Κράτος είναι λαός εγκατεστημένος μόνιμα σε ορισμένο έδαφος και οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο, ασκεί κυρίαρχη πρωτογενή δημόσια εξουσία. Λέγοντας δημόσια εξουσία εννοούμε την δύναμη που έχει να επιβάλλει την θέλησή του με εξαναγκασμό. Τα κράτη δημιουργούνται και διαλύονται με πολιτικές πράξεις.
Η Εκκλησία, η ομολογούμενη στο σύμβολο της πίστεως, είναι έργο του Ενσάρκωθέντος Χριστού και πραγματώθηκε την Πεντηκοστή. Η εκκλησία υπάρχει και θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. «Πύλαι άδου ου κατισχύσουσι αυτής». (Ματθ. 16:18) Υπάρχει ως «η αγωνιζομένη Εκκλησία» που μετασχηματίζεται σε «θριαμβέυουσα Εκκλησία». H Εκκλησία συνιστά στα μέλη της, συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που αναφέρεται στις σχέσεις με τον Θεό, τον «πλησίον», και τον εαυτό τους. Ο συγκεκριμένος αυτός τρόπος ζωής, είναι ουσιώδης και καθοριστικής σημασίας, γιατί, εάν παραμεληθεί, έχει ως συνέπεια να καταργείται η ιδιότητα του «ζωντανού» μέλους της Εκκλησίας.
Ας δούμε τώρα πώς αντιλαμβάνεται και πώς αντιμετωπίζει την Εκκλησία το επίσημο Ελληνικό Κράτος. Ο συνταγματικός νομοθέτης, στο άρθρο 3 του ισχύοντος Συντάγματος, κατ΄αρχήν ορίζει, ότι η Εκκλησία διοικείται από την Ιερά σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, που προέρχεται από αυτήν, και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Εκκλησίας, ... Για την ρύθμιση αυτή σημειώνουμε εδώ δύο παρατηρήσεις.
1) Η Πολιτεία καθορίζει εκείνη μονομερώς τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας και μάλιστα θέτοντας ένα πλαίσιο αυτοδιοίκησης μεν, αλλά ολιγαρχικής διοίκησης, αφού αγνοούνται πλήρως, οι απλοί Ιερείς και οι λαϊκοί που είναι και αυτοί μέλη της Εκκλησίας και
2) Η ρύθμιση αυτή αντίκειται στην διάταξη του συνοδικού τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1850 με την οποία αναγνωρίσθηκε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ότι η διοίκησή της γίνεται ακώλητα από κάθε κοσμική επέμβαση. Η ανωτέρω αναφερομένη ρύθμιση του συνταγματικό νομοθέτη είναι κοσμική επέμβαση.
Περαιτέρω στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 και στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του νόμου του νόμου 590/1977 ο νομοθέτης χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, τις Μητροπόλεις, τις Ενορίες με τους ενοριακούς ναούς , τις μονές ως «Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» (ΝΠΔΔ). Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι αντιφατικός και εξωπραγματικός σε σχέση με την ανωτέρω θεολογικά δοσμένη έννοια της Εκκλησίας. Και να γιατί. Με βάση τις βασικές νομικές έννοιες, η Εκκλησία, ως συλλογική οντότητα, είναι ένα υποκείμενο του δικαίου, δηλαδή ένας φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και υπάγεται στην κατηγορία των νομικών προσώπων. Πρέπει όμως ο νομοθέτης να την υπαγάγει στην κατηγορία των ΝΠΔΔ; Κατά την γνώμη μου, όχι, για τους εξής λόγους:
1) Τα ΝΠΔΔ δημιουργούνται από το Κράτος, δια της νομοθετικής λειτουργίας του, με την έκδοση νόμων ή διαταγμάτων, ενώ η Εκκλησία όπως ήδη είπαμε είναι έργο του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
2) Το ΝΠΔΔ αποσκοπεί στην υλοποίηση έργου κρατικού ενδιαφέροντος, ενώ η Εκκλησία κύριο σκοπό έχει να «θεραπεύσει» τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει, σε αυτή την ζωή, μέσα από την κάθαρση, προς την θέωση. Ο σκοπός αυτός είναι πολύ ευρύτερος από τον σκοπό της υπάρξεως του κράτους, που είναι, εκτός από την διασφάλιση της αυθύπαρξής του, κατ΄ εξοχήν η ομαλή κοινωνική συμβίωση των διαβιούντων στην Επικράτειά του προσώπων .
3) Στα ΝΠΔΔ, το κράτος μεταβιβάζει ένα μέρος της πρωτογενούς εξουσίας του και ταυτοχρόνως υπαγάγει αυτά στον διαρκή έλεγχο του. Η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιαδήποτε δημόσια εξουσία ενόψει της ρήσης του Κυρίου μας, «Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».
4) Το Κράτος μπορεί το οποιοδήποτε ΝΠΔΔ να το καταργήσει με την αυτήν διαδικασία που το είχε δημιουργήσει. Η Εκκλησία υπάρχει και θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων.
5) Όταν η Εκκλησία λειτουργεί ως ΝΠΔΔ, περιορίζει ασφυκτικά τον αυτοκαθορισμό της και περαιτέρω αυτό συνιστά στοιχείο εκκοσμίκευσής της. Και τέλος
Η Νομική Επιστήμη, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα τα διαχωρίζει σε ΝΠΔΔ και σε ΝΠΙΔ (Ιδιωτικού Δικαίου). Αφού η Εκκλησία δεν είναι ορθό να υπάγεται στην κατηγορία των ΝΠΔΔ, το επιστημονικά ορθό είναι η Εκκλησία να έχει νομική προσωπικότητα, ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ). Η Ιεραρχία των Μητροπολιτών μας έχει δυστυχώς σήμερα δεσποτική αντίληψη σχετικά με την διοίκηση της Εκκλησίας. Ο εφημεριακός κλήρος έχει ελάχιστες διοικητικές αρμοδιότητες, τελεί υπό τον ασφικτικό διοικητικό έλεγχο του οικείου Μητροπολίτη και δίνει την εντύπωση δημοσιοϋπαλληλικού σώματος. Τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας δεν έχουν καμιά συμμετοχή σε οποιαδήποτε διοικητική πράξη οποιουδήποτε εκκλησιαστικού οργάνου.
Η αλήθεια είναι ότι το Κράτος, η Πολιτεία, “φοβάται” την απελευθέρωση της Εκκλησίας και την πρόσκτηση από αυτήν ισχύος στα πλαίσια ενός διοικητικού χωρισμού, και έτσι δεν θέλει την απώλεια του ελέγχου που έμμεσα ή ενίοτε και χονδροειδώς άμεσα ασκεί στη διοίκησή της. Η Εκκλησία δεν αντλεί τη δύναμή της από το νομικό σύστημα των σχέσεών της με το Κράτος, αλλά από την υπόστασή της ως θεοϊδρυτη, από το κύρος του μηνύματός της και από τη ζωντάνια των μελών της. Όταν η Εκκλησία κατορθώνει να καταθέτει ακέραιη τη μαρτυρία της για τη μεταμόρφωση και τη σωτηρία του κόσμου είναι ελευθέρα και ζώσα.
Μετά από όλα αυτό μπαίνει το ερώτημα τι πρέπει να γίνει; Εχει την δυνατότητα η Ιεραρχία να κάνει πολλά αν όχι όλα. Αρκεί τα μέλη της να έχουν ορθή αντίληψη των πραγμάτων και να θελήσουν να εμπιστευθούν τον απλό πιστό χριστιανό. Να δώσουν υπόσταση, ελευθερία συλλογικών έργων αγάπης και δημιουργική πνοή στις ενορίες τους. Να εγκαταλείψουν την δεσποτική νοοτροπία και να εγκολπωθούν την νοοτροπία Επισκόπου. Να ζητήσουν οι ίδιοι “τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας”, ως μια διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης της Εκκλησίας από την νομική κατάσταση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε μακρόχρονη, λόγο των πολύπλοκων σχέσεων εξαρτήσεως των δύο θεσμών, για να είναι ρεαλιστική και βεβαίως σε πνεύμα συνεννόησης και όχι συγκρουσιακό.
Παράλληλα οι Επίσκοποί μας, ακούοντας την εντολή που ο Κύριος τους έδωσε, “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη ... τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν”, οφείλουν να “μαθητεύσουν” τους φορείς κρατικής εξουσίας, οτι είναι χρέος τους να εργασθούν προς την κατεύθυνση να κάνουν το Κράτος “Διάκονο του Θεού” για το καλό των ανθρώπων, να εργάζονται για την ειρήνη του κόσμου, την δικαιοσύνη, την συναδέλφωση των λαών και την προστασία του περιβάλλοντος, εάν θέλουν επάξια να είναι μέλη της Εκκλησίας.
Ιωάννινα 5-10-2016
Νικήτας Αποστόλου