( Η φωτό αναδημοσίευση απ' τη σελίδα του Προσκυνητή)
......................................................................................
Το παρακάτω κείμενο
ευλογημένο μου,
σ'το παραθέτω μ' ελπίδα...
Συμβαίνει (λόγω... μαθουσαλικής ηλικίας)
να διαθέτω μνήμες, τόσο απ' την εποχή που οι άνθρωποι φέρονταν πιο ευγενικά μεταξύ τους
όσο κι απ' την εποχή που "χάρη"στην τυφλεόραση- κι όχι μόνον-
οι άνθρωποι περιφρονήσαμε
της ευγένειας την αφοπλιστική χάρη.
Συγκρίνοντας το βίωμα εκείνου του "πριν",
με το τωρινό το "μετά"
βρήκα τις επισημάνσεις του συγγραφέα,
από καίριες, έως εξαιρετικά
ενδιαφέρουσες.
Καλή ανάγνωση...
Σε ασπάζομαι με αγάπη -την κατά δύναμη-
Σαλογραία
......................................................................................................................
......................................................................................................................
( Το κείμενο, που ακολουθεί, αναδημοσίευση απ' τη σελίδα του Προσκυνητή)
Πώς τόσο αιφνιδίως χάθηκε η ευγένεια τριγύρω και αναμεταξύ
μας;
Μα, πού πήγε η αιδημοσύνη;
Την τρομερή αλλαγή πιστοποιούμε ακόμα κι εμείς
οι για την ώρα κάπως νεότεροι, εμείς που δεν γνωρίσαμε παρά μόνον ορισμένες
ύστατες εκδηλώσεις της: την τήρηση κάποιων προσχημάτων, το παλιό καλό τακτ, την
ακρίβεια στα ραντεβού, τον πληθυντικό αριθμό, την αυτονόητη παραχώρηση θέσης,
τις ώρες κοινής ησυχίας, έννοιες όπως κοσμιότητα και κομψότητα, τις μικρές
επισημότητες και τα ανώδυνα εθιμικά πρωτόκολλα, την αναμονή και την πρόποση στο
τραπέζι, τις φιλόφρονες συστάσεις, το κράτημα της θύρας τη σεμνολογία και τη
χαμηλοφωνία, την υπομονή στον διάλογο και παντού, την τάξη στη σχολική αίθουσα,
την ευπρέπεια στους δημόσιους χώρους, τη μειλίχια οδήγηση, την ιπποσύνη προς
τις γυναίκες -και όχι μόνο—, την χείρα βοηθείας, τον εξυπηρετικό μπάρμαν, το
«από καλή οικογένεια», το «με συγχωρείτε», το «ευχαριστώ», το «παρακαλώ» και το
«με τις υγείες σας», το καλωσόρισμα και την κατευόδωση, το «χαίρετε» στο
ασανσέρ, το αγουροξυπνημένο χαμόγελο, την ερυθρίαση, την αμηχανία, τον
ξερόβηχα.
Κανείς δεν διανοείται να ισχυριστεί ότι «παλιά» οι
άνθρωποι ή οι Έλληνες ήταν «καλοί» και ότι σήμερα «χάλασαν».
Το ότι, όμως, ο
μακαρισμός του παρελθόντος αποτελεί αναμφίλεκτη ιστορικο-εθνολογική σταθερά ή
το ότι η ποιότητα ζωής, η ομορφιά, η χαρά, η τιμή, το νόημα είναι έννοιες μη
μετρήσιμες
δεν σχετικοποιεί ούτε υποβαθμίζει κατ' ανάγκην μια διαπίστωση
που
κάνει λόγο για εμφανή ποιοτική φθίση ενός είδους ή γένους.
Ο Unamuno, «προοδευτικός της παράδοσης», παρατηρεί το
1910:
«Πάντοτε υπήρχε όχλος, δεν
χωράει αμφιβολία.
Όμως, μου φαίνεται ότι ο όχλος άλλων καιρών ήταν πιο
σεβαστικός απ’ τον σημερινό, ότι ήξερε να αγνοεί και να σέβεται εκείνους που
ήξεραν περισσότερα απ' αυτόν».
Εξέλιξη δεν θα πει βελτίωση. [Ούτε στάση θα πει
συντήρηση].
Σε κάθε στερεότυπη ελεεινολόγηση σοβεί η πεποίθηση μιας αχρείαστης
μεταλλαγής, ενός επιπόλαιου αφανισμού, μιας αυτοκτονικής πτώχευσης.
Ο
εφησυχασμός, λοιπόν, στην αλήθεια ότι αρχαιόθεν οι πρεσβύτεροι ελεεινολογούν
τους νεότερους παραβλέπει την ισότιμη αλήθεια ότι ορισμένες άξιες δεν διαρκούν
αιωνίως και ότι με την ελάχιστη φροντίδα μπορούμε ν' αποτρέψουμε τη μη
αναστρέψιμη στρέβλωση ή τον οριστικό χαμό ενός πράγματος, του οποίου τη ζωτική
ανάγκη επίκειται να νοσταλγήσουμε σφόδρα αμέσως ή αργότερα, πάντως υπερβολικά
αργά.
Κάναμε π.χ. τα περιβόλια μας πολυκατοικίες και σήμερα στενάζουμε που
δεν υπάρχει πράσινο.
Φαίνεται οι κακουχίες γαλουχούσαν τα άτομα και τις
κοινωνίες σ' ένα είδος ολιγάρκειας, επισφάλειας κι ευαλωτότητας που τρόπον
τινά εξομοίωνε ως έναν βαθμό τις τύχες κι εκδημοκράτιζε ως άλλον βαθμό τις προσδοκίες,
έτσι που να μην αποσυνδέεται, και μάλιστα σχεδόν εντελώς, όπως στη σημερινή
εποχή, η υπαρξιακή μας διάσταση από την κοινωνική, ο αυτοσεβασμός από τον αλληλοσεβασμό,
η μέριμνα για το εγώ από το ενδιαφέρον για τους άλλους.
Κι επειδή ο όρος «ευγένεια» παραπέμπει πρωτίστως στην
κληρονομική αβρότητα μιας εξίσου κληρονομικής αριστοκρατίας, η οποία δεν
στερείται τόσα ώστε να μην προλαβαίνει ν' ανατραφεί επισταμένως:
Μολονότι η
μόρφωση αποτελούσε στην ιστορία πολυτελές κεκτημένο ή ακόμα και ιδεώδες των
ολίγων, η αφελής έγνοια και η συλλογική απαίτηση για μια «καθωσπρέπει» παρουσία
αρκούσαν συχνά για ν' αντισταθμίσουν την ανυπαρξία ή στέρησή της.
Πλέον, στις
μέρες μας της υποχρεωτικής πια εκπαίδευσης και του αμελητέου αναλφαβητισμού,
τα ταπεινά κοινωνικά στρώματα έχουν απολέσει σχεδόν εξ ολοκλήρου το φιλότιμο
που ενέπνεαν άλλοτε η λιτότητα και ο κίνδυνος, μιμούμενα την υλοφροσύνη των ταξικών
τους εχθρών (και κρυπτο-προτύπων), υπερακοντίζοντάς τους σε ζήλο και
απερισκεψία.
Το ίδιο συνέβη και στη χώρα μας, το ταπεινό κοινωνικό στρώμα της
Ευρώπης:
ένας πάλαι ποτέ υπερήφανος λαός, μαζί με τα άλλα, έχασε με
τον καιρό και οικειοθελώς την υπερηφάνεια, την ευγένεια, την αξιοπρέπειά του.
Ίσως
αμετακλήτως.
Το βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα: στους ανήθικους και ανερυθρίαστους
πολιτικούς στους εγωκεντρικούς και άξεστους πολίτες.
Η αγένεια προδίδει, εκτός από κρετινισμό κι έλλειψη
αυτοεκτίμησης, νοσούσα ανθρωπολογική και πολιτική στάση.
Από τη μία,
ο ανάγωγος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται πόσο η έμπρακτη προσκόλληση στον εαυτόν
του τον απομονώνει, υπονομεύοντας σε βάθος χρόνου όλα όσα ο ίδιος επιδιώκει,
αφού δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ηδονή εκεί που απουσιάζει η στοιχειώδης
κοινωνική αποδοχή και μετοχή.
Από την άλλη, λησμονεί, πάνω απ' όλα, ότι η
αναγνώριση της ισότητας συνιστά προϋπόθεση και της εύρυθμης και της εύμορφης
διαβίωσης ότι, σε τελική ανάλυση, θερίζουμε ό,τι σπέρνουμε και ότι, με την
ανοχή και τη συμβολή μας στην αναίδεια, καθιστούμε τον βίο και τον χώρο μας όλο
και πιο αφιλόξενο για εμάς και τους δικούς μας.
Δημιουργούμε και εγκαθιδρύουμε,
κοντολογίς, ένα περιβάλλον χωρίς ανθρωπιά, σέβας, ηθική και, εν τέλει, αξιοπρέπεια
(«στην ηθική δεν υπάρχει τίποτε
άλλο έκτος από το αίσθημα της αξιοπρέπειας» - Alain), ένα
περιβάλλον μέσο- και μακροπρόθεσμα α-βιώσιμο.
Η αδιαφορία μας για τον άλλο ως
πρόσωπο, αν ιδωθεί σε μαζική κλίμακα, δεν είναι παρά η εχθρική αδιαφορία των
άλλων προς το πρόσωπό μας, αφού για τους άλλους εμείς είμαστε οι άλλοι.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο σημερινός μέσος
Έλληνας είναι αγενής.
Την ίδια στιγμή, πολλά δεινά που ολοένα και δριμύτερα
καταλογίζουμε στους άλλους έχουν τη ρίζα τους όχι μόνον στην ευγένεια που τόσο
απότομα εξέλιπε αλλά και στην έλλειψη νοσταλγίας της.
Η αλγεινή
ανάμνηση μιας αξίας, όταν αυτή δεν έχει τελεσίδικα παρέλθει, ενδέχεται με
μαγικό αλλά και ευφυή τρόπο να την αναβιώσει.
Έτσι, η πάση θυσία διατήρηση, εμφύσηση, επίκληση,
διάδοση ή επαναφορά των καλών τρόπων στα μικρά παιδιά, στις νέες γενιές, δεν
είναι ύποπτος αναχρονισμός, αλλά ευφυής ηθική επένδυση κοσμοϊστορικής σημασίας
για τον χαρακτήρα της προσεχούς ζωής.
Οφείλουμε να έχουμε μονίμως κατά νου ότι στις οικογένειες
και τις κοινωνίες μας δεν γεννιούνται απλώς νέοι άνθρωποι, αλλά σ' αυτές
πλάθονται νέοι τύποι άνθρωπου.
Κι επειδή,
από μία άποψη, πάντοτε στο βάθος παραμένουμε μικρά παιδιά, ικανά να μην
κατανοούμε το καλό μας, επείγει για τους μεγαλύτερους, όπου και αν βρίσκονται,
η με κάθε μέσο και τρόπο διεκδίκηση της ευγένειας, εδώ που καταντήσαμε, έστω
και αρχικά τυπικής ή υποκριτικής, σαν εκείνη των νεοαστών που κεραύνωνε ο L.
Bloy.
Είναι πολύ προτιμότερη.
Η μέσω συστάσεων, ήτοι προσβλητικών υπενθυμίσεων
του αυτονόητου, όπως αυτή να στεκόμαστε δεξιά στις κυλιόμενες κλίμακες του
Μετρό για να μπορούν να διέρχονται οι συνάνθρωποί μας.
Και όλα αυτά, μπας και
(ξανα)γίνουμε στοιχειωδώς «τρυφεροί ο ένας με τον άλλον,
καθώς οι θλίψεις μας είναι ίδιες» (J. Swift).
Κώστας Βραχνός
πηγή:
αντίφωνο αναδημοσίευση από τη «Νέα Ευθύνη», τχ. 4, Μάρτιος–Απρίλιος 2011/www.antifono.gr
.......................................................................................................
Παραθέτω και ένα κείμενο ακόμη σχετικό με το θέμα της ευγένειας,
που το έλαβα σήμερα από τον εκλεκτό φίλο Πέτρο Μπ.
Τίτλος κειμένου:
Οι μεταξωτοί άνθρωποι
Μεταξωτοί άνθρωποι...
Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος:
«Μεταξωτοί άνθρωποι».
Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε
συναντήσει στη Λέσβο.
Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί.
Και, προπάντων,
τρυφεροί με τους άλλους.
Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς
καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει.
Μεταξωτοί
άνθρωποι ...
Μου 'μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός.
Χαράχτηκε μέσα μου.
Κι από τότε ένα
νέο κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους:
η συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας.
Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας
απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς» ...
Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα
αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και
ακάνθινες απολήξεις.
Γι' αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα
για το «είναι» των ανθρώπων ...
Παρ' όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων
παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό
χώρο και στο «δάσος» του καθεμέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους.
Και συνήθως δεν πέφτω έξω.
Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν
πειστικά τον εσωτερικό κόσμο του άλλου.
Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό
...
Φερ' ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την
καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας.
Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο
καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το
ιδιωφελές και συμφέρον.
Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι
για μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά.
Και -το 'χω παρατηρήσει- έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά
και κρίσιμα πεδία...
Κάποτε βρέθηκα σ' ένα τραπέζι, στο οποίο
κυριαρχούσαν οι «επώνυμοι».
Απέναντί μου καθόταν ένας πολύ γνωστός
καλλιτέχνης, μεγάλο όνομα, ο οποίος ούτε φλυαρούσε ούτε ακκιζόταν όπως
κάποιοι άλλοι στη συντροφιά.
Όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα
κοινά πιάτα, ήταν ο μόνος που δεν επέπεσε για να εξασφαλίσει τη μερίδα
του, αλλά ρωτούσε τους διπλανούς του και μοίραζε πρώτα στους άλλους
και μετά, ό,τι έμενε, κρατούσε για τον εαυτό του.
«Μεταξωτός
άνθρωπος», σκέφτηκα...
Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως -ή κυρίως- στο
σαβουάρ βιβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει.
Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα
διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι.
Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα.
Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του.
Είναι η θέαση του
κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού.
Είναι,ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς
βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης
προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων.
Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του...
Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας
«μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν
-στη σειρά μιας καντίνας ή στην ιεραρχία- χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα
και μεθόδους.
Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του.
Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα.
Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά».
Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι.
Απέχει χωρίς να κλαυθμυρίζει.
Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό
κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και
γρανιτένιοι.
Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου - και το κατάλαβα από την
πρώτη στιγμή ότι θα συμβεί αυτό.
Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη
σκοπιά και μπήκε στη σειρά για φαγητό.
Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε
ακούστηκε ο μάγειρας να λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες.
Ο Κωστής
πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο τυχερούς.
Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα
παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο.
Έτσι.
Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα...
Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν.
Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους.
Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων.
Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα»,
δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά
γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους...
Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες.
Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα
όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή
νιώθουν ότι αδικείται...
Οι μεταξωτοί άνθρωποι.
Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί
παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους
στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά...
Υπεράνθρωποι; Όχι.
Απλώς, μεταξωτοί...
Φαίνονται από μακριά.
Αρκεί να
προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις
στο φέρεσθαι των ανθρώπων...
Γιάννης Τριάντης
(ο συγγραφέας του κειμένου).