Ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο μέγας στύλος της Ορθοδοξίας,εκάρη μοναχός σε ηλικία 26 ετώνκαι παρά το νεαρόν της ηλικίας του σύμφωνα με τον Γεώργιο Σχολάριο ήταν «σωφρονέστερος τῶν τάς ἐρήμους οἰκούντων».
Στην ησυχία του ερημικού νησιού «Αντιγόνη» της Προποντίδος υπεβλήθη σε σκληρή άσκηση και μάλιστα στη μονολόγιστη ευχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Ακολουθώντας την νηπτική και ασκητική παράδοση των θεουμένων αγίων της Ορθοδοξίας, πέρασε από τα πνευματικά στάδια της καθάρσεως, του φωτισμού, ηξιώθη του δοξασμού από την άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και έγινε μυσταγωγός της νοεράς προσευχής.
Το σύντομο κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ανάλυση της ευχής του Ιησού,και αρχικώς μας παρεδόθη ως έργον ανωνύμου. Κατόπιν όμως ερεύνης του Σέρβου ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς, απεδείχθη πως αποτελεί κείμενο του ΑγίουΜάρκου του Ευγενικού. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ''Κληρονομία'', αρ. 7(1975), σελ. 345-352, και αργότερα συμπεριελήφθη σε μετάφραση στην ''Φιλοκαλίατων ιερών Νηπτικών'', τ. 5, σελ. 284-288, εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”,Θεσσαλονίκη, 1984.
O Άγιος Μάρκος διδάσκει πως η ευχή όχι μόνο είναι «η σωστή προσευχή», αλλά και πλήρης αγίων δωρεών και Ορθοδόξου Ομολογίας. Ομολογία, που δυστυχώς τελεί υπό εξαφάνιση στη διδασκαλία και πράξη των συγχρόνων αρχιποιμένων.
Το κείμενο έχει ως εξής:
Λόγος τοῦἐνἁγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ἘφέσουτοῦΕὐγενικοῦ περί τῶν λόγων τῆς
θείας εὐχῆς, δηλαδή τό ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ΥἱέτοῦΘεοῦ, ἐλέησόν με''
«Πόση δύναμη έχει η ευχή και ποιες είναι οι δωρεές της σε όσους τηνχρησιμοποιούν και σε ποια πνευματική κατάσταση τους φέρνει, δεν μπορούμε εμείςνα το πούμε. Τους λόγους όμως από τους οποίους αποτελείται, τους βρήκαν αρχικά οιάγιοι Πατέρες μας, όχι από δική τους επινόηση, αλλά πήραν αφορμή από παλιά απότην ίδια την Αγία Γραφή και από τους κορυφαίους μαθητές του Χριστού. Ή, για να τοπούμε καλύτερα, τους δέχθηκαν αυτοί ως πατρική κληρονομιά και τους μετεβίβασανσε μας.
Ώστε και από αυτό γίνεται φανερό, σε όσους δεν το έμαθαν εκ πείρας, ότιαυτή η ιερή ευχή είναι κάτι το ένθεο και ιερός χρησμός. Γιατί πιστεύουμε ότιαποτελούν θείους χρησμούς και πνευματικές αποκαλύψεις και λόγους Θεού όλα όσαέδωσε στους ιερούς Αποστόλους να πουν ή να γράψουν ο Χριστός, ο οποίος λάλησεμέσω αυτών.
Έτσι, ο θειότατος Παύλος, φωνάζοντας σε μας από το ύψος του τρίτουουρανού, λέει: «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦνεἰμὴἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α' Κορ. 12, 3). Με την αρνητική λέξη «οὐδεὶς», φανερώνει θαυμάσια ότι ηεπίκληση του Κυρίου Ιησού είναι κάτι το πολύ υψηλό και ανώτερο όλων.
Επίσης, ο μέγας Ιωάννης που διεκήρυξε σαν βροντή τα πνευματικά, αρχίζει με την λέξη που
τελειώνει ο Παύλος και μας δίνει την συνέχεια της ευχής ως εξής: «πᾶνπνεῦμα ὃ ὁμολογεῖἸησοῦνΧριστὸνἐνσαρκὶἐληλυθότα, ἐκτοῦΘεοῦἔστι·» (Α' Ιω. 4,2). Αυτός χρησιμοποίησε βεβαίως εδώ κατάφαση, αλλά απέδωσε,όπως και ο Παύλος, στην χάρη του Αγίου Πνεύματος την επίκληση και ομολογία τουΙησού Χριστού.
Ας έλθει τώρα τρίτος ο Πέτρος, η ακρότατη κορυφή των θεολόγων,για να μας δώσει το υπόλοιπον αυτής της ευχής. Όταν δηλαδή ο Κύριος ρώτησε τουςΜαθητές: «ὑμεῖςδὲ τίνα με λέγεται εἶναι;» προλαβαίνοντας ο φλογερός μαθητής τους άλλους,όπως το συνήθιζε, είπε: «Σὺεἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸςτοῦΘεοῦτοῦζῶντος». (Ματθ. 16, 15-16),έχοντας λάβει την αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με την μαρτυρία του ίδιου τουΣωτήρος, από τον ουράνιο Πατέρα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο από το Άγιο Πνεύμα.
Πρόσεξε λοιπόν αυτούς τους τρεις ιερούς Αποστόλους πως ακολουθούν ο ένας τονάλλον σαν σε κύκλο, παίρνοντας ο ένας από τον άλλον αυτά τα θεία λόγια ώστε τοτέλος του λόγου του προηγουμένου να γίνεται αρχή για τον επόμενο.
Ο ένας δηλαδή λέει '' Κύριον Ιησού'', ο άλλος '' Ιησού Χριστό'', ο τρίτος ''Χριστό, Υιόν του Θεού'',και το τέλος συνάπτεται στην αρχή σαν σε κύκλο, όπως είπαμε, επειδή δεν έχει καμίαδιαφορά να πει κανείς Κύριο και Υιό του Θεού- γιατί και τα δύο φανερώνουν τηνθεότητα του μονογενούς Υιού και παριστούν ότι είναι ομοούσιος και ομότιμος με τονΠατέρα.
Έτσι αυτοί οι μακάριοι Απόστολοι μας παρέδωσαν να επικαλούμαστε και ναομολογούμε εν Πνεύματι τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού. Αυτοί είναι καιτρεις και πιο αξιόπιστοι από όλους, εφ' όσον κάθε λόγος, σύμφωνα με την θείαΓραφή, βεβαιώνεται με τρεις μάρτυρες.
Αλλά και η σειρά των Αποστόλων που ταείπαν, δεν είναι χωρίς σημασία: από τον Παύλο δηλαδή, τον πιο τελευταίο χρονικάαπό τους Μαθητές, αρχίζει η μυστική παράδοση της ευχής και διά του μεσαίου, τουΙωάννη, προχωρεί στον πρώτο, τον Πέτρο, που με την αγάπη πλησίαζε τον Ιησούπερισσότερο από τους άλλους. Τούτο συμβολίζει νομίζω την προκοπή μας με ορθήσειρά και την άνοδό μας και την ένωσή μας με τον Θεό μέσα στην αγάπη, διά τηςπράξεως και της θεωρίας. Γιατί βεβαίως ο Παύλος είναι εικόνα της πράξεως, καθώςείπε ο ίδιος: «περισσότεροναὐτῶν πάντων ἐκοπίασα» (Α' Κορ. 15, 10), ο Ιωάννης της θεωρίας, και της αγάπης ο Πέτρος, για τον οποίο μαρτυρεί ο Κύριος πως αγαπούσεπερισσότερο από τους άλλους.
Πέρα από αυτά, θα μπορούσε να δει κανείς πως τα θεία λόγια της ευχήςυποδηλώνουν το ορθό δόγμα της Πίστεώς μας και απορρίπτουν κάθε αίρεση τωνκακοδόξων:
Με το «Κύριε», που φανερώνει την θεία φύση, αποκηρύττονται εκείνοιπου φρονούν ότι ο Κύριος είναι μόνο άνθρωπος.
Με το «Ιησού», που φανερώνει την ανθρώπινη φύση, αποδιώχνονται εκείνοι που Τον θεωρούν μόνο Θεό που υποδύθηκε κατά φαντασίαν τον άνθρωπο.
Το «Χριστέ», που περιέχει και τις δύο φύσεις,αναχαιτίζει εκείνους που Τον πιστεύουν Θεό και άνθρωπο, με χωρισμένες τις όμωςτις υποστάσεις την μία από την άλλη.
Τέλος, το «Υιέ του Θεού» αποστομώνει εκείνους που τολμούν να διδάσκουν την σύγχυση των δύο φύσεων, επειδή φανερώνει πως η θεία φύση του Χριστού δεν συγχέεται με την ανθρώπινη φύση Του, ακόμη και μετά την ένωσή τους.
Έτσι, οι τέσσερεις αυτές λέξεις, ως λόγοι Θεού και μάχαιρεςπνευματικές, αναιρούν δύο συζυγίες αιρέσεων, οι οποίες, ενώ είναι κακά εκ διαμέτρου αντίθετα, είναι ομότιμες στην ασέβεια.
Το «Κύριε» ανατρέπει τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέως, το «Ιησού» τους οπαδούς του Πέτρου Κναφέως, το «Χριστέ» τους Νεστοριανούς και το Υιέ του Θεού, τους Μονοφυσίτες, οπαδούς του Ευτυχή και του Διοσκόρου.
Έτσι λοιπόν μας παρεδόθησαν αυτά τα θεία λόγια, τα οποία δικαίως θα ταονόμαζε κανείς μνημείο προσευχής και ορθοδοξίας. Αυτά και μόνα τους είναι αρκετάγια όσους προχώρησαν στην κατά Χριστόν ηλικία και έφθασαν στην πνευματικήτελείωση.
Αυτοί ενστερνίζονται και καθένα από τα θεία τούτα λόγια χωριστά, όπωςδόθηκαν από τους ιερούς Αποστόλους, δηλαδή το Κύριε ΙησούΧριστέ,Υιέ του Θεού (κάποτε μάλιστα και μόνον το γλυκύτατο όνομα Ιησού), και τοασπάζονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής. Και με αυτήν γεμίζουναπερίγραπτη πνευματική χαρά, γίνονται ανώτεροι της σάρκας και του κόσμου καιαξιώνονται να λάβουν θείες δωρεές.
Αυτά τα γνωρίζουν, λένε, οι μυημένοι. Για τους νηπίους όμως εν Χριστώ και ατελείς στην αρετή, παραδόθηκε ως κατάλληλη προσθήκη το ''ελέησόν με'', η οποία τους δείχνει ότι έχουν επίγνωση των πνευματικών τους μέτρων και ότι χρειάζονται πολύ έλεος από τον Θεό.
Μιμούνται έτσι τον τυφλό εκείνον που, ποθώντας να βρει το φώς του, φώναζε στον Κύριο καθώςπερνούσε: «Ιησού, ελέησόν με» (Μαρκ. 10, 47). Μερικοί πάλι δείχνουν περισσότερη
αγάπη και διατυπώνουν την ευχή στον πληθυντικό, προφέροντάς την ως εξής:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς». Και αυτό επειδή ξέρουν πως ηαγάπη είναι το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών (Ρωμ. 13, 10), καθώςπεριέχει και ανακεφαλαιώνει μέσα της κάθε εντολή και πνευματική πράξη. Συνάμαπαίρνουν μαζί τους από αγάπη και τους αδελφούς σε κοινωνία της προσευχής καιπαρακινούν περισσότερο τον Θεό σε έλεος με το να Τον αναγνωρίζουν κοινό Θεόόλων και να Του ζητούν κοινό το έλεος για όλους.
Και βεβαίως, το έλεος του Θεού έρχεται σε μας με την ορθή πίστη στα δόγματα και με την εκπλήρωση των εντολών, που, όπως δείξαμε, ο σύντομος αυτός στίχος της προσευχής περιέχει και τα δύο.
Τα θεία τώρα ονόματα (Κύριος, Ιησούς, Χριστός), με τα οποία μας δόθηκε ηακρίβεια των δογμάτων, θα μπορούμε να βρει κανείς ότι χρονικά ανεφάνησαν μεαυτήν την σειρά και τάξη, και ότι και εμείς τα λέμε όπως αυτά φανερώθησαν από τηναρχή. Γιατί παντού η Παλαιά Διαθήκη κηρύττει Κύριο τον Θεό Λόγο, και πριν καιμετά την παράδοση του Νόμου, όπως όταν λέει: «Κύριος ἔβρεξενἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶπῦρπαρὰ Κυρίου»(Γεν. 19, 24), και «ΕΙΠΕΝ ὁ Κύριος τῷΚυρίῳ μου» (Ψαλμ. 109, 1).
Και η Καινή Διαθήκη, κατά την σάρκωσή Του, παρουσιάζει τον Άγγελο να Του δίνει τοόνομα λέγοντας στην Παρθένο: «τὸὄνομααὐτοῦἸησοῦν» (Λουκ. 1, 21), όπως καιέγινε, καθώς λέει ο ιερός Λουκάς. Γιατί ως Θεός, Κύριος των πάντων, θέλησε με τηνενανθρώπησή Του να γίνει και Σωτήρας μας (έτσι μεταφράζεται το όνομα Ιησούς).
Το όνομα πάλι «Χριστός», που φανερώνει την θέωση της ανθρώπινης φύσεως πουπροσέλαβε, ο ίδιος εμπόδιζε τους Μαθητές πριν το Πάθος να το λένε σεοποιονδήποτε, ύστερα όμως από το Πάθος και την Ανάσταση, ο Πέτρος έλεγε μεπαρρησία: «γινωσκέτωπᾶςοἶκοςἸσραὴλὅτικαὶ Κύριον καὶΧριστὸναὐτὸν ὁ Θεὸςἐποίησε» (Πραξ. 2, 36). Και τούτο ήταν εύλογο, γιατί η ανθρώπινη φύση μας πουπροσέλαβε ο Θεός Λόγος, χρίσθηκε παρευθύς από την θεότητά Του, έγινε όμως ό,τικαι αυτό που το έχρισε, δηλαδή ομόθεος, αφού ο Ιησούς δοξάσθηκε με το Πάθος καιαναστήθηκε εκ νεκρών. Τότε λοιπόν ήταν καιρός να αναδειχθεί η ονομασία «Χριστός»,τότε δηλαδή που Αυτός, δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως όταν μας έπλασε στηναρχή ή όταν μετά την συντριβή μας μάς ανέπλασε και μας έσωσε, αλλά και πουανέβασε και την ανθρώπινη φύση μας στους ουρανούς και την συνδόξασε με τονεαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά του Πατρός.
Τότε ακριβώς άρχισε να κηρύττεται Υιός του Θεός και Θεός από τους Αποστόλους, στους οποίουςπρωτύτερα, στις αρχές του κηρύγματος, προκαλούσε δέος αυτή η ονομασία και
σπανίως την χρησιμοποιούσαν, έπειτα όμως την κήρυτταν φανερά πάνω από τουςεξώστες, όπως τους προείπε ο ίδιος ο Σωτήρας (Ματθ. 10, 27). Επομένως τα θείαλόγια της ευχής τοποθετήθηκαν σε σειρά αντίστοιχη με την χρονική ανάδειξη τηςπίστεως. Έτσι από παντού φανερώνεται σαφέστατα η θεία σοφία εκείνων που τασυνέταξαν και μας τα παρέδωσαν, και από το ότι αυτά ακολουθούν επακριβώς τιςαποστολικές ομολογίες και παραδόσεις, και από το ότι αναδεικνύουν το ορθόδοξοδόγμα της Πίστεώς μας, και από το ότι μας υπενθυμίζουν τους χρόνους εκείνους κατάτους οποίους εκδηλώθηκε με διαφόρους τρόπους η Οικονομία του Θεού για μας,οδηγώντας μας στην θεοσέβεια με κατάλληλα κάθε φορά ονόματα.
Αυτά λοιπόν προσφέραμε εμείς, κατά την δύναμή μας, σχετικά με τα τα λόγιατης ευχής, σαν να κόψαμε άνθη από κάποιοι δένδρο όμορφο και μεγάλο. Τον καρπόόμως που αυτά περιέχουν, ας τον μαζέψουν άλλοι, όσοι δηλαδή με την μακρά μελέτηκαι άσκηση αξιώθηκαν αυτό με το να γίνουν δεκτικοί και να πλησιάσουν τον Θεό».
Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις Χριστέ ὁ Θεός,ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.
Ιωάννης Λίτινας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου