Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Ένα μικρομέγαλο θαύμα του Αγίου Φανουρίου (επανάληψη)



(επανάληψη, και ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας, το Μικάκι μου...)

.......................................................................................
Επειδή το γνωρίζεις

-ω, απ' τον εγκόσμιο, μονοδιάστατο ορθολογισμό
αποπροσανατολισμένο  μου-

ότι με τα θαύματα των αγίων, 
με δέρνει, παιδιόθεν 

(αλλά και προϊόντος του γήρατος
 τα τελευταία χρόνια)

μια  έξτρα πώρωση,

σήμερα,  θα σου περιγράψω εν συντομία
ένα  μικρομέγαλο θαύμα,  του  Αγίου Φανουρίου

-Μικρομέγαλο θαύμα;

Τι είδους τίτλος είναι αυτός πάλι, ω τρελοτάτη μου;

Εντάξει, το μικρό θαύμα, το καταλαβαίνω.

Το μεγάλο, το θαυμάζω επίσης.

Αλλά το "μικρομέγαλο", με μπέρδεψε.

-Θα  το καταλάβεις  στο τέλος, μη βιάζεσαι.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

Μια ωραία πρωία, ξαφνικά,  
λαβαίνω στο κινητό  ένα γραπτό μήνυμα
απ' τη λατρεμένη  πρωτοξαδερφή μου
(οι πατεράδες μας Παναγόπουλοι, αδέρφια), τη Μίκα:

"Ευανθούλι μου, που να σ’τα λέω!  
μας κλέψανε το αμάξι τη νύχτα!
Το είχαμε σταματημένο λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι.
Πήγαμε να το πάρουμε σήμερα το πρωί.
Άφαντο!
Φτερά είχε κάνει!
Έσκασε ο Κώστας μου!"
................................

Ο Κώστας να σου  εξηγήσω να καταλάβεις, είναι ο σύζυγος.
της ξαδερφής μου- να το πω παλιομοδίτικα-το "στεφάνι" της!

Στενοχωρήθηκα. 

Γράφω με τη σειρά μου  στο κινητό, 
τη θεούσική μου, πλην, 
την επάνω στο χριστιανικό βίωμα αιώνων, 
στηριγμένη απάντηση:

"Μικάκι μου, μη στενοχωριέστε για την κλοπή. 

Άμα θέλει, σας το βρίσκει το αμάξι
ο άγιος Φανούριος!

Παρακαλέστε τον.

Τάξτε του και μια Φανουρόπιτα.
Του αρέσουν τρελά οι πίτες, το έχω τσεκάρει!"
...................................................................
Εσύ τώρα εδώ, περιστεράκι μου, θα χλευάσεις, 
θα ειρωνευτείς,
θα μου πεις ότι ζω στο Μεσαίωνα, 
ότι δεν μπορείς να καταλάβεις:

"πώς και  τα θαύματα πετιούνται κάθε τόσο
ξαφνικά, σαν ποπκόρν, στα μούτρα σου"

τα γνωστά,
που κάθε τόσο, μου σούρνεις,

τα μύρια χάχανα τα δικά σου,
τα τρώω στη μάπα κάθε τόσο,

συνήθισα πλέον.

Δε σου θυμώνω.

Ο Κύριος μας δίδαξε να μην κρατάμε κακία στους είρωνες.
Μπορείς , λοιπόν, να καγχάζεις με μένα,  ελεύθερα.

Αγνοώ τα σαρκαστικά σου ενδόμυχα,
και προχωρώ στην αφήγηση του αληθινού περιστατικού μου, 
απτόητη.
....................................................

Τον άγιο Φανούριο, λοιπόν, ευλαβώς,
που έχει ειδικότητα στην ανεύρεση των χαμένων...
........................................................................

(Μάλιστα μάλιστα! και οι άγιοι...αναπτύσσουν  "ειδικότητες"
γιατί σου κάνει εντύπωση, παρακαλώ;

Άνθρωποι "σάρκα φορούντες και τον κόσμο οικούντες", 
σαν και μας, δεν ήταν και αυτοί κάποτε;

Δεν είχαν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά;

Όχι ότι δεν μπορεί να βοηθήσει σε κάθε πρόβλημα
ο κάθε άγιος με τη δύναμη του Αναστάντος Ιησού Χριστού, 
και βέβαια μπορεί, 
αλλά συχνά οι άγιοι, 
μας συνδέουν μαζί τους,
και με τον Επουράνιο Βασιλέα, 
κάνοντάς μας και μικρές
ή μεγάλες, ιδιαίτερες χάρες, 
εφόσον αυτές οι χάρες συντελούν  προς 
της αθάνατης ψυχής μας, 
το αιώνιο συμφέρον.)
............................................................................

...τον παρακάλεσε, λοιπόν,  τον άγιο Φανούριο  πάραυτα, το Μικάκι μου,
αλλά ο σύνευνος Κώστας, καλού- κακού,
ως ανήρ λογικός και τετραγωνισμένος
είπε να ενημερώσει και την Ασφάλεια.

Τηλεφώνησε αμέσως  στην Τροχαία επίσης.

 Και απεφάνθησαν σοβαρώς, οι υπεύθυνοι:

-Θα κάνουμε, βεβαίως, ό,τι μπορούμε για να βρεθεί το αμάξι σας
Αλλά...μην το δένετε και κόμπο...μάλλον για ψύλλους στ’άχυρα
σε κοτζά Αθήνα θα ψάξουμε...

Έκαναν, ό,τι μπόρεσαν, πράγματι.

-Δε βρέθηκε τίποτε.

Πέρασε μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες,
τέσσερις μέρες, πέντε μέρες, έξι μέρες,
εφτά μέρες...

-Έλεος, μανδάμ, έλεος, 
το βιβλίο της Γένεσης θα ξαναγράψουμε;
-Εντάξει, εντάξει! 
Μην εκνευρίζεσαι, θα συντομεύσω. 

Πέρασε, τελικά, χρυσούλι μου, 
ολόκληρος ενάμισης μήνας!

-Ενάμισης μήνας;
-Μάλιστα. 

Μπορεί και δυο μήνες! 

-Άφαντο τ’αυτοκίνητο!

Όσο περνάγαν οι μέρες,
Οι ελπίδες για την ανεύρεση του κλαπέντος
γινόνταν φτερά περιστερήσια, στον άνεμο.

(Για να είμαι ειλικρινής, και μη προς κακοφανισμόν σου, 
που εξηγούσαν κι οι παλιές φυλλάδες, 
ευλαβικέ μου αναγνώστα,
με τόσα κλεμμένα τροχήλατα,  
μου φάνηκε κάπως αυτονόητο το ότι ο Άγιος Φανούριος
δεν είχε καιρό να ασχοληθεί και με  της ξαδέρφης μου, το ζήτημα.)

Και η Τροχαία του Νέου Κόσμου (εκεί εχάθη το αμάξι),
είχε σηκώσει,  πλέον,  ψηλά τα χεράκια της,

-Λυπούμεθα αγαπητοί. 
Ψάξαμε, ξαναψάξαμε.
Χαμένο το αμάξι σας.

Να αγοράσατε άλλο!

-Να αγοράσουνε άλλο; 
-Με τέτοια κρίση; 
- Θ'αστειεύονται βέβαια!

Στενοχωρήθηκε ο Κώστας. 

Πλάνταξε ελαφρώς  το Μικάκι μου,
αλλά...είπαν  να  πάρουν απόφαση
την απροσδόκητη απώλεια, και συνέχισαν τα δρομολόγια
για τις δουλειές τους, χρησιμοποιώντας τη συγκοινωνία,
άντε και κάποιο ταξί
στην ανάγκη.
.............................................
Είχαν περάσει ενάμισης μήνας "στο νερό", 
μπορεί
έως και δυο μήνες
( ημερολόγιο, επακριβώς, δεν εκράτησα).

Ένα πρωί, ο ξάδερφος Κώστας, πήρε ταξί από το Νέο Κόσμο
διότι έπρεπε να φτάσει στο Μεταξουργείο, για κάτι επείγοντα.

Στην Αθήνα, γινόταν κάποια συγκέντρωση.
Κλεισμένοι οι δρόμοι.

Το γνωστό χάος.

Ο ταξιτζής αποφάσισε να κινηθεί περιφερειακά-λέει- από Ν. Κόσμο
και με τον ξάδερφο Κωστή ως επιβάτη, κάνοντας κάποια παράκαμψη 
βγήκαν  στη Γέφυρα του Πουλόπουλου.

Τοις πάσι γνωστόν,  να σχολιάσω ότι οι φίλτατοι ταξιτζήδες,
εκτός από οδηγοί, συχνά αναλαμβάνουν
και άτυπα χρέη ψυχαναλυτή, 
κουράροντας επ'ολίγον

(για όσο διαρκεί η κούρσα τους,
 και χωρίς έξτρα χρέωση- προς τιμήν τους!)

εξοργισμένους ή στενοχωρημένους πελάτες.

Ο Κώστας συνέχιζε- κι ας είχαν περάσει  τόσες ημέρες
- συνέχιζε  με την κλοπή του αμαξιού του,  να αισθάνεται λυπημένος.

Ξεκίνησε, για πολλοστή φορά, 
από ενδόμυχη ψυχολογική πίεση ωθούμενος,  
να εξιστορεί την εμπειρία 
με το χαμένο του όχημα, 
στον υπομονετικό ταξιτζή
στον οποίο είχε αναθέσει εκείνη την κούρσα.

Ο ταξιτζής,  άκουγε, κουνώντας το κεφάλι, 
δείχνοντας ευγενικό ενδιαφέρον.

Επειδή το κέντρο, εκείνη τη μέρα,  
ήταν "κατά τα ειωθότα", που θα σχολίαζε και ο Παπαδιαμάντης 
όπως συνήθως δηλαδή, αποκλεισμένο, 
το ταξί, κατευθύνθηκε ζητώντας ταχύτερη έξοδο  από  δευτερεύοντες δρόμους.

Την περιοχή  διέσχιζε με κανονική ταχύτητα ο οδηγός, προσέχοντας τα φανάρια.

Ο Κώστας κοιτώντας αφηρημένα  απ' το παράθυρο, όπως το ταξί προχωρούσε,
συνέχιζε ... να  μονολογεί επάνω το πρόβλημά  του, το ανέλυε, 
εμβάθυνε, καταλαβαίνεις:
ο καθένας στην πίκρα  του, ψάχνει έναν ώμο, 
έστω και δανεικό,
προκειμένου  
έστω για δευτερόλεπτα, 
την απώλειά του, να μπορέσει να την πενθήσει...

Ξαφνικά,  και ενώ το ταξί πέρναγε ήσυχα, μπροστά
από δυο τεράστιους  σκουπιδοντενεκέδες του Δήμου,

ο τόνος της φωνής  του Κώστα, υψώθηκε
και ο ταξιτζής άκουσε  έκπληκτος,
τον επιβάτη του, να φωνάζει:

-Παναγία μου και Χριστέ μου, ο Θεός να  με ευλογεί! 
Μπροστά βλέπω το κλεμμένο αυτοκίνητό μου!

-Θα αστειεύεσαι βέβαια!  κάγχασε  ο ταξιτζής, με  την απίστευτηδήλωση.

Πιθανόν να  φαντάστηκε πως  ο επιβάτης του,
απ' την γενικότερη   κρίση που μαστίζει τον τόπο μας, 
άρχισε να σαλτάρει!

-Τι λες ανθρωπέ μου, που αστειεύομαι! 
ανέβασε κι άλλο  τους τόνους, σε ημιέξαλλη, πλέον κατάσταση- ο ξάδερφος.

-Κοκκάλωσέ το, το... τιμημένο,  εδώ, επί τόπου! 

Πάτησε πάραυτα  τρομαγμένος το φρένο ο ταξιτζής και πράγματι!

Το κλεμμένο προ δυο περίπου μηνών,
καλοσυντηρημένο  αμάξι του Κώστα,  βρισκόταν εκεί!

Μπροστά τους.

Τους ατένιζε.

Ακίνητο. Σκουροπράσινο. Άδειο. Ακέραιο. Φιλικότατο.

-Χαράς Ευαγγέλια που δεν περιγράφονται!

Κατεβαίνουν και οι δύο, ο ένας πρόσεχε το αυτοκίνητο 
ο άλλος καλούσε την Τροχαία.

Επάνω του ο Κώστας, μέχρι εκείνη την ώρα, 
κουβάλαγε, την άδεια οδήγησης 
με το νούμερο του αμαξιού, του χαμένου.

Ευτυχής, ανέμιζε, τώρα, εις επίρρωσιν των λεγομένων του, το δίπλωμα, 
έδειχνε με το δάχτυλο, μία  το νούμερο του αυτοκινήτου, επάνω στην άδεια, 
μία το ίδιο νούμερο μπροστά στον προφυλακτήρα του ανευρεθέντος,  
το έδειχνε σχεδόν χοροπηδώντας με ενθουσιασμό, με έξαψη μικρού παιδιού,
μπρος στον ταξιτζή που δεν πίστευε στα ματάκια  του, και διασκέδαζε αφάνταστα
βλέποντας το ξεσάλωμα του πελάτη. 

Πολύ σύντομα κατέφθασε  το "Εκατό", δήλωσαν την ανεύρεση,
τηλεφώνησε  ο ξάδερφος Κώστας, περιχαρής, 
στο Μικάκι μου.

Το Μικάκι, στην κουζίνα του, ακούγοντας τα ανέλπιστα νέα, 
χτύπησε τα ταψιά  και τις κατσαρόλες της
σαν αναστάσιμες καμπάνες, χαρμόσυνες.

-Αλληλούιαααα! Εύρηκα! Εύρηκα! 
-Μεγάλε μου  άγιε Φανούριε!
Τη Φανουρόπιτα, ατάκα και επί τόπου και ανυπερθέτως
θα σου τη φτιάξω! ανεβόησε.

Ανασκουμπώθηκε.

Την έφτιαξε, 
μια σπέσιαλ
Μελιγαλιώτικης προέλευσης Φανουρόπιτα, 
ω αδελφέ εν Κυρίω,
να τρώει το Μικάκι μου  
και στα λατρεμένα παιδιά της,
ούτε μπουκιά να μη δίνει!


-Και η ζωή τραβά την ανηφόρα. 
Με σημαίες και με ταμπούρλα!

-Και με Φανουρόπιτες, σαλεμενότατη.

-Ναι και με Φανουρόπιτες!

...................................................................

Ευλαβικέ ή και ανευλαβικέ αναγνώστα μου,
σου μίλησα για μικρομέγαλο θαύμα του Αγίου στην αρχή.

Θα κατάλαβες τώρα.

Το θαύμα  είναι ίσως   μικρό θαύμα,  

για όποιον δεν έχασε ποτέ του  αμάξι

και μεγάλο, τρισμέγιστο θαύμα,  για εκείνον 

που  αμάξι   του κλέψανε

και με την επίκληση του Άγιου  Φανούριου

σε κοτζαμάν, "παλιαθήνα"... 

(που έλεγε κι  η γιαγιά Πετρού)

το κλεμμένο του  αμάξι

ο ίδιος αυτοπροσώπως και απροσδοκήτως

χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο εξάφανισής του

το βρήκε αβλαβές και ασφαλέστατο.
.............................................................


Εκείνη την Κυριακή, συγκινημένη η Μίκα μου,
εκτός από τη Φανουρόπιτα που πήγε στο ναό
άναψε και μεγάλο κερί με συγκίνηση.

-Καλέ μου Άγιε Φανούριε,
εκ μέσης καρδίας, σ' ευχαριστούμε που μας βοήθησες
και το μηχανικό γαιδουράκι μας, το φανέρωσες!

Και η ίδια, υπογράφουσα

ως αυτήκοος μάρτυς

του αληθινού σκηνικού,

με το γνωστό ντροπαλό και χαμηλοβλεπούσικο ύφος μου, 

ομολογώ:
  
-Συχώρα με, άγιε Φανούριε,  που σε κοίταξα καχύποπτα στην αρχή αυτής της υπόθεσης.

Συχώρα με που σκέφτηκα- η ολιγόπιστη- ότι ήσουν πολύ απασχολημένος...

Δεν θα το ξανακάνω.

Το υπόσχομαι.

Με όλο το σεβασμό, 

λατρεμένε πολεμιστή του Χριστού

Άγιε Φανούριε, 

ασπάζομαι την τίμια εικόνα Σου

επειδή η αγάπη και η ευγνωμοσύνη

είτε απέναντι  σε αγίους 

είτε απέναντι  σε αγαθοποιούντες ανθρώπους

δεν είναι -ποτέ των ποτών-  μονοφύσιτισσα!

 Η εν Πάτραις  κατοικοεδρεύουσα

 Ευανθία η Σαλογραία 

που στηρίζει και σε Σένα, Άγιε Φανούριε, 
τις τελευταίες  ελπίδες της ,

προκειμένου να ξαναβρεί τα μυαλά 
που εδώ και  χρόνια τα έχει χαμένα...
.............................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου