Πίστευα ότι τα social media επί της ουσίας ήταν μία δύναμη του καλού, είτε είχαν να προσφέρουν στην διάδοση έναρξης της Αραβικής Άνοιξης το 2011, είτε απλώς αποτελούσαν ένα χρήσιμο εργαλείο για να φέρουν κοντά ανθρώπους με κοινές πεποιθήσεις – και πάλι είτε επρόκειτο για την κοινή αγάπη για τις γάτες είτε για να μοιραστούν αστεία βιντεάκια. Έχοντας σπαταλήσει άπειρο χρόνο σε θέματα που αφορούν την πνευματική υγεία, διαπίστωνα ότι ακόμη και ένα τεράστιο κακοποιημένο κοινό μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ανωνυμία για καλό σκοπό, να βοηθηθούν άνθρωποι στο να ανοιχτούν και να μιλήσουν για τα προβλήματά τους, άνθρωποι που ποτέ δεν θα ένιωθαν αυτή την ελευθερία στο φυσικό τους περιβάλλον, στο πλαίσιο αυτού που αποκαλούμε πραγματική ζωή.
Γνώριζα επίσης από τη δική μου εμπειρία ότι τα social media μπορούσαν να αποτελούν έναν ευχάριστο αντιπερισπασμό από τους δίδυμους δαίμονες του άγχους και της κατάθλιψης. Επίσης, έκανα φίλους στο διαδίκτυο, ενώ ως συγγραφέας είχα μία σπουδαία ευκαιρία να δοκιμάσω νέες ιδέες, μακριά από τις παραδοσιακές συνταγές αφήγησης. Ακριβώς επειδή είμαι κάποιος που πολύ συχνά βρίσκω τις κοινωνικές περιστάσεις ως ένα είδος πνευματικής εξόντωσης, τα social media φάνταζαν στα μάτια μου περισσότερο ως λύση, παρά ως πρόβλημα.
Ναι, σίγουρα ανά περιόδους ένιωθα ότι ίσως να μην ήταν ακριβώς υγιές το να παρακολουθώ το feed του Twitter μου επί 7 συνεχόμενες ώρες, ειδικά αν έπρεπε να παλέψω με μία στρατιά οπαδών του Τραμπ. Ναι, διάβαζα άρθρα για τους κινδύνους που κρύβει η υπερβολική έκθεση στον κόσμο του Διαδικτύου, αλλά τα απέρριπτα ως παραδοσιακά αντιδραστικά σε οτιδήποτε νέο. Αυτού του είδους τους επικριτές τους αντιμετώπιζα με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζαμε κάποτε αυτούς που είδαν για πρώτη φορά έγχρωμη ταινία ή πρωτο-άκουσαν ηλεκτρική κιθάρα, ή αντίκρισαν για πρώτη φορά μίνι φούστες, είδαν τι εστί selfie ή τι είναι το fidget spinner, όλους αυτούς που με οτιδήποτε καινούριο προκύπτει προφητεύουν το τέλος του πολιτισμού μας. Θυμάμαι έναν πηχυαίο τίτλο στη “Daily Mail” που έγραφε το εξής: «Πώς η χρήση του Facebook αυξάνει τις πιθανότητες να νοσήσετε από καρκίνο», κάτι που έκανε τα πράγματα ακόμη πιο ξεκάθαρα: το να είσαι εχθρός των social media σήμαινε το να είσαι στην απολύτως λάθος πλευρά της ιστορίας.
Και μετά άρχισα την έρευνα για ένα βιβλίο που γράφω, αναφορικά με το πώς ο εξωτερικός κόσμος μπορεί να επηρεάζει την πνευματική μας υγεία. Ήθελα να καταγράψω τόσο τα μειονεκτήματα των social media, αλλά και να υπερασπιστώ το ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν περισσότερο μία δύναμη του καλού, ένα μέρος στο οποίο όλες οι παράνοιες της ζωής μπορούν να αρθρωθούν και να αναλυθούν με ασφάλεια. Αλλά όσο πιο βαθιά προχωρούσα με την έρευνα, τόσο πιο δύσκολο ήταν να εξακολουθώ να υπερασπίζομαι αυτή την άποψη. Πέρα από την υστερική διατύπωση της Daily Mail για τους κινδύνους που έκρυβαν τα social media, υπήρχαν κι άλλοι -επιστήμονες, ψυχολόγοι, τεχνικοί δικτύων και χρήστες του διαδικτύου- που υπογράμμιζαν τους τρόπους με τους οποίους τα social media έκαναν κακό στην υγεία μας.
Ακόμη και ο διαδικτυακός ακτιβιστής, πρώην υπάλληλος της Google και εμπνευστής της Αραβικής Άνοιξης, ο Wael Ghonim, κοινώς ο άνθρωπος που κάποτε έβλεπε τα social media ως θεραπεία, τώρα είναι σε θέση να διακρίνει την αρνητική, επικίνδυνη πλευρά τους. Στα δικά του μάτια πλέον αυτό που κάποτε ήταν μια ευκαιρία για ενημέρωση του κόσμου, για να συγκεντρωθούν τα πλήθη κάτω από μία κοινή ιδέα, για να μοιραστούν πεποιθήσεις -ό,τι δηλαδή είχε συμβεί με τις διαδηλώσεις και το παθιασμένο κύμα που ξεσηκώθηκε εναντίον του αιγυπτιακού καθεστώτος-, είχε μετατραπεί σε ένα αιματηρό πεδίο μάχη, γεμάτο από μηνύματα μίσους. «Το ίδιο εργαλείο που μας ένωσε για να γκρεμίσουμε τους δικτάτορες, το ίδιο εργαλείο μας διέλυσε», είπε πει ο Ghonim, βλέποντας τα social media να πολώνουν τελικά το πλήθος σε εξαγριωμένα στρατόπεδα – υποστηρικτές του στρατού εναντίον Ισλαμιστών- αφήνοντας τελικά τις κεντρώες φωνές, όπως και ο ίδιος υπήρξε, κολλημένες κάπου στα μισά της διαδρομής, αδύναμες να κάνουν οτιδήποτε.
Και φυσικά όλο αυτό αφορά μόνο το πολιτικό σκέλος. Σύμφωνα με έρευνα της Βασιλικής Ακαδημίας της Δημόσιας Υγείας που εκπονήθηκε με ερωτηματολόγιο σε 1500 νέους και με ζητούμενο να καταγράφουν τις διακυμάνσεις της διάθεσής τους στα 5 πιο δημοφιλή δίκτυα, αποκάλυψαν μάλλον άσχημα νέα κυρίως για το Instagram και το Snapchat. Η έρευνα απέδειξε ότι πρόκειται για τα μέσα εκείνα που συνήθως εμπνέουν αισθήματα ανεπάρκειας, άγχους και χαμηλής αυτοεκτίμησης στους νέους, τη στιγμή που βάσει άλλης έρευνας επιστημονικού κέντρου στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα μισά κορίτσια νεαρής ηλικίας και τα 2/5 των αγοριών έχουν υπάρξει τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους θύματα διαδικτυακού bullying. Οι αποδείξεις για το ότι τα social media μπορούν να αποβούν επικίνδυνα για την ψυχική υγεία, ειδικά νεαρών, ανθρώπων που βιώνουν όλων των ειδών τις πιέσεις της εφηβείας (εξωτερική εμφάνιση, βάρος, δημοφιλία), αυξάνονται με τον ίδιο τρόπο που οι πολυεθνικές επενδύουν δισεκατομμύρια στις πλατφόρμες τους, μόνο και μόνο για να πείσουν τον νεαρόκοσμο να ξοδέψει μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί.
Όπως λέει ο Kurt Vonnegut: «Είμαστε αυτοί που προσποιούμαστε ότι είμαστε, γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τους ποιους υποτίθεται ότι υποδυόμαστε». Αυτό είναι περισσότερο αληθινό από ποτέ στην εποχή που το μάρκετινγκ έχει φτάσει σε νέα επίπεδα: πλέον δεν είμαστε απλώς καταναλωτές, αλλά είμαστε και εικόνες προς κατανάλωση. Αν έχετε φίλους με τους οποίους επικοινωνείτε αποκλειστικά στο Facebook, ολόκληρη η σχέση σας είναι πλαισιωμένη από το εμπόριο. Όταν πρόθυμα επιλέγουμε να γίνουμε απλήρωτοι δημιουργοί περιεχομένου -απλήρωτοι γραφιάδες, κοινώς- εμπορευματοποιούμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Και φυσικά μπαίνουμε στη διαδικασία να πάθουμε εμμονές με τα νούμερα (των followers, των μηνυμάτων, των σχολίων, των retweets, των likes που πήραμε και πάει λέγοντας). Είναι σα να τρέχουμε μια επιχείρηση που στηρίζεται στην οικονομία των φίλων μας στα μέσα, στο απόθεμα της συναισθηματικής αγοράς και ταυτόχρονα να αξιολογούμε μέσω αυτού του αποθεματικού την αξία μας έναντι των άλλων.
Φυσικά και το να συγκρινόμαστε με τους άλλους δεν είναι κάτι καινούριο για το ανθρώπινο είδος. Αλλά όταν οι “άλλοι” είναι όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός του πλανήτη μέσα στο διαδίκτυο, τα πράγματα ξεφεύγουν. Καταλήγουμε με το να συγκρινόμαστε διαρκώς και για όλα μας -την εξωτερική μας εμφάνιση, τις σχέσεις μας, τα αποκτήματα μας, τις ίδιες μας τις ζωές- με όλα εκείνα τα άβαταρ που διοχετεύουν προσεκτικά και φιλτραρισμένα τις ζωές τους. Ο λόγος πια γίνεται για ανθρώπους που δεν θα συναντήσουμε ποτέ στην κανονική μας ζωή, ενώ εμείς θα μείνουμε με το αίσθημα της ανεπάρκειας.
Και μετά ένα άλλο σοβαρό ζήτημα είναι η κακοποίηση. Σύμφωνα με τον Jonathan Taplin, επικεφαλής ομάδας νέων επιχειρηματιών, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύγχρονο Κολοσσαίο, μια αρένα που μέσα πετιούνται άνθρωποι στα λιοντάρια του διαδικτύου. Διαβάζοντας τα timeline ανθρώπων που δίνουν μάχη με τη βουλιμία και την ανορεξία, διαπιστώνει κανείς ότι τα social media μπορεί και να ήταν αυτά που τελικά τροφοδότησαν και θέριεψαν αυτό από το οποίο υποφέρουν. Κάπως έτσι άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το να αγνοείς τα πραγματικά προβλήματα που δημιουργούν επιτρέποντας στις εταιρείες στις οποίες ανήκουν να επεκτείνονται και να κλέβουν τις ζωές μας, ενδεχομένως θα ήταν μία ιδιαίτερα συντηρητική προσέγγιση. Αυτή που ισχυρίζεται ότι η ελεύθερη αγορά έχει τους δικούς της ηθικούς νόμους, οπότε ας υποκύψουμε κι ας εμπιστευθούμε το μέλλον της συλλογικής ψυχικής υγείας μας στους πολυεκατομμυριούχους της τεχνολογίας. Μιλάμε για την ίδια προσέγγιση που εμπιστεύεται απόλυτα την ελεύθερη βούληση, αυτή που υποστηρίζει ότι τα ψυχικά προβλήματα είναι καθαρή περιπτωσιολογία και αφορούν τις επιλογές του καθένα μας ξεχωριστά.
Κι όμως: αν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε ότι η σωματική μας υγεία μπορεί να επηρεαστεί από το κοινωνικό πλέγμα, τότε ίσως ήρθε ο καιρός να αναγνωρίσουμε ότι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική μας υγεία και το πώς αυτή επηρεάζεται από το διαδίκτυο. Και όσο η πραγματική κοινωνική ζωή μας εμπλέκεται με την ψηφιακή, ίσως πρέπει σοβαρά πλέον και άμεσα να δούμε πώς αυτού του είδους οι (μαρκετίστικες) κοινωνίες επηρεάζουν το μυαλό και τη σκέψη μας. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε πώς η αυξανόμενη κρίση που βιώνει αυτό που αποκαλούμε πνευματική υγεία σχετίζεται τόσο με τους ανθρώπους με τους οποίους ζούμε, όσο και μ’ εκείνους με τους οποίους αλληλεπιδρούμε.
Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ιδρυτής και CEO του Facebook συνηθίζει να λέει ότι “δίνοντας στους ανθρώπους τη δύναμη να μοιράζονται περιεχόμενο, κάνουμε τον κόσμο, έναν κόσμο διαφάνειας”. Φυσικά και δεν θα σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τα social media – εγώ, τουλάχιστον, δεν θα το κάνω-, αλλά ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να μάθουμε περισσότερο για το τι μας προκαλεί η χρήση τους. Πώς επιδρά στην πολιτική, στην υγεία μας, στις μελλοντικές γενιές, στον κόσμο γύρω μας. Κάπως πρέπει να διασφαλίσουμε ότι εμείς είμαστε που ακόμη χρησιμοποιούμε την τεχνολογία και όχι η τεχνολογία εμάς.
(Πηγή: lifo.gr, http://alopsis.gr )