είδαν εκεί τον προσκύνησαν. Εκεί παρουσιάστηκε δυναμικά μπροστά τους και τους αποκάλυψε για την εξουσία που του έδωσε ο Πατέρας Του. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη’ 18). «Μετά το εγερθήναι με προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ιδ’ 28), είχε πει ο Κύριος. Ως νικητής, δηλαδή, θα προπορευτώ στον ειδωλολατρικό κόσμο και σεις θα με ακολουθήσετε. Οπουδήποτε κι αν σας οδηγήσει το Πνεύμα για να κηρύξετε, κοιτάξτε Με, θα βρίσκομαι μπροστά σας. Θα προπορεύομαι για να σας ανοίγω το δρόμο.

«Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον εκφοβούντο γαρ» (Μάρκ. ιστ’ 8). Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού    βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.

Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του! 
 Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή. 

Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).

Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.

«Και ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γαρ». Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο, σε κανέναν. Δε μίλησαν σε κανέναν από τους εχθρούς του Χριστού, σ’ εκείνους που έχυσαν το αίμα Του, ούτε σ’ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ που συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν όμως στους αποστόλους, ούτε τόλμησαν μα ούτε και μπορούσαν να μην τους πουν τα νέα, αφού έτσι τις πρόσταξε ο αθάνατος άγγελος. Πώς μπορούσαν να μην εκτελέσουν την εντολή του Θεού; Είναι σαφές λοιπόν, πως οι γυναίκες μίλησαν σ’ εκείνους που έπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10)· και πως δεν είπαν τίποτα σ’ αυτούς που δεν έπρεπε, τους οποίους φοβούνταν.

Έτσι τέλειωσε η επίσκεψη που έκαναν οι Μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο του Χριστού το πρωί της Ανάστασης. Τα φτωχά τους μύρα, που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να συντηρήσουν από τη φθορά Εκείνον που τηρεί τους ουρανούς από τον αφανισμό, να μυρώσουν Αυτόν που χαρίζει στους ουρανούς το άρωμά Του, έμειναν στα χέρια τους.

Κύριε, είσαι το μόνο άρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στην ιστορία του. Πόσο πλούσια και θαυμαστά αποζημιώνεις τις αφοσιωμένες ψυχές που δεν σε ξέχασαν νεκρό μέσα στο μνήμα Σου!

Έκανες τις Μυροφόρες γυναίκες φορείς του αγγέλματος της Ανάστασης και της δόξας Σου. Δεν έχρισαν το νεκρό Σου σώμα· Εσύ έχρισες τις ζωντανές ψυχές τους με το μύρο της χαράς. Εκείνες που θρηνούσαν το νεκρό Κύριο, έγιναν χελιδόνια της καινούργιας άνοιξης, άγιοι στην ουράνια βασιλεία Σου.


Αναστημένε Κύριε, με τις προσευχές τους ελέησέ μας, σώσε μας, ώστε να σε δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα», ομιλίες Γ΄, Αθήνα 2011, σ. 64-82)

(Πηγή ηλ. κειμένου: pemptousia.gr)
https://alopsis.gr,
Αμέθυστος

..........................................................................................................................
.........................................................................................................................



......................................................................................
............................................................................................







Σάββατο 15 Απριλίου 2023

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου....


 

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Σήμερα 25 Μαρτίου/ 7 Απριλίου στα 2023, οι Αγωνιζόμενοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, στην Ελλάδα, στο Άγιον Όρος, στα Ιεροσόλυμα, στη Σερβία, στη Ρωσία, στη Ρουμανία κ.α. εορτάσαμε γηθοσύνως, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου

 





Στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Λουκ. α’ 24-38)

Ὅπως ὁ ἥλιος καθρεφτίζεται στά καθαρά καί διαυγή νερά, ἔτσι κι ὁ οὐρανός στήν καθαρή κι ἁγνή καρδιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πανταχοῦ παρόν κι ἀναπαύεται σέ πολλά σημεῖα τοῦ ἀχανοῦς σύμπαντος. Τό μέρος ἐκεῖνο ὅμως ὅπου ἀγαπάει κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα νά κατοικεῖ, εἶναι ἡ ἁγνή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἶναι τό πραγματικό Του ἐνδιαίτημα, ἡ κατοικία του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι τόποι εἶναι ἁπλά τό ἐργαστήριό Του. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέ μένει ποτέ ἄδεια. Πάντα ὑπάρχει κάτι νά τήν καλύψει: ἡ καθαρότητά της. Κάποτε, γιά κάποιο διάστημα, τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τή γέμιζε μόνο ὁ Θεός. Τότε ἡ καρδιά ἦταν καθρέφτης τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, ἕνας ὕμνος καί μιά δοξολογία γιά τό Θεό. Ὑπῆρχε ἕνας καιρός πού ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν πραγματικά στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένη ἀπό κίνδυνο. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέ τήν παραφροσύνη του πῆρε τά πράγματα στά δικά του χέρια, τήν καρδιά του τήν κυνήγησαν πολλά ἄγρια θηρία. Κι ἀπό τότε ξεκίνησε ἐσωτερικά μέν ἡ δουλεία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἐξωτερικά δέ αὐτό πού λέμε ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀδύναμος πιά νά κουμαντάρει τήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ἀναζήτησε στήριξη στά ἔμψυχα ὄντα ἤ καί στά ἄψυχα πράγματα πού τόν περιέβαλαν. Ὅ,τι κι ἄν βρῆκε ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιά νά στηρίξει καί νά ἐνισχύσει τήν καρδιά του, ἀποδείχτηκε πώς αὐτό τήν τραυμάτιζε καί τήν πλήγωνε μόνο. Καϋμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Αἰχμαλωτίστηκες ἀπό πολλά πράγματα πού δέν εἶχαν καμιά δικαιοδοσία σέ σένα, καμιά ἐξουσία πάνω σου. Βρέθηκες σάν τό μαργαριτάρι ἀνάμεσα σέ χοίρους. Πόσο σέ σκλήρυνε ἡ μακροχρόνια δουλεία, πόσο σέ σκότισε τό μαῦρο σκοτάδι ὅπου κινεῖσαι! Ὁ Θεός ὁ ἴδιος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό γιά νά σ᾿ ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία, νά σέ γλιτώσει ἀπό τό σκοτάδι, νά σέ θεραπεύσει ἀπό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας σου, νά σέ ἀναλάβει ξανά στά δικά Του χέρια! Ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο κι ἡ πορεία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πιό θαυμαστή κι ἀνυπέρβλητη ἔνδειξη τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ εὐαγγελισμός, ἡ εὐχάριστη εἴδηση τῆς ὕψιστης χαρᾶς  τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τό πιό ὀλέθριο γεγονός γιά τήν ἀκαθαρσία της. Τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο θά τήν παρομοιάζαμε μέ τήν ἐμφάνιση πύρινου στύλου στά σκοτάδια τῆς ἀβύσσου. Ἡ εἴδηση γιά τήν ἔλευσή Του ξεκίνησε μέ ἕναν ἄγγελο καί μιά κόρη παρθένο, μιά συνομιλία πού ἔγινε ἀνάμεσα στήν οὐράνια καί τήν ἐπίγεια ἁγνότητα. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, ἐπίσης ἀκάθαρτη, θά προκύψει σύγκρουση. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, καθαρή καρδιά, πάλι θά ᾿χουμε σύγκρουση. Μόνο ὅταν ἡ καθαρή καρδιά συναντηθεῖ μέ μιάν ἄλλη καθαρή ἔχουμε χαρά, εἰρήνη καί εὐφροσύνη. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ εἶναι ὁ πρῶτος ἀγγελιοφόρος τῆς εὐχάριστης εἴδησης γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό θαυμαστό γεγονός τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέ θά μποροῦσε νά συμβεί χωρίς νά φανεῖ ἡ θαυματουργή ἐνέργεια καί δύναμή Του. Ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἄκουσε τή σωτήρια αὐτή εἴδηση ἦταν ἡ πάναγνη Παρθένος. Καί τήν ἄκουσε μέ φόβο, μέ δέος. Ὁ οὐρανός καθρεφτιζόταν στήν ἁγνή καρδιά της ὅπως ὁ ἥλιος στά καθαρά καί διαυγή νερά. Στήν καρδιά της ὁ Κύριος καί Δημιουργός τοῦ νέου κόσμου καί ἀνακαινιστής τοῦ παλαιοῦ, ἐπρόκειτο νά γείρει τό κεφάλι Του καί νά δανειστεῖ σάρκα ἀπό τή σάρκα τηςΤό εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ λέει: «Μετά δέ τάς ἡμέρας ταύτας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνή αὐτοῦ καί περιέκρυβεν ἑαυτήν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις» (Λουκ. Α΄ 24-25).


Ποιές μέρες ἐννοεῖ ὁ εὐαγγελιστής; Τίς μέρες πού θά προηγοῦνταν τῆς μεγάλης μέρας πού θά γεννιοῦνταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἡ μέρα πού θά ἐκπληροῦνταν ὅλες οἱ προφητεῖες, ὅταν θά φτάναμε στό πλήρωμα τοῦ χρόνου πού προφήτευσε ὁ Δανιήλ, τότε πού ἡ ἄρρωστη ἀνθρώπινη φύση στέναζε μαζί μέ τήν ἐπίσης ἄρρωστη δημιουργία, γιατί ἀνέμεναν τή σωτηρία ὄχι πιά ἀπό ἄνθρωπο ἤ ἀπό κάτι φυσικό, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Τότε λοιπόν, «μετά τάς ἡμέρας ταύτας», συλλαμβάνει ἡ Ἐλισάβετ, ἡ σύζυγος τοῦ Ζαχαρία.

Τί σχέση ἔχει ἡ στείρα Ἐλισάβετ μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ Ἐλισάβετ σχετίζεται μέ τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, ἐπειδή θά γεννοῦσε τόν Πρόδρομο τοῦ Σωτήρα μας, ἐκεῖνον πού θά προπορευτεῖ γιά νά ἀναγγείλει τήν ἔλευσή Του. Ἡ ἠλικιωμένη καί στείρα γυναίκα θά γεννοῦσε τόν κήρυκα τῆς σωτηρίας, ὄχι τό Σωτήρα. Εἶναι μιά πιστή εἰκόνα τοῦ παλιοῦ κόσμου πού ἦταν γερασμένος. Φαντάζει σάν τό ἀφυδατωμένο, γέρικο καί μαραμένο δέντρο, πού στάθηκε ὅμως ἱκανό θαυματουργικά γιά νά βγάλει φύλλα πού προοιωνίζουν τόν ἐρχομό τῆς ἄνοιξης, ἔστω κι ἄν τό ἴδιο δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει.

«Τάς ἡμέρας ταύτας», ὅπως κι ὅλες τίς μέρες, ἡ στείρα γυναίκα ἔνιωθε ντροπή γιά τή στειρότητά της, ντροπιασμένη ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Τί νόημα εἶχε ὁ γάμος ἐφόσον τό ζευγάρι παρέμενε ἄτεκνο; Ἄν ὁ ἴδιος ὁ παράδεισος μπορεῖ νά γίνει τόπος πειρασμοῦ καί θλίψεων γιά τόν ἄτεκνο, τί νά ποῦμε γιά τή γῆ; Τό κάθε μέλος τοῦ ἄτεκνου ζευγαριοῦ ἀποδίδει τήν ντροπή στό ἄλλο. Τό καθένα τους φαίνεται στό ἄλλο σάν μιά καταπράσινη συκιά ἀλλά χωρίς σύκα. Στά βάθη τῆς ψυχῆς τους νιώθουν ἀπόβλητοι. Καί τό χειρότερο καί πιό πικρό γι᾿ αὐτούς –κάτι πού γίνεται καί σήμερα– εἶναι ὅτι κάποια στιγμή ὑποψιάζονται ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τόν κατηγορεῖ ἐνδόμυχα γιά λαγνεία καί ἀκαθαρσία. Ἀρχίζουν νά βλέπουν τό γάμο σάν νομιμοποίηση τῆς λαγνείας καί κυρίως μάλιστα ὅταν δέ γνωρίζουν τό Θεό καί δέ νιώθουν πάνω τους τό εὐεργετικό Του χέρι.

***

Ἔτσι τ᾿ ἄτεκνα ζευγάρια συνήθως δέν εἶναι μακρόβια κι ἡ χαρά τους εἶναι περιορισμένη. Τίποτα δέν εἶναι τόσο ἀπογοητευτικό στόν κόσμο ὅσο οἱ ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀκόμα κι ἄν ὅλα τ᾿ ἄλλα τά ᾿χουν πλούσια. Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε» (Γεν. α’ 28) εἶναι σάν ἕνα βουνό πού στέκεται μπροστά στό ἄτεκνο ζευγάρι, ἔστω κι ἄν δέν τό συνειδητοποιοῦν. Ἴσως νά μήν τό κατανοοῦν ἐπειδή εἶναι ἀμαθεῖς, τό νιώθουν μέ τήν καρδιά τους ὅμως, τό αἰσθάνονται, γιατί εἶναι σάν μιά ἀνεξίτηλη σφραγίδα πού σφραγίζει κάθε ἀνθρώπινη ψυχή, ὅπως κι ὅλες οἱ βασικές ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Τή θλίψη πού νιώθουν τά ἄτεκνα ζευγάρια τή συναντᾶμε πολλές φορές στήν Ἁγία Γραφή ἀλλά καί στή σύγχρονη πραγματικότητα, σέ ζευγάρια κάθε ἡλικίας.


«Τάς ἡμέρας ταύτας», ὅμως ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ἡ Ἐλισάβετ, ἄν καί προχωρημένη στήν ἡλικία, συνέλαβε. Πῶς γίνεται αὐτό; θά ρωτήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού βλέπουν ἐπιφανειακά καί λογικά τά πράγματα, ἐκεῖνοι πού γλιστρούν ἐπιπόλαια πάνω στά φαινόμενα, ὅπως ἐκεῖνος πού γλιστράει πάνω στόν πάγο. Ἀλλά κι ὅσοι πιστεύουν πώς ὁ κόσμος δέ σώζεται μέ κανέναν ἄλλον τρόπο παρά μόνο μέ θεία ἐπέμβαση, ἀκόμα κι ἐκεῖνοι γυρίζουν ἀλλοῦ τό κεφάλι τους κι ἀρνοῦνται τό θαῦμα, ἀναρωτιοῦνται κι αὐτοί πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό. Ἄν ὁ Θεός δέν ἦταν ζωντανός καί παντοδύναμος, τότε καμιά ἄλλη ὕπαρξη δέ θά ὑπῆρχε, τίποτα δέ θά γινόταν. Γιά νά γεννηθεῖ ἕνα παιδί δέν ἔχει σχέση ἄν μιά γυναίκα εἶναι καρπερή ἤ ὄχι. Ἀπό τή στιγμή πού πιστεύουμε πώς ὑπάρχει Θεός κι εἶναι παντοδύναμος, ὅλα εἶναι πιθανά. Ὁ Θεός δέν ὑπόκειται στούς φυσικούς νόμους πού ὁ ἴδιος ἔφτιαξε γιά νά δεσμεύονται οἱ ἄλλοι, ὄχι ὁ ἴδιος. Δέν ἔφτιαξε τούς φυσικούς νόμους γιά νά περιορίσει τή δύναμή Του, μά γιά νά τούς χρησιμοποιήσει καί νά ἐργαστεῖ τό ἀναγκαῖο ἔλεός Του. Τά μηχανήματα πού φτιάχνει ὁ ἄνθρωπος δέν περιορίζουν τήν ἐλευθερία πού ἔχει νά τά χρησιμοποιήσει μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον τρόπο. Ἔτσι κι ὁ κόσμος πού δημιούργησε ὁ Θεός, μέ τούς φυσικούς νόμους πού ἔθεσε, δέν περιορίζει τήν ἐλευθερία Του νά ἐνεργεῖ μέ τόν ἔνα ἤ τόν ἄλλον τρόπο, σύμφωνα μέ τήν ἀγάπη Του καί τίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐκεῖνοι πού ἀποκτοῦν παιδιά δέν τό κάνουν μέ τή δική τους δύναμη, ἀλλά μέ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι πολύ προσεχτικός, σέβεται τή ζωή καί τή δίνει ὅπως Ἐκεῖνος νομίζει. Ἐπιτρέπει τή σύλληψη ὅπου Ἐκεῖνος νομίζει καί δέν τήν ἐπιτρέπει ὅπου νομίζει πώς δέν πρέπει. Γι᾿ αὐτό συμβαίνει καμιά φορά νά βλέπουμε νέα ζευγάρια, πού ἐνῶ ἔχουν ὅλες τίς φυσικές προϋποθέσεις, δέν ἀποκτοῦν παιδιά. Ἀντίθετα ἄλλες φορές βλέπουμε ἡλικιωμένα ζευγάρια πού, παρά τούς φυσικούς νόμους, τεκνοποιοῦν.

Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Κύριος τῆς ζωῆς. Κι ὅπου ὁ ἴδιος θέλει ν᾿ ἀσκήσει τήν κυριότητά Του, ἡ φύση κι ὁ νόμοι της δέν ἔχουν καμιά δύναμη, ἀτονοῦν. Ὅπως τό ἴδιο ἀδύναμοι κι ἀνίσχυροι εἶναι οἱ μάγοι, στούς ὁποίους πολλές φορές καταφεύγουν στεῖρες γυναῖκες γιά βοήθεια ἀπό ἄγνοια, ἐπειδή δέ γνωρίζουν ὅτι ἐκεῖνοι δέν εἶναι ὑπηρέτες καί ὄργανα τῆς θείας δύναμης, ἀλλά τῆς πονηρῆς καί σκοτεινῆς δύναμης τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος περιμένει κάποιο θαῦμα ἀπό τό Θεό. Κι ὅταν ὅμως τό θαῦμα αὐτό γίνει, δέν τό πιστεύει. Ἡ φύση γιά τόν ἄνθρωπο ἔγινε τό δέντρο τῆς γνώσης. Κρυμμένος κάτω ἀπό τή σκιά τῆς φύσης, ἐπειδή εἶναι γυμνός, λαχταρᾶ νά τόν ἐπισκεφτεῖ ὁ Θεός. Κι ἀπό τήν ἄλλη τρέμει καί φοβᾶται τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεός δέν τόν ἐπισκέπτεται, παραπονιέται. Ὅταν τόν ἐπισκεφτεῖ, τόν ἀπορρίπτει. Παλιά στόν παράδεισο ὁ Ἀδάμ βρισκόταν ἀνάμεσα σέ δύο δέντρα, τό δέντρο τῆς ζωῆς καί τό δέντρο τῆς γνώσης. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ βρίσκονται ἐπίσης ἀνάμεσα σέ δυό δέντρα: τό Θεό, πού εἶναι τό δέντρο τῆς ζωῆς καί τή φύση, πού εἶναι τό δέντρο τῆς γνώσης. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος. Ἡ ὑπακοή κι ἡ ταπείνωσή του δοκιμάζονται καί σήμερα ὅπως καί τότε. Ἡ σύνεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καρδιά κι ἡ θέλησή του πρέπει νά δοκιμαστοῦν. Χωρίς πειρασμό δέν ὑπάρχει ἐλευθερία, χωρίς ἐλευθερία δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, παρά δυό εἴδη πέτρας – ἡ κινητή καί ἡ ἀκίνητη.


Οἱ ἀλήθειες αὐτές εἶναι ἁπλές καί ξεκάθαρες. Ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά κατανοεῖ μέ γήινη ἀντίληψη. Δέν μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει ἀληθινή γνώση, γιατί τήν πνευματική της ὅραση τήν καλύπτει σάν μέ σύννεφο ἡ ἁμαρτία. Ὅλ᾿ αὐτά τά γνώριζε ἡ Ἐλισάβετ, ἡ ἁπλή κι ἀφοσιωμένη ἡλικιωμένη γυναίκα. Ἔτσι δέν ἔνιωσε καμιά ἔκπληξη σάν βρέθηκε μέ παίδι σέ μεγάλη ἡλικία. Γι᾿ αὐτό κι ἀμέσως ἀναφώνησε μέ εὐεξήγητη ἑτοιμότητα γιά τήν ἄκαιρη τεκνοποίησή της: «Ὅτι οὕτω ἐποίησέ μοι Κύριος ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις» (Λουκ. α’ 25). Γιατί; Ἡ ἴδια δέν τό ξέρει ἀκόμα κι ἀπό ταπείνωση οὔτε πού τολμᾶ νά τό φανταστεῖ πόσο σπάνιος καί μεγάλος θά εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλιᾶς της. Τίποτα δέν ξέρει γιά τό σπουδαιότατο ρόλο πού θά παίξει στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Δέ γνωρίζει πώς ὁ γιός της θά εἶναι ὁ Προφήτης, ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής. Ἀγνοεῖ τό βαθύ σχέδιο πού ἔχει ὁ Θεός ὅταν ἔρθει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, δέν ἀντιλαμβάνεται πόσο μυστικά ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέ τούς δούλους καί τίς δοῦλες του. Μυστικά καί ἤρεμα. Τό μόνο πού γνωρίζει εἶναι ἕνας ἁπλός καί συγκινητικός λόγος γιά τή δωρεά πού τῆς ἔκανε ὁ Θεός: «Ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ταῖς ἡμέρες αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις» (Λουκ. α’ 25). Τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἑρμηνεύει σάν σημεῖο τοῦ ἐλέους Του πρός αὐτήν. Κι ἔτσι εἶναι, ἀλλά ὄχι μόνο. Ἄν τό θαῦμα αὐτό τό εἶχε ἑρμηνεύσει ὡς σημεῖο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ πρός ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, πού ἦταν στεῖρο καί ἄγονο, θά ἔλεγε αὐτά περίπου: Ἰδοῦ, μέ τό θαῦμα αὐτό ὁ Θεός προετοιμάζει ἕνα μέγιστο θαῦμα, μέ τό ὁποῖο θέλησε ν᾿ ἀποβάλει τήν κατάρα τῆς ἀνθρωπότητας ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων.


«Ἔν δέ τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾦ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαβίδ, καί τό ὄνομα τῆς Παρθένου Μαριάμ» (Λουκ. α’ 26-27). Ὁ ἕκτος μήνας ἀναφέρεται στήν ἐγκυμοσύνη τῆς Ἐλισάβετ, ἀπό τήν ἡμερομηνία πού συνέλαβε τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Γιατί τόν ἕκτο μήνα; Γιατί ὄχι τόν τρίτο, τόν πέμπτο ἤ τόν ἕβδομο; Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε τήν ἕκτη μέρα, μετά τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀνακαινιστής τῆς δημιουργίας. Ἔρχεται ὡς ὁ νέος Δημιουργός καί νέος Ἄνθρωπος. Ὅλα ἔγιναν καινούργια μέ Αὐτόν. Στή νέα αὐτή κτίση, ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ πρώτη κτίση, ἡ δημιουργία, ἦταν πρόδρομος τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζει στό Χριστό ὁλόκληρη τήν ἐπίγεια φύση μαζί μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο, πού μαζί του μετανοεῖ. Θά παρουσιαστεῖ μπροστά στόν Κύριο ἐκπροσωπώντας ὁλόκληρο τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἄνθρωπος πού μετανοεῖ καί κήρυκας τῆς μετάνοιας. Ὁ ἕκτος μήνας, τότε πού ὁ ἀγέννητος Ἰωάννης «ἐσκίρτησε» στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀπεικονίζει καί τήν ἕκτη ἐποχή πού γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀλλά καί τήν ἔκτη σφραγίδα τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου (στ’ 12).


Ἔν δέ τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος ΓαβριήλΣτό μεγάλο γεγονός τῆς πρώτης δημιουργίας οἱ ἄγγελοι κατέχουν τήν πρώτη θέση. «Ἔν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γεν. α’ 1). Μέ τή λέξη «οὐρανόν» ἐδῶ ὑπονοοῦμε τούς ἀγγέλους, ὅλες τίς τάξεις τῆς οὐράνιας ἱεραρχίας. Ἐδῶ τώρα, πού ἀρχίζει τό μέγιστο γεγονός τῆς νέας δημιουργίας, πάλι οἱ ἄγγελοι ἐμφανίζονται πρῶτοι. Ἄγγελος, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης Δανιήλ, ὅρισε τό χρόνο πού θά γεννηθεῖ ὁ βασιλιάς τῶν βασιλέων. Ἄγγελος, μέ τό στόμα τοῦ προφήτου Ἡσαΐα καί ἄλλων προφητῶν, μίλησε γιά τόν Ζαχαρία τόν ἀρχιερέα τή γέννηση τοῦ Προδρόμου. Ἄγγελος τώρα ἀναγγέλει τή σάρκωση καί γέννηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὅταν γεννήθηκε ὁ σαρκωμένος Θεός, χορός ἀγγέλων ἔψαλλε πάνω ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Κάθε πράξη τῆς δημιουργίας εἶναι χαρά γιά τό Θεό. Καί τή χαρά αὐτή θέλει νά τή μοιραστεῖ μέ ἄλλους. Ἡ χαρά πού πηγάζει ἀπό πραγματική ἀγάπη, εἶναι τό μόνο ἐπίγειο καί οὐράνιο πράγμα πού δέ λιγοστεύει ὅταν μοιράζεται, ἄν τολμᾶ κανείς νά μιλήσει γιά αὔξηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι πηγή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀγάπης.

Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τούς ἀγγέλους στήν πρώτη δημιουργία, τούς ἔκανε ἀμέσως συμμετόχους καί συνεργάτες Του στίς ἑπόμενες ἐνέργειές Του. Ὅταν ἔπλασε τόν Ἀδάμ, τόν ἔκανε ἀμέσως συνεργάτη Του στήν εὐθύνη καί τή διαχείριση τοῦ παραδείσου καί ὅλων τῶν δημιουργημάτων Του. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τή Νέα Κτίση. Οἱ ἄγγελοι εἶναι κήρυκες τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νέου Ἀνθρώπου. Ὁρίζοντας τή βασιλεία Του ὁ Χριστός ἔκανε ἀμέσως συνεργάτες Του τούς Ἀποστόλους, ἔπειτα κι ἄλλους ἀνθρώπους, γιά νά ἐργαστοῦν μαζί Του ὄχι μόνο ὅσο ζοῦνε στή γῆ, ἀλλά καί μετά τό φυσικό τους θάνατο. Στή συνεργασία αὐτή ὁ Κύριος καλεῖ ὥς σήμερα τούς Ἁγίους, τούς Μάρτυρες κι ὅσους ἄλλους κρίνει ἄξιους γιά τό ἔργο αὐτό. Σέ ποιόν θά πήγαινε ὁ μέγας ἀρχάγγελος Γαβριήλ; Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του στόν Εὐαγγελισμό:

Ἕνας στρατιώτης στάλθηκε γιά ν᾿ ἀναγγείλει τό μυστικό τοῦ βασιλιᾶ. Τό μυστικό αὐτό γνωρίζεται μόνο μέ τήν πίστη, δέν τό ἀγγίζει καί δέν τό ἑρμηνεύει ἡ περιέργεια. Εἶναι ἕνα μυστικό μπροστά στό ὁποῖο πρέπει νά ὑποκλιθεῖ κανείς μέ σεβασμό. Τό βάρος κι ἡ ἀξία του δέν μετριέται μέ ἀνθρώπινα μέτρα. Εἶναι τό μυστικό πού ἑρμηνεύεται μόνο μέ θεία, ὄχι μέ ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί κατανόηση.

Σέ ποιόν στάλθηκε ὁ ἀρχάγγελος; Πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἰκου Δαβίδ. Ὁ μέγας ἀρχάγγελος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε σέ Παρθένο. Γιατί ὁ πάναγνος Θεός, Ἐκεῖνος πού θά ἐγκαινίαζε τό νέο κόσμο, τή νέα κτίση, ἔπρεπε νά ᾿ρθει ἀπό ἁγνή Παρθένο. Ὁ νέος κόσμος θά διακρίνεται ἀπό ἁγνότητα καί τιμιότητα, σέ ἀντίθεση μέ τόν παλαιό κόσμο πού εἶχε γίνει ἀκάθαρτος λόγω τῆς πεισματικῆς ἀνυπακοῆς στό Δημιουργό του. Ἡ Παρθένος λειτουργεῖ ὡς εἴσοδος, ἀπό τήν ὁποία ὁ Λυτρωτής θά εἰσέλθει στόν κόσμο πού θά γίνει τό ἐνδιαίτημα κι ὁ χῶρος τοῦ σωστικοῦ ἔργου Του. Παρθένος, ὄχι γυναίκα. Ἡ γυναίκα, σέ ὅποιο πνευματικό ἐπίπεδο κι ἄν ἔχει φτάσει, ἀνήκει στόν παλαιό κόσμο, στήν παλαιά κτίση, ἀνήκει στόν ἄντρα της. Δέν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ἐγκόσμιες ἐπιθυμίες καί προοπτικές. Γι᾿ αὐτό κι ἔπρεπε νά βρεθεῖ ὄχι γυναίκα μά παρθένος, ἡ πάναγνη Παρθένος, πού εἶχε δοθεῖ ἀπόλυτα μόνο στό Θεό κι εἶχε ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν κόσμο. Τέτοια παρθένος φύτρωσε κι ἀναπτύχτηκε στόν παρακμασμένο κόσμο μας σάν κρίνο πού ἀνθίζει σέ κοπρόλοφο, ἀκέραιη κι ἀνέπαφη ἀπό τήν παρακμή τοῦ κόσμου.

Ἡ ἐκλεκτή Παρθένος παραδόθηκε ὡς μνηστή στόν Ἰωσήφ, πού ἦταν συγγενής της. Γιά ποιό λόγο μνηστεύτηκε; Γιατί ἔτσι οἰκονόμησε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά νά προστατευτεῖ ἀπό τόν ἐμπαιγμό ἀνθρώπων καί δαιμόνων. Ἄν δέν εἶχε μνηστευτεῖ προτοῦ γεννήσει, ποιός ἄνθρωπος θά πίστευε πώς ὁ Υἱός της εἶχε γεννηθεῖ ὑπερφυσικά, χωρίς νά ἰσχύσουν οἱ φυσικοί νόμοι; Ποιός ἐπίγειος δικαστής θά τήν προστάτευε σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση ἀπό τήν ἀκαμψία καί τή σκληρότητα τοῦ νόμου; Ἡ θεία πρόνοια δέν ἤθελε νά θέσει σέ κίνδυνο καί μπελάδες τήν ἐκλεκτή Του, δέν ἤθελε νά βάλει σέ μεγάλους πειρασμούς τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι οἰκονόμησε νά προστατέψει τήν Παρθένο καί τή γέννηση μέ τή «μνηστεία» της. Γράφει ὁ ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του στό κατά Ματθαῖον:

Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔκρυψε στήν ἀρχή πολλά πράγματα, κάλεσε τόν ἑαυτό Του Υἱό τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ἀποκάλυψε παντοῦ ἀνοιχτά πώς εἶναι ἕνας μέ τόν Πατέρα, γιατί τότε νά ξαφνιαζόμαστε μ᾿ αὐτήν τή μυστικότητα, κατά τήν προετοιμασία τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ καί μέγιστου μυστηρίου;

Γιατί τό ὄνομα τοῦ μνήστορος ἦταν Ἰωσήφ; Γιά νά μᾶς θυμίζει τόν ἁγνό καί πάγκαλο Ἰωσήφ πού ἄν καί ζοῦσε μέσα στή φιλήδονη Αἴγυπτο, διαφύλαξε τή σωματική καί πνευματική του Ἁγνότητα. Καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο διευκολύνει τούς πιστούς στό νά πιστέψουν εὐκολότερα πώς ὁ καρπός τῆς παρθένου Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἦταν πραγματικά ἐκ Πνεύματος Ἁγίου κι ὄχι «ἐκ θελήματος σαρκός».


«Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν». Ἡ νέα κτίση εἶναι χαρά γιά τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό κι ἀρχίζει μέ καλές κι εὐχάριστες εἰδήσεις, μέ τόν εὐαγγελισμό. «Χαῖρε!». Μέ τή λέξη αὐτή ἀρχίζει τό ἔργο τῆς νέας κτίσης. Εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ ἐναρκτήρια, πού ἀκούγεται ἐνῶ ἡ αὐλαία τοῦ μεγάλου ἔργου μόλις ἀρχίζει ν᾿ ἀνοίγεται. Ὁ Γαβριήλ ὀνόμασε τήν Παρθένο «εὐλογημένη». Γιατί; Ἐπειδή ἡ ψυχή της ἦταν καθαρή σάν τό ἱερό τοῦ ναοῦ, γεμάτη μέ τά ζωοποιά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γεμάτη οὐράνια εὐωδία κι ἀγνότητα. Δέν εἶναι εὐλογημένοι ἐκεῖνοι πού ἡ ψυχή τους εἶναι κλειστή γιά τό Θεό καί ἀνοιχτή μόνο γιά τή γῆ, αὐτοί πού ἀποπνέουν μόνο χῶμα, γῆ, ἁμαρτία καί θάνατο. Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἐκεῖνος πού στέκεται μπροστά στό Θεό εἶναι εὐλογημένος. Ἀπουσία Κυρίου σημαίνει ἀπουσία εὐλογίαςἩ ἀπομάκρυνση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι κατάρα. Ἡ παρουσία Του εἶναι εὐλογία. Ἀπό τήν ἀγάπη πού δείχνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο εἶναι φανερό, πώς ὁ Θεός δέν ἀπομακρύνεται ποτέ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἐκεῖνος δέν ἀπομακρύνεται πρῶτος ἀπό κοντά Του.

Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο φανερώνει τή ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Μ᾿ ὅλο πού ὁ ἄνθρωπος ξεμάκρυνε ἀπό τό Θεό, ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού κάνει τό πρῶτο βῆμα γιά νά προσεγγίσει τόν ἄνθρωπο, νά γεφυρώσει τό χάσμα πού τούς χωρίζει. Τήν ἄβυσσο αὐτήν ἀνάμεσά τους τήν ξεκίνησε μιά γυναίκα. Καί τώρα μιά ἄλλη γυναίκα γίνεται ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τήν ἄβυσσο. Ἡ Εὔα ἁμάρτησε πρώτη. Καί μάλιστα αὐτό ἔγινε μέσα στόν παράδεισο, ὅπου ὅλα τήν προστάτευαν ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἡ Μαρία ἦταν ἡ πρώτη πού ἀντιστάθηκε στούς πειρασμούς. Κι αὐτό ἔγινε μέσα στό σκοτάδι τοῦ κόσμου, ὅπου ὅλα σέ τραβοῦν στήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό κι ἡ Εὔα τόν πρῶτο καρπό πού ἔδωσε στή γῆ ἦταν ὁ Κάιν, ὁ ἀδελφοκτόνος. Ἡ Μαρία ὅμως γέννησε τόν Ἥρωα τῶν ἡρώων πού ὁδήγησε τή γεννιά τῶν ἀδελφοκτόνων, τούς καρπούς τῆς ἀνυπάκουης Εὔας, μακριά ἀπό τή σκιά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.

«Ἡ δέ ἰδοῦσα (τόν Γαβριήλ) διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καί διελογίζετο ποταπός εἴη ὁ ἀσπασμός οὗτος» (Λουκ. α’ 29). Τί παιδικότητα! Ἡ Μαρία εἶναι πραγματικά ἕνα παιδί. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη’ 3). Ὁ κόσμος αὐτός, μέ τούς πειρασμούς καί τίς ἐπιθυμίες του, γερνᾶ γρήγορα τόν ἄνθρωπο. Ἡ παιδική μας ἡλικία εἶναι πολύ μικρή, σύντομη καί στήν ἐποχή μας συντομεύεται ἀκόμα περισσότερο. Ποιός μπορεῖ νά γυρίσει καί νά ξαναγίνει παιδί; Ἡ Μαρία ἦταν παιδί κι ἔμεινε παιδί σ᾿ ὅλη της τή ζωή ἐπειδή ἦταν ἁγνή καί ἀθώα, ἐπειδή εἶχε φόβο Θεοῦ καί ὑπακοή σ᾿ Αὐτόν. Γι᾿ αὐτό κι εἶχε μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Υἱοῦ Της προτοῦ ἀκόμα Αὐτός κηρύξει τή βασιλεία Του. Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρισκόταν μέσα Της (πρβλ. Λουκ. ιζ’ 21).

Ἡ παιδικότητά της τήν ἔκανε νά τρομάξει μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου. Ἡ παιδική της ἁπλότητα τήν ἔκανε ν᾿ ἀπορήσει, νά διερωτηθεῖ τί νά σήμαινε ὁ ἀσπασμός του. Στή συμπεριφορά της αὐτή δέν ὑπῆρχε τίποτα τό ψεύτικο, τό θεατρικό. Ὅλα ἦταν παιδικά, ἁπλά, ἁγνά, καθαρά κι ἀθώα.

Ὁ μέγας ἀρχάγγελος, ὁ Γαβριήλ, πού παρίστατο στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ χρόνου, πού εἶχε τή δύναμη νά διαβάζει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, κατάλαβε ἀμέσως τήν ταραχή καί τίς ἀνήσυχες σκέψεις τῆς Παρθένου πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅ,τι ἐμεῖς βλέπουμε τό σῶμα μας. Εἶδε τήν ταραχή τῆς ψυχῆς της καί τήν καθησύχασε γρήγορα μέ τά ἀγγελικά λόγια του:

«Μή φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῶ» (Λουκ. α’ 30). Μή φοβᾶσαι, παιδί μου! Μή φοβᾶσαι κεχαριτωμένη κόρη τοῦ Θεοῦ! Μή φοβᾶσαι ὑπερευλογημένη πάνω ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιατί ἀπό σένα θά ᾿ρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σ᾿ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος! Μή βοβοῦ, εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῶ! Τά τελευταῖα αὐτά λόγια του ἀναιροῦν τούς ἰσχυρισμούς κάποιων δυτικῶν θεολόγων σχετικά μέ τήν «ἄσπιλη σύλληψή» Της, ὅτι δηλαδή ἡ Παρθένος Μαρία γεννήθηκε ἀπό τούς γονεῖς της χωρίς τή σκιά τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Ἄν ἦταν ἔτσι τά πράγματα, γιατί νά τῆς πεῖ ὁ ἄγγελος ὅτι βρῆκε χάρη στό Θεό; Ἡ χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού ὑποδηλώνουν καί τή συγχώρηση, δίδονται σ᾿ εκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη τό ἔλεος, πού τό ἀναζητᾶ. Ἡ πάναγνος Παρθένος ἔκανε ἡρωικές προσπάθειες γιά νά ὁδηγήσει τήν ψυχή της στό Θεό. Καί στήν ἀνοδική αὐτή προσπάθειά της συνάντησε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἐμπνευσμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποστολή τοῦ ἀρχάγγελου Γαβριήλ, ἔγραψε τό ἀκόλουθο σχόλιο γιά τήν Ἁγία Παρθένο:

«Μή φοβοῦ, Μαριάμ, εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῶ», μιά χάρη πού δέν τήν ἔλαβε οὔτε ἡ Σάρα οὔτε ἡ Ρεββέκα. Βρῆκες τή χάρη πού οὔτε ἡ Μεγάλη Ἄννα δέν ἀξιώθηκε νά βρεῖ. Ἔγιναν κι αὐτές μητέρες, ἀλλά ἔχασαν τήν παρθενικότητά τους. Ἐσύ ὅμως ἔγινες μητέρα, ἀλλά διατήρησες καί τήν παρθενία σου ἀνέπαφη. Γι᾿ αὐτό μή φοβᾶσαι, γιατί βρῆκες χάρη στό Θεό, μιά χάρη πού κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό Σένα δέν ἔλαβε ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ χρόνος.

Ἡ Ἁγνή ψυχή τῆς Παρθένου ἠρέμησε. Καί τότε ὁ φτερωτός ἀρχάγγελος τοῦ Θεοῦ τῆς ἔδωσε τό μεγαλύτερο ἀπό τά οὐράνια μηνύματα: «Ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται, καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ πατρός αὐτοῦ, καί βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. α’). Ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ μιλάει καθαρά, μέ λεπτομέρειες. Θά συλλάβεις «ἐν γαστρί», λέει, δηλαδή σωματικῶς. Τήν ἴδια περίπου ἔκφραση χρησιμοποιεῖ ὁ Ψαλμωδός ὅταν λέει στόν 50ό ψαλμό του (στιχ. 12) «καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Δίνοντας ἔμφαση στό λόγο ἐν γαστρί ὁ ἀρχάγγελος, εἶναι σά νά θάλει προκαταβολικά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τίς πλανεμένες διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν Δοκητῶν ὅτι ὁ Χριστός τάχα δέν εἶχε πραγματικό σῶμα κι ὅτι δέ γεννήθηκε πραγματικά. Πώς δέν ἦταν δηλαδή πραγματικά καί σωματικά ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνα ὁμοίωμά του.

Ἀλλά καί τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι γεμάτο νοήματα. Αὐτό τό ὄνομα ἔφερε κι ὁ γιός τοῦ Ναυῆ, πού ὁδήγησε τούς Ἰσραηλίτες στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, προεικονίζοντας ἔτσι τό ρόλο τοῦ Σωτήρα Ἰησοῦ πού ὁδήγησε τό ἀνθρώπινο γένος στήν πραγματική κι αἰώνια γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὅλα τά ὑπόλοιπα πού εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος ἀπέβλεπαν σέ μιά προσπάθεια νά πείσει τήν Παρθένο πώς ὁ γιός της θά ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Πώς θά ἦταν Υἱός τοῦ Ὑψίστου. Πώς ὁ Θεός θά τοῦ ἔδινε τό θρόνο τοῦ Δαβίδ καί πώς θά γινόταν παντοτινός βασιλιάς τοῦ οἴκου Ἰακώβ.


Ὅλ᾿ αὐτά βρίσκονταν στό νοῦ κάθε Ἰσραηλίτη, ἀλλά πολύ περισσότερο στό νοῦ τῆς πνευματικά φωτισμένης Παρθένου Μαρίας. Τό μόνο πού ἔμενε τώρα ἦταν ν᾿ ἀποκτήσει συγγενική σχέση μέ τό Μεσσία. Ὁ Ἀρχάγγελος δέν τῆς τ᾿ ἀποκάλυψε ὅλα σχετικά μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ, παρά μόνο ὅσα τῆς ἦταν γνωστά ἀπό τίς προφητεῖες καί κατανοητά ἀπό τήν ἁγία Γραφή.

Δέν τῆς μίλησε γιά τόν παγκόσμιο καί πανανθρώπινο ρόλο τοῦ Ἰησοῦ, παρά μόνο ὅσα τῆς ἦταν γνωστά ἀπό τίς προφητεῖες καί κατανοητά ἀπό τήν Ἅγία Γραφή. Δέν τῆς μίλησε γιά τόν παγκόσμιο καί πανανθρώπινο ρόλο τοῦ Ἰησοῦ ὡς Σωτήρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τῶν φυλῶν. Δέν τῆς εἶπε πώς θά εἶναι ὁ ἱδρυτής τῆς πνευματικῆς βασιλείας, ὁ κριτής ζώντων καί νεκρῶν. Ἀκόμα λιγότερα τῆς φανέρωσε πώς ὁ Υἱός της θά εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Ἕνα ἀπό τά Τρία αἰώνια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν τῆς τά εἶχε πεῖ ὅλ᾿ αὐτά, ἡ ταραχή της θά ἦταν πολύ μεγαλύτερη. Ἡ παιδικότητα κι ἡ ἁγνότητά Της δέν τήν ἔκαναν καί παντογνώστρια. Εἶχε πολλά ἀκόμα νά μάθει ἀπό τό γιό της, τόσο στόν παρόντα χρόνο, ὅταν «συνετήρει τά ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β’ 19), ὅσο καί στήν αἰωνιότητα. Ὁ Ἀρχάγγελος κινήθηκε πιστά μέσα στό πλαίσιο τῆς ἑβραϊκῆς παράδοσης καί ἀντίληψης. Συγκέντρωσε καί ἕνωσε ὀργανικά ὅλα ὅσα ἦταν σκόρπια στούς προφῆτες (Ἡσ. θ΄ 6-8, ι΄ 16, ια΄ 1, Ἱερ. κε΄ 5, λ΄ 9, Ἰεζ. λδ΄ 24, Ὠσηέ γ΄ 5, Μιχ. ε΄ 4, Ψαλμ. ρλα΄ 11, Δαν β΄ 44 κλπ.). Κι ὅλ᾿ αὐτά τά γνώριζε καλά ἡ Παρθένος. «Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυίδ ἀλήθειαν καί οὐ μή ἀθετήσει αὐτήν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπί τοῦ θρόνου σου» (Ψαλμ. ρλα΄ 11).

Ἡ Παρθένος ἄκουσε τό οὐράνιο μήνυμα καί μέ τήν παιδική της ἁγνότητα ρώτησε τόν ἐπισκέπτη της: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λουκ. α΄ 34). Τά λόγια αὐτά δέν ἐκφράζουν κάποια δυσπιστία στό ἀγγελικό μήνυμα, ἀλλά τήν καθαρότητα καί τήν ἀθωότητά της. Τί θ᾿ ἀπαντοῦσε κάποιος ἀπό σᾶς σ᾿ ἕνα παρόμοιο μήνυμα πού θά σᾶς ἔφερνε ὁ πιό ἀσυνήθιστος ἐπισκέπτης; Αὐτό πού θά γινόταν στή σίγουρα φοβισμένη καί τρέμουσα καρδιά σας θά ἦταν αὐτό πού ἔνιωσε κι ἡ ἁγνή Παρθένος; Ἐκείνη δέν εἶπε κανένα λόγο παραπανίσιο. Ἄν ἡ ἐρώτησή της ἦταν παραπανίσια γιά τήν ἴδια, δέν εἶναι ὅμως γιά μᾶς. Γιά χάρη μας τό εὐλογημένο πνεῦμα της ἔκανε τήν ἐρώτηση πού ὅλοι μας θά θέλαμε νά κάνουμε, ἀφοῦ δεσμευόμαστε ἀπό τούς φυσικούς νόμους. Γιά νά ᾿χουμε γέννηση, εἶναι ἀπαραίτητος ὁ ἄντρας. Ποῦ λοιπόν εἶναι ὁ ἄντρας ἐδῶ; Αὐτό εἶναι πού ὅλοι μας θά εἴχαμε ρωτήσει, ἐπειδή ζοῦμε μακριά ἀπό τήν ἐλευθερία πού ἀπολαμβάνει ὁ παντοδύναμος Θεός, ἐπειδή νιώθουμε πάνω μας τό βάρος τῶν φυσικῶν νόμων. Ἔτσι γιά χάρη μας, ἦταν ἀπαραίτητο νά κάνει ἡ Παρθένος τήν ἐρώτηση αὐτή. Γιά ν᾿ ἀκούσουμε τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Ἀρχάγγελο. Ποιά ἀπάντηση ἔδωσε ὁ Ἀρχάγγελος;

«Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ. καί ἰδοῦ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καί αὐτή συνειληφυῖα υἱόν ἐν γήρει αὐτῆς, καί οὗτος μήν ἕκτος ἐστίν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ· ὅτι οὐκ ἀδυνατίσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. α΄ 35-37).

Αὐτή εἶναι μιά πλήρης καί ἱκανοποιητική ἀπάντηση. Ὅπου Θεός βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις. Ὅταν ὁ ζῶν Θεός ἐφαρμόζει τό θέλημα Του γιά νά ἐργαστεῖ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ φύση κι οἱ νόμοι της ἀτονοῦν, εἶναι σά νά μήν ὑπάρχουν. «Ἡ χάρη δέν ὑπόκειται στό νόμο τῆς φύσης», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας. Ὁ ἴδιος ὁ ἀνακαινιστής τοῦ κόσμου ὁλόκληρου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, μαρτυρεῖ πώς «τό πνεῦμα ἐστί τό ζωοποιοῦν» (Ἰωάν. στ΄ 63).


Τό Πνεῦμα χορηγεῖ ζωή ἄμεσα καί ἔμμεσα. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἄμεσα ζωή στόν παράδεισο, πρίν ἀπό τήν πτώση. Μετά τήν πτώση ἔδινε ζωή ἔμμεσα, μέ τή δημιουργία ψυχῆς καί σώματος. Ἀναφέρουμε τήν ἔμμεση αὐτή ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὡς «φυσική», σύμφωνη μέ τό φυσικό νόμο. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅμως ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ἀπεριόριστη δυνατότητα νά δώσει ζωή καί ἄμεσα, σύμφωνα μέ τή θέληση καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί σέ σχέση μέ τήν ἔμμεση δωρεά τῆς ζωῆς, πάλι τό Πνεῦμα εἶναι ὁ Κύριος καί Ζωοδότης. Ἀπό μόνη της ἡ φύση δέν εἶναι παρά σκιά, ἕνα παραπέτασμα, ἀπ᾿ ὅπου ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα. Ὑπάρχουν ὅμως βαθμοί καί στάδια ἐμμεσότητας. Τό Πνεῦμα μερικές φορές ἐνεργεῖ περισότερο κι ἄλλες πάλι λιγότερο ἔμμεσα. Τέτοια παραδείγματα ἔχουμε μέ τίς παραγωγικές καί τίς στεῖρες γυναῖκες. Ἡ Ἐλισάβετ ἦταν στείρα, ἀλλά ὄχι ἀπόλυτα. Τό ἴδιο γινόταν μέ τή μητέρα τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Σαμψών καί τοῦ Σαμουήλ. Ἡ σύλληψη μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἄμεση ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀφοῦ ὅλες οἱ γυναῖκες πού εἶναι ἀπόγονοι τῆς Εὔας, παραγωγικές ἤ στεῖρες, συλλαμβάνουν «ἐν ἁμαρτίαις», δέν εἶναι ἀμέτοχες σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν καί παθῶν. Ἡ μόνη σύλληψη μέ ἄμεση ἐνέργεια, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς, εἶναι ἡ σύλληψη τῆς πάναγνης Παρθένου Μαρίας. Στήν ἱστορία τῆς δημιουργίας, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τό Χριστό, ποτέ δέν εἴχαμε περιστατικό τέτοιας γέννησης. Αὐτή εἶναι ἡ μοναδική περίπτωση στήν ὥς τώρα ἱστορία, ἀλλά καί στήν αἰωνιότητα. Κι αὐτή εἶναι ἡ σύλληψη καί γέννηση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ὅτι οὐκ ἀδυνατίσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα». Αὐτό σημαίνει πώς κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ ἐφαρμόζεται στήν ὁλότητά του. Ὁ Θεός μᾶς λέει μέ τόν ἐμπνευσμένο προφήτη Του Ἡσαΐα: «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν» (Ἡσα. ζ΄ 14). Αὐτό ἐκπληρώνεται τώρα. Ἀπό τήν ἴδια τή στιγμή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, τό μόνο πού μποροῦμε νά ποῦμε γιά τό Θεό εἶναι πώς «εἶπε καί ἐγενήθησαν». «Τά λόγια Κυρίου λόγια ἁγνά, πεπυρωμένον, δοκίμιον τή γῆ, κεκαθαρμένον ἑπταπλασίως» (Ψαλμ. ια΄ 7).

Ἡ Παρθένος Μαρία δέν ἀμφισβήτησε καθόλου τά θεϊκά λόγια πού τῆς ἀποκάλυψε ὁ Ἀρχάγγελος. Ἄν τά εἶχε ἀμφισβητήσει, ὅπως ἔκανε ὁ Ζαχαρίας ὁ ἱερέας, ἴσως εἶχε τιμωρηθεῖ ὅπως ἐκεῖνος. Μ᾿ ὅλο πού στίς ἀπαντήσεις καί τῶν δυό τους ὑπάρχει κάποια ὁμοιότητα, ἡ καρδιά τους ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Κι ἐκεῖνο πού βλέπει ὁ Θεός εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπουΔυό ὁλότελα διαφορετικές καρδιές μποροῦν νά διατυπώσουν παρόμοια λόγια.

Ἡ ταπεινή Παρθένος ἄκουσε τήν ἐξήγηση πού τῆς ἔδωσε ὁ ἀγγελιαφόρος τοῦ Θεοῦ καί συμπλήρωσε τή συζήτησή της μέ τόν Ἀρχάγγελο μέ τά ἑξῆς λόγια: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λουκ. α΄ 28). Δέν εἶπε, «ἰδού ἡ δούλη σου, ἀρχάγγελε», ἦταν ἁπλά ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ, μετέφερε τό θέλημά Του. Ἦταν κι αὐτός δυνατός καί ἀθάνατος, ἀλλά ὡς ὑπηρέτης τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν εἶπε «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα τοῦ Κυρίου», ἀλλά «κατά τό ρῆμά σου». Ἔδειξε ἔτσι σεβασμό καί τιμή στόν ἀθάνατο λειτουργό τοῦ οὐράνιου οἰκοδεσπότη. Κι οἱ δυό αὐτές σκέψεις της φανερώνουν τήν ἄμεση ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωσή της. Τέτοια σοφή ἀπάντηση μόνο μιά καρδιά πού πλημμύριζε ἀπό καθαρότητα μποροῦσε νά δώσει. Γιατί σέ τέτοια καρδιά δίδεται εὔκολα καί ἄμεσα ἀληθινή σοφία. Τή στιγμή τοῦ πειρασμοῦ στόν παράδεισο ἡ Εὔα τήν ξέχασε αὐτή τή γλώσσα καί πρόσεξε τά λόγια τοῦ σατανᾶ, ἡ καρδιά της τή στιγμή αὐτή ἦταν ἀκάθαρτη, σκοτισμένη. Λόγω τοῦ σκοτισμοῦ αὐτοῦ ἡ σοφία τήν ἐγκατέλειψε. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ παρακοή σκότισαν τήν καρδιά της ἀλλά καί τό νοῦ της. Ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν παρακοή της στό Θεό ὁ παλιός κόσμος γκρεμίστηκε, τό γένος τῶν ἀνθρώπων παραμορφώθηκε κι ἡ κτίση ὁλόκληρη στενάζει. Ὁ νέος κόσμος ἔπρεπε νά θεμελιωθεῖ στήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή. Ἡ ταπείνωση κι ἡ ὑπακοή τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνουν κάθε λόγο. Μόνο ὁ Υἱός της, ὁ Σωτήρας κι ἀνακαινιστής τοῦ κόσμου, θά τήν ξεπεράσει σέ ταπείνωση κι ὑπακοή.

Τελικά ὁ φτερωτός ἀγγελιοφόρος τοῦ «κεφαλαίου τῆς σωτηρίας» μας πέταξε ψηλά στόν οὐρανό, κοντά στούς ἀθάνατους συντρόφους του. Τά καλά νέα, ὁ «εὐαγγελισμός» του, δέν εἶναι ἕνας ἁπλός λόγος, ἀλλά μεταφράστηκε ἀμέσως σέ ἔργο, ὅπως καί κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μιλάει καί γίνεται, «εἶπε καί ἐγένετο».


Στή γῆ, πού ἦταν καταραμένη λόγω τοῦ χωρισμοῦ της ἀπό τό Θεό καί τῆς ἐπίδρασης πού δεχόταν ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, δέν εἶχε φτάσει ποτέ ἕνα τόσο χαρμόσυνο κι ἐλπιδοφόρο μήνημα σάν κι αὐτό πού ἔφερε ὁ ἀστραφτερός καί θαυμάσιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Ποιά γλώσσα δέ θά τόν δοξάσει καί ποιά καρδιά δέ θά νιώσει εὐγνωμοσύνη ἀπέναντί του;

Ποτέ ἥλιος δέν καθρεφτίστηκε τόσο λαμπερά σέ διαυγή νερά, ὅσο στόν καθρέφτη τῆς πάναγνης καρδιᾶς τῆς Παρθένου Μαρίας. Γράφει ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος γιά τήν παρθενία:

Ὦ παρθενία, πού χαροποιεῖς τήν καρδιά καί οὐρανοποιεῖς τή γῆ!

Ὦ παρθενία, κτῆμα ἀγαθό, ἀμόλυντο ἀπό ἄγρια θηρία!

Ὦ παρθενία, πού κατοικεῖς στίς ἄκακες καί ταπεινές ψυχές καί μεταποιεῖς τό λαό τοῦ Θεοῦ!

Ὦ παρθενία, πού ἀνθίζεις σάν λουλούδι στήν ψυχή καί στό σῶμα καί πλημμυρίζεις τόν οἷκο μέ τό ἄρωμά σου!

Ἡ διαυγής πρωινή αὐγή, ἀπ᾿ ὅπου προβαίνει ὁ ἥλιος, θά σάστιζε μπροστά στήν καθαρότητα κι ἁγνότητα τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀπό τήν ὁποία γεννήθηκε ὁ ἀθάνατος ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστός καί Σωτήρας μας. Ποιό γόνυ δέ θά κλίνει μπροστά της καί ποιά γλώσσα δέ θά κραυγάσει:

«Χαῖρε, εὐλογημένη! Χαῖρε, αὐγή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου! Χαῖρε, τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ! Δόξα στόν Υἱό σου, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων». Ἀμήν!

 

 

(Ἀπό τό βιβλίο: “Θεός ἐπί γῆς, ἄνθρωπος ἐν οὐρανῷ”, Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης, Πέλλης 2, 152 34 Φραγκοκκλησιά Ἀττικῆς, Τηλ. -fax: 210 – 6812382, κιν. 6974814002. Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν κ. Πέτρο Μπότση γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης http://HristosPanagia3.blogspot.com)

 ΠΗΓΗ:  https://alopsis.gr/%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%84%CF%8C%CE%BA%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BD/



ΖΗΤΩ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821...