Συνήθως στην περιρρέουσα κοινωνική αντίληψη η Εκκλησία ταυτίζεται με την αντίχριστη δεσποτοκρατία. Η οποία έχει τόση σχέση με την Εκκλησία όση και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είχε με τη δημοκρατία. Έστω κι αν αυτοχρίστηκε και αυτοτιτλοφορήθηκε «πρόεδρος της δημοκρατίας».
Και για να το καταλάβουμε αυτό δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Αρκεί να προστρέξουμε στη σημασία των λέξεων εκκλησία και δεσποτοκρατία. Εκκλησία σημαίνει δημοκρατία, που στην πραγματικότητα είναι η ιδανική μορφή δημοκρατίας. Με την έννοια ότι συμμετέχουν σ’ αυτήν, όχι μόνο οι δεσποτάδες και γενικότερα ο κλήρος, αλλά, χωρίς εξαιρέσεις, όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Και η συμμετοχή αυτή είναι ουσιαστική. Που σημαίνει ότι ο λαός έχει το πρωταρχικό δικαίωμα του εκλέγειν σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην εκλογή, δηλαδή, των επιτρόπων και ιερέων των ενοριών, αρχιερέων και ασφαλώς του αρχιεπισκόπου. Όπως συνέβαινε στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας. Οπότε και εκλέγονταν, κατά κανόνα, οι άριστοι. Σαν τον Βασίλειο, το Γρηγόριο, το Χρυσόστομο, τον Αυγουστίνο, τον Αμβρόσιο και τόσους άλλους.
Και σε διαμετρική αντίθεση με ο, τι συμβαίνει στις μέρες μας, οπότε, μέσα απ’ τα δεσποτικά, αλλά και τα πολιτικά, ντόπια αλλά και διεθνή μαγειρεία, σερβίρονται, ερήμην του λαού, συχνά οι άχρηστοι και όχι σπάνια οι εξαιρετικά επιζήμιοι. Για να μεταλλαχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι επίσκοποι σε δεσποτάδες. Πραγματικότητα και προσφώνηση την οποία αποδέχονται οι δεσποτάδες με ιδιαίτερα προκλητικό ναρκισσισμό. Παρότι η οποιαδήποτε έννοια και πραγματικότητα δεσποτισμού βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με το ήθος και το πνεύμα του Ευαγγελίου (Μάρκου: 10: 32-45, κλπ). Όπου ο Χριστός, καταδικάζει κατηγορηματικά κάθε είδος, όχι μόνο τυραννίας, αλλά και απλής εξουσίας. Επισημαίνοντας στους μαθητές του ότι σε διαμετρική αντίθεση προς τους κοσμικούς άρχοντες, που καταπιέζουν, αυτοί πρέπει να υπηρετούν το λαό. Και ότι η υπεροχή του καθενός έναντι των άλλων δεν έγκειται στα πλούτη, τις πολυτέλειες και τα μεγαλεία αλλά στο βαθμό της προσφοράς έναντι των συνανθρώπων τους. Δεδομένου ότι και ο ίδιος δεν ήρθε, για να εξουσιάσει, αλλά, για να υπηρετήσει το λαό και να θυσιαστεί για χάρη του.
Αλλά πώς απ’ το υπέροχο αυτό ιδανικό, που ο Χριστός έθεσε, προέκυψε η ολέθρια για την Εκκλησία μετάλλαξή της σε δεσποτοκρατία; Προφανώς κατ’ απομίμηση προς την κοσμική εξουσία, η οποία στα χρόνια του Βυζαντίου, ως αυτοκρατορική, ήταν δεσποτική αυταρχική και αυθαίρετη. Και είναι ασφαλώς γεγονός ότι η κοσμική εξουσία και η νομοθεσία του Βυζαντίου εξανθρωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση της ευαγγελικής διδασκαλίας. Αλλά από το άλλο μέρος είναι γεγονός πως η κοσμική εξουσία επηρέασε αρνητικά το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας. Αφού από διακονικό, που ήταν στους πρώτους αιώνες, μεταλλάχτηκε στη συνέχεια σε εξουσιαστικό και δεσποτικό. Για να επιδεινωθεί η κατάσταση αυτή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οπότε τη θέση του αυτοκράτορα για τους υπόδουλους την πήρε ο Πατριάρχης, ο οποίος ιδιοποιήθηκε ακόμη και το αυτοκρατορικό στέμμα (μίτρα) και κατ’ απομίμηση, το ιδιοποιήθηκαν βαθμηδόν και όλοι οι αρχιερείς.
Πραγματικότητα, η οποία σήμερα, είναι τελείως απαράδεκτη, όχι μόνο, επειδή τα περισσότερα κοσμικά καθεστώτα έχουν, κατά τεκμήριο, δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά κυρίως και προπάντων γιατί βρίσκεται σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο. Έτσι ώστε ο ασύδοτος τρόπος, με τον οποίο συνήθως πολιτεύονται οι δεσποτάδες να μη θυμίζει, σε καμιά περίπτωση το ιδανικό του Χριστού αλλά τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Αφού το καθεστώς της δεσποτοκρατίας τους περιποιεί το δικαίωμα να είναι «νομοθέτες του εαυτού τους και εκτελεστές του νόμου τους».Οπότε αυτό, που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην περίπτωση αυτή δεν είναι η αξία ή απαξία των υφισταμένων του δεσπότη, αλλά η ικανότητα ή ανικανότητα στο να τον κολακεύουν. Με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνει γύρω του εσμός αυλοκολάκων, οι οποίοι ανελίσσονται, στο βαθμό, που γλείφουν τους δεσποτάδες και καρφώνουν τους συναδέλφους τους.
Συνεπώς αυτοί που αναφέρονται στη σχέση της Εκκλησίας με τη Χούντα κάνουν μεγάλο λάθος. Γιατί Εκκλησία δεν χαρακτηρίζεται από το βίο και την πολιτεία του ενός ή του άλλου δεσπότη, αλλά απ’ το υπόδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων και διαχρονικά από το βίο και την πολιτεία των αγίων. Σχέση αλληλεγγύης με τη Χούντα υπήρξε μόνο εκ μέρους της δεσποτοκρατίας. Κατά το «όμοιος ομοίω» των αρχαίων ή κατά το «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του» των νεοελλήνων. Η οποία σχέση αποκάλυψε και τα αβυσσαλέα μίση, που τους χώριζαν. Και το πόσο αδίστακτοι και ανελέητοι και εκδικητικοί είναι αποδεικνύεται από το όργιο του πρωτοφανούς αλληλοσπαραγμού μεταξύ τους . Γεγονός που υπογραμμίζει το μεγάλο κίνδυνο, που διατρέχει ο οποιοσδήποτε υφιστάμενός τους, αν περιπέσει στη δυσμένειά τη δική τους ή των αυλοκολάκων τους. Αφού ποτέ και πουθενά δεν πρόκειται να βρει το δίκιο του, έστω κι αν η ζωή του είναι κρυστάλλινη. Δεδομένου ότι, παρόλα τα μίση, που μπορεί να χωρίζουν τους δεσποτάδες, εντούτοις διαπνέονται από πνεύμα συντεχνίας. Με αποτέλεσμα να αλληλοκαλύπτονται και αλληλοϋποστηρίζονται, πέρα από κάθε λογική και συνείδηση.
Θα περίμενε κανείς πως η, λεγόμενη, Μεγάλη Σύνοδος, που έγινε τον Ιούνιο στην Κρήτη, θα προσπαθούσε να θεραπεύσει πρωταρχικά την πυορροούσα αυτή πληγή της Εκκλησίας. Αλλά αυτό εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο. Αφού ο σκοπός της Συνόδου αυτής ήταν ακριβώς αντίθετος: Μέσα, δηλαδή, απ’ την ενίσχυση των διεκκλησιαστικών και διαθρησκειακών σχέσεων να στηρίξει το καθεστώς του παγκόσμιου δεσποτισμού. Της διαβόητης, δηλαδή, παγκοσμιοποίησης, της οποίας η δεσποτοκρατία είναι ακριβή και πολύτιμη θεραπαινίδα ...
.....................................................................................
Σχόλιο στο άρθρο από τον Νικήτα Αποστόλου
Το θέμα των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, που βρίσκεται και πάλι στην επικαιρότητα με την αντιδικία Αρχιεπισκόπου και Φίλη, πιστεύω ότι είναι πολύπλευρο αλλά και σημαντικότατο για την πορεία του έθνους μας. Για να ξεκινήσει η όποια συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό, έχω την γνώμη ότι, σύμφωνα και με το αρχαίο γνωμικό «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», χρειάζεται πρωτίστως συμφωνία στον ορισμό των εννοιών Κράτος και Εκκλησία. Έτσι ξεκινώ παραθέτοντας δύο ορισμούς, που οι επιστήμες της Νομικής και της Θεολογίας δίδουν στις δύο αυτές έννοιες.
Κράτος είναι λαός εγκατεστημένος μόνιμα σε ορισμένο έδαφος και οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο, ασκεί κυρίαρχη πρωτογενή δημόσια εξουσία. Λέγοντας δημόσια εξουσία εννοούμε την δύναμη που έχει να επιβάλλει την θέλησή του με εξαναγκασμό. Τα κράτη δημιουργούνται και διαλύονται με πολιτικές πράξεις.
Η Εκκλησία, η ομολογούμενη στο σύμβολο της πίστεως, είναι έργο του Ενσάρκωθέντος Χριστού και πραγματώθηκε την Πεντηκοστή. Η εκκλησία υπάρχει και θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. «Πύλαι άδου ου κατισχύσουσι αυτής». (Ματθ. 16:18) Υπάρχει ως «η αγωνιζομένη Εκκλησία» που μετασχηματίζεται σε «θριαμβέυουσα Εκκλησία». H Εκκλησία συνιστά στα μέλη της, συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που αναφέρεται στις σχέσεις με τον Θεό, τον «πλησίον», και τον εαυτό τους. Ο συγκεκριμένος αυτός τρόπος ζωής, είναι ουσιώδης και καθοριστικής σημασίας, γιατί, εάν παραμεληθεί, έχει ως συνέπεια να καταργείται η ιδιότητα του «ζωντανού» μέλους της Εκκλησίας.
Ας δούμε τώρα πώς αντιλαμβάνεται και πώς αντιμετωπίζει την Εκκλησία το επίσημο Ελληνικό Κράτος. Ο συνταγματικός νομοθέτης, στο άρθρο 3 του ισχύοντος Συντάγματος, κατ΄αρχήν ορίζει, ότι η Εκκλησία διοικείται από την Ιερά σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, που προέρχεται από αυτήν, και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Εκκλησίας, ... Για την ρύθμιση αυτή σημειώνουμε εδώ δύο παρατηρήσεις.
1) Η Πολιτεία καθορίζει εκείνη μονομερώς τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας και μάλιστα θέτοντας ένα πλαίσιο αυτοδιοίκησης μεν, αλλά ολιγαρχικής διοίκησης, αφού αγνοούνται πλήρως, οι απλοί Ιερείς και οι λαϊκοί που είναι και αυτοί μέλη της Εκκλησίας και
2) Η ρύθμιση αυτή αντίκειται στην διάταξη του συνοδικού τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1850 με την οποία αναγνωρίσθηκε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ότι η διοίκησή της γίνεται ακώλητα από κάθε κοσμική επέμβαση. Η ανωτέρω αναφερομένη ρύθμιση του συνταγματικό νομοθέτη είναι κοσμική επέμβαση.
Περαιτέρω στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 και στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του νόμου του νόμου 590/1977 ο νομοθέτης χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, τις Μητροπόλεις, τις Ενορίες με τους ενοριακούς ναούς , τις μονές ως «Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» (ΝΠΔΔ). Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι αντιφατικός και εξωπραγματικός σε σχέση με την ανωτέρω θεολογικά δοσμένη έννοια της Εκκλησίας. Και να γιατί. Με βάση τις βασικές νομικές έννοιες, η Εκκλησία, ως συλλογική οντότητα, είναι ένα υποκείμενο του δικαίου, δηλαδή ένας φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και υπάγεται στην κατηγορία των νομικών προσώπων. Πρέπει όμως ο νομοθέτης να την υπαγάγει στην κατηγορία των ΝΠΔΔ; Κατά την γνώμη μου, όχι, για τους εξής λόγους:
1) Τα ΝΠΔΔ δημιουργούνται από το Κράτος, δια της νομοθετικής λειτουργίας του, με την έκδοση νόμων ή διαταγμάτων, ενώ η Εκκλησία όπως ήδη είπαμε είναι έργο του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
2) Το ΝΠΔΔ αποσκοπεί στην υλοποίηση έργου κρατικού ενδιαφέροντος, ενώ η Εκκλησία κύριο σκοπό έχει να «θεραπεύσει» τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει, σε αυτή την ζωή, μέσα από την κάθαρση, προς την θέωση. Ο σκοπός αυτός είναι πολύ ευρύτερος από τον σκοπό της υπάρξεως του κράτους, που είναι, εκτός από την διασφάλιση της αυθύπαρξής του, κατ΄ εξοχήν η ομαλή κοινωνική συμβίωση των διαβιούντων στην Επικράτειά του προσώπων .
3) Στα ΝΠΔΔ, το κράτος μεταβιβάζει ένα μέρος της πρωτογενούς εξουσίας του και ταυτοχρόνως υπαγάγει αυτά στον διαρκή έλεγχο του. Η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιαδήποτε δημόσια εξουσία ενόψει της ρήσης του Κυρίου μας, «Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».
4) Το Κράτος μπορεί το οποιοδήποτε ΝΠΔΔ να το καταργήσει με την αυτήν διαδικασία που το είχε δημιουργήσει. Η Εκκλησία υπάρχει και θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων.
5) Όταν η Εκκλησία λειτουργεί ως ΝΠΔΔ, περιορίζει ασφυκτικά τον αυτοκαθορισμό της και περαιτέρω αυτό συνιστά στοιχείο εκκοσμίκευσής της. Και τέλος
Η Νομική Επιστήμη, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα τα διαχωρίζει σε ΝΠΔΔ και σε ΝΠΙΔ (Ιδιωτικού Δικαίου). Αφού η Εκκλησία δεν είναι ορθό να υπάγεται στην κατηγορία των ΝΠΔΔ, το επιστημονικά ορθό είναι η Εκκλησία να έχει νομική προσωπικότητα, ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ). Η Ιεραρχία των Μητροπολιτών μας έχει δυστυχώς σήμερα δεσποτική αντίληψη σχετικά με την διοίκηση της Εκκλησίας. Ο εφημεριακός κλήρος έχει ελάχιστες διοικητικές αρμοδιότητες, τελεί υπό τον ασφικτικό διοικητικό έλεγχο του οικείου Μητροπολίτη και δίνει την εντύπωση δημοσιοϋπαλληλικού σώματος. Τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας δεν έχουν καμιά συμμετοχή σε οποιαδήποτε διοικητική πράξη οποιουδήποτε εκκλησιαστικού οργάνου.
Η αλήθεια είναι ότι το Κράτος, η Πολιτεία, “φοβάται” την απελευθέρωση της Εκκλησίας και την πρόσκτηση από αυτήν ισχύος στα πλαίσια ενός διοικητικού χωρισμού, και έτσι δεν θέλει την απώλεια του ελέγχου που έμμεσα ή ενίοτε και χονδροειδώς άμεσα ασκεί στη διοίκησή της. Η Εκκλησία δεν αντλεί τη δύναμή της από το νομικό σύστημα των σχέσεών της με το Κράτος, αλλά από την υπόστασή της ως θεοϊδρυτη, από το κύρος του μηνύματός της και από τη ζωντάνια των μελών της. Όταν η Εκκλησία κατορθώνει να καταθέτει ακέραιη τη μαρτυρία της για τη μεταμόρφωση και τη σωτηρία του κόσμου είναι ελευθέρα και ζώσα.
Μετά από όλα αυτό μπαίνει το ερώτημα τι πρέπει να γίνει; Εχει την δυνατότητα η Ιεραρχία να κάνει πολλά αν όχι όλα. Αρκεί τα μέλη της να έχουν ορθή αντίληψη των πραγμάτων και να θελήσουν να εμπιστευθούν τον απλό πιστό χριστιανό. Να δώσουν υπόσταση, ελευθερία συλλογικών έργων αγάπης και δημιουργική πνοή στις ενορίες τους. Να εγκαταλείψουν την δεσποτική νοοτροπία και να εγκολπωθούν την νοοτροπία Επισκόπου. Να ζητήσουν οι ίδιοι “τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας”, ως μια διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης της Εκκλησίας από την νομική κατάσταση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε μακρόχρονη, λόγο των πολύπλοκων σχέσεων εξαρτήσεως των δύο θεσμών, για να είναι ρεαλιστική και βεβαίως σε πνεύμα συνεννόησης και όχι συγκρουσιακό.
Παράλληλα οι Επίσκοποί μας, ακούοντας την εντολή που ο Κύριος τους έδωσε, “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη ... τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν”, οφείλουν να “μαθητεύσουν” τους φορείς κρατικής εξουσίας, οτι είναι χρέος τους να εργασθούν προς την κατεύθυνση να κάνουν το Κράτος “Διάκονο του Θεού” για το καλό των ανθρώπων, να εργάζονται για την ειρήνη του κόσμου, την δικαιοσύνη, την συναδέλφωση των λαών και την προστασία του περιβάλλοντος, εάν θέλουν επάξια να είναι μέλη της Εκκλησίας.
Ιωάννινα 5-10-2016
Νικήτας Αποστόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου