..........................................................
..............................................................
ΜΗΝ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Κι αν αναγνωρίσεις τον δια Χριστόν σαλόν
μην το μεταφέρεις στην αγορά,κακό θα του κάνεις.
Τόσος πόθος για ταπείνωση θα πάει χαμένος,
γέλα κι εσύ με τα καμώματά του,δώσε του αυτό που ζητάει,
την περιφρόνηση των καθώς πρέπει τρόπων,
σκίσε μαζί του το σαβουάρ βιβρ,αυτό που διδάχτηκες στην έκτη δημοτικού,
μην ακούς τους λογικούς,αυτούς που σε κατάντησαν απλό στρατιώτη,
ενώ μπορούσες να 'σαι στρατηγός.
Κι αν σε συνεπάρει η,στα μάτια του,θεία μέθη
μπορείς και να τον μιμηθείς, να κυνηγήσεις τους ίσκιους των νεφών,
να πετάξεις ψηλά το ημίψηλο και τα γάντια σου-
ο δρόμος για τον Παράδεισο δεν είναι ευθύς,
είναι ο δρόμος της άσπρης πεταλούδας και του δαρμένου σκύλου.
.........................................................................................
..........................................................................................
ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ
Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.
.......................................................................
............................................................................
ΕΥΘΡΥΠΤΟΣ
Κι όσο περνούν τα χρόνια και σου μένει
ένα κομμάτι ψυχής,τόσο θα στέκεις στις γωνιές
και θα το μοιράζεις στους περαστικούς
ώσπου ν'αδειάσεις.
Τότε θα σ'αναγνωρίσουν για ποιητή,
μα εσύ θα'σαι απλώς ένας άνθρωπος χωρίς ψυχή,
άνθρωπος-ελέφαντας ή πεταλούδα,
στεγνός κι εύθρυπτος.
.....................................................
........................................................
ΚΑΘΑΡΟ ΑΠΟ ΠΟΙΗΣΗ
Το ξέρω,αργά ή γρήγορα θα'ρθω να σας συναντήσω,
μόνο να ξεσκονίσω τα δωμάτια πρώτα απ'τις παλιές φωνές σας,
να χαϊδέψω τα τελευταία σας όνειρα, τις τελευταίες σας αφηγήσεις.
Γιατί σεις φύγατε βιαστικά,ξεχάσατε ημιτελή πράγματα και τελετουργίες,
ένα νεύμα στο φεγγάρι, το καρφιτσωμένο στο παράθυρο,μια χειρονομία,
ένα τραγουδάκι παιδικό,κάτω στο δρόμο "σας πήραμε,σας πήραμε
φλουρί κωνσταντινάτο",κατακάθια της θλίψης σ'ένα φλυτζάνι τσαγιού,
(πράγματα που με βασάνισαν,
είμαστε μαζί,ταυτόχρονα, και χώρια)λησμονήσατε
ένα κοντσέρτο για πιάνο
του Μπετόβεν,ξεχάσατε τους σταυρούς της Ανάστασης,
με τη φλόγα του λαμπριάτικου κεριού στην είσοδο,ναι με κούρασε να τα μαζεύω
όλ'αυτά,
ο επόμενος ένοικος μπορεί και να μην αγαπάει τα ίχνη,
να θέλει ένα σπίτι καθαρό από Ποίηση.
Γιάννης Τσίγκρας
....................................................................................................
....................................................................................................
.....................................................................................................
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ Ή Η ΕΛΛΕΙΨΗ
Γράφει η Έλενα
Ανήμερα του Αγίου Νεκταρίου, την επομένη της γιορτής των Αρχαγγέλων.....
Πρέπει να ήταν την ώρα που ήμουν στην αγρυπνία του Αη Νεκταράκη μου, ξημερώνοντας η μέρα του....
Είναι καλό να πεθαίνουν οι ποιητές ξημερώματα; Ταιριαστό θα έλεγα καθώς οι τελείες και τα αποσιωπητικά γίνονται κεριά μέσα στη νύχτα και πάνε μπροστά σαν μικρά φαναράκια παιδιών λιτανείας, για να φέγγουν τον δρόμο της ψυχής.
Είχα την έγνοια του Γιάννη.
Μιλούσαμε ή σωπαίναμε στο τηλέφωνο, συχνά.
Μόνο που τον τελευταίο καιρό το τηλέφωνό του δεν απαντούσε. Ο Γιάννης ήταν αλλού (πάντα ήταν κάπου αλλού από κει που νόμιζες), ο ποιητής είχε σωπάσει κατά κόσμον και έγραφε τους μυστικούς του στίχους για λογαριασμό των αγγέλων που θα του έπαιρναν την πνοή του τέλους και το παιδί που είχε ερωτευτεί την Μαρία γέρασε απότομα (εκδικητικά για το φευγιό της, θα έλεγα) όταν η αγαπημένη του προτίμησε το φέρετρο από την αγκαλιά του....
Έβρεχε την μέρα που τον κοίταξα ανάμεσα στα λουλούδια, εκεί στον Άγιο Τρύφωνα της γειτονιάς του. Ένα αποπειρώμενο χαμόγελο στα στεγνωμένα του χείλια έδειχνε πως δεν φοβήθηκε την στιγμή του θανάτου ή πως είχε προσπαθήσει να πει ένα δίστιχο...Ήταν αδυνατισμένος και ήρεμος -ολόκληρος μία φυγή, ένας αποχαιρετισμός, μία πληγή-.
Στο ξόδι του -μεταξύ των άλλων- είδα και κάποιους από τους ήρωες των βιβλίων του (ή συγγενείς τους) σαν σελίδες που άνοιξαν τιμητικά μπροστά στην σωρό του συγγραφέα ή σαν λουλουδάκια που άνθισαν για να θυσιάσουν τον τελευταίο τους ανθό στην ορμή της βροχής αφού κανείς δεν θα έγραφε πλέον για την ύπαρξή τους.....
Έκανα ένα κομποσκοινάκι για κείνον το βράδυ που ξάπλωσα και μόνον τότε τον ξαναβρήκα να χαμογελάει με το γέλιο που δεν ήθελε να δείχνεται ως γέλιο αλλά προσπαθούσε να μοιάζει με δειλινό όπου έπαιζαν τα παιδιά που υπήρξαμε κάποτε στις αλάνες.
Με κοίταζε και ανάμεσα στο έρκος των οδόντων του ένα αρχαίο τόπι τσαλαβουτούσε στα λασπόνερα που ακόμη ως τώρα πλημμυρίζουν την Νεάπολη. Από κοντά βγήκε η Νίτσα η μάνα του (χρόνια πεθαμένη) και κοίταζε που έφευγε ο γυιός της και τον σταύρωνε. Άκουσα και τον ξύλινο ήχο αλλά δεν είδα το πρόσωπο του πατέρα του "ανάπηρος πολέμου".
Στο περίπτερο της οικογένειας φάνηκαν κρεμασμένες οι εφημερίδες, οι τσίχλες και οι καραμέλες στις προθήκες του ενώ κάτω από το ράφι (στο εσωτερικό) είδα τη Σύνοψη του Γιάννη (ή ο Συνέκδημος ήταν, δεν θυμάμαι ακριβώς)....
Εγώ ήμουν, λέει, απέξω από το περίπτερο και κουβεντιάζαμε. (Δηλαδή -κυρίως- τον άκουγα να λέει για τους Πατέρες και την ευχή).
Όταν ξύπνησα το κομποσκοίνι ήταν μπλεγμένο στα δάχτυλά μου και το δάκρυ μου αφημένο στο μαξιλάρι.
Πρέπει να ήταν την ώρα που ήμουν στην αγρυπνία του Αη Νεκταράκη μου, ξημερώνοντας η μέρα του....
Είναι καλό να πεθαίνουν οι ποιητές ξημερώματα; Ταιριαστό θα έλεγα καθώς οι τελείες και τα αποσιωπητικά γίνονται κεριά μέσα στη νύχτα και πάνε μπροστά σαν μικρά φαναράκια παιδιών λιτανείας, για να φέγγουν τον δρόμο της ψυχής.
Είχα την έγνοια του Γιάννη.
Μιλούσαμε ή σωπαίναμε στο τηλέφωνο, συχνά.
Μόνο που τον τελευταίο καιρό το τηλέφωνό του δεν απαντούσε. Ο Γιάννης ήταν αλλού (πάντα ήταν κάπου αλλού από κει που νόμιζες), ο ποιητής είχε σωπάσει κατά κόσμον και έγραφε τους μυστικούς του στίχους για λογαριασμό των αγγέλων που θα του έπαιρναν την πνοή του τέλους και το παιδί που είχε ερωτευτεί την Μαρία γέρασε απότομα (εκδικητικά για το φευγιό της, θα έλεγα) όταν η αγαπημένη του προτίμησε το φέρετρο από την αγκαλιά του....
Έβρεχε την μέρα που τον κοίταξα ανάμεσα στα λουλούδια, εκεί στον Άγιο Τρύφωνα της γειτονιάς του. Ένα αποπειρώμενο χαμόγελο στα στεγνωμένα του χείλια έδειχνε πως δεν φοβήθηκε την στιγμή του θανάτου ή πως είχε προσπαθήσει να πει ένα δίστιχο...Ήταν αδυνατισμένος και ήρεμος -ολόκληρος μία φυγή, ένας αποχαιρετισμός, μία πληγή-.
Στο ξόδι του -μεταξύ των άλλων- είδα και κάποιους από τους ήρωες των βιβλίων του (ή συγγενείς τους) σαν σελίδες που άνοιξαν τιμητικά μπροστά στην σωρό του συγγραφέα ή σαν λουλουδάκια που άνθισαν για να θυσιάσουν τον τελευταίο τους ανθό στην ορμή της βροχής αφού κανείς δεν θα έγραφε πλέον για την ύπαρξή τους.....
Έκανα ένα κομποσκοινάκι για κείνον το βράδυ που ξάπλωσα και μόνον τότε τον ξαναβρήκα να χαμογελάει με το γέλιο που δεν ήθελε να δείχνεται ως γέλιο αλλά προσπαθούσε να μοιάζει με δειλινό όπου έπαιζαν τα παιδιά που υπήρξαμε κάποτε στις αλάνες.
Με κοίταζε και ανάμεσα στο έρκος των οδόντων του ένα αρχαίο τόπι τσαλαβουτούσε στα λασπόνερα που ακόμη ως τώρα πλημμυρίζουν την Νεάπολη. Από κοντά βγήκε η Νίτσα η μάνα του (χρόνια πεθαμένη) και κοίταζε που έφευγε ο γυιός της και τον σταύρωνε. Άκουσα και τον ξύλινο ήχο αλλά δεν είδα το πρόσωπο του πατέρα του "ανάπηρος πολέμου".
Στο περίπτερο της οικογένειας φάνηκαν κρεμασμένες οι εφημερίδες, οι τσίχλες και οι καραμέλες στις προθήκες του ενώ κάτω από το ράφι (στο εσωτερικό) είδα τη Σύνοψη του Γιάννη (ή ο Συνέκδημος ήταν, δεν θυμάμαι ακριβώς)....
Εγώ ήμουν, λέει, απέξω από το περίπτερο και κουβεντιάζαμε. (Δηλαδή -κυρίως- τον άκουγα να λέει για τους Πατέρες και την ευχή).
Όταν ξύπνησα το κομποσκοίνι ήταν μπλεγμένο στα δάχτυλά μου και το δάκρυ μου αφημένο στο μαξιλάρι.
http://anazhthseis-elena.blogspot.gr/2016/11/blog-post_14.html
Ευχαριστώ πολύ για την αναφορά στον Γιάννη (νομίζω θα χαμογελάει) και τα μάλα για την τιμή της αναδημοσίευσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΛΕΝΑ, νεαρή
ΑπάντησηΔιαγραφήκαπετάνισσα ακούραστη στο κυβερνοπέλαγος,
οι ελπίζοντες στο μέγα έλεος της Αιώνιας Αγάπης του Χριστού, όπως ο ανεκτίμητος εκλιπών ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ θέλω να πιστεύω ότι σίγουρα θα γεύονται Μετά... την μεγάλη Χαρά και Ανάπαυση..,
Ευχαριστώ για τη φωτεινή σου επίσκεψη στο μπλογκάκι μου.
Να είσαι πάντα καλά!
;-)
Υπόχρεη έως θανάτου για την αγαπητική σας στάση απέναντί μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρακαλώ έχετέ με στις προσευχές σας, αν είναι ευλογημένο.
ΕΛΕΝΑ μου
ΑπάντησηΔιαγραφήεάν αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν, ποια χάρη βρίσκεται σε μας; Το ρώτησε και ο Χριστούλης...
;-)
Εδώ μας θέλω! Η μαγκιά είναι, να αγαπάμε (τουλάχιστον να μην τους δαγκώνουμε πολύ άγρια ) αυτούς που ΔΕΝ μας αγαπούν, οίον κακές πεθερές, χαχα, και τα τούτοις όμοια!
;-)
Αν περάσω καμιά φορά από το Βόλο, ίσως να γνωριστούμε και από κοντά!
Εύχου και συ για την υποφαινόμενη Γραία να μη χάσει τώρα στο τέλος του επίγειου βίου, τις υπομονές της...
Τα διαόλια, βλέπεις, από ούλες τις πάντες, είναι πάρα πολλά!
;-)
Θα χαρώ πολύ να σε γνωρίσω :)
ΔιαγραφήΕΛΕΝΑ μου τέλεια!
ΑπάντησηΔιαγραφή;-)
Το καλοκαίρι μάλλον, θα έρθω στο Βόλο...
Θα πιάσω ένα κεντρικό καφενεδάκι, θα παραγγείλω νερατζάκι γλυκό του κουταλιού, θα φτιάξω τα βαμμένα κόκκινα (μυαλά) μαλλιά μου, μια κοτσίδα πίσω, και για να μη με μπερδέψεις με άλλη τρελόγρια, θα κρατώ στα χεράκια και ένα ολόλευκο ζωντανό περιστέρι από αυτά που μου κάνουν παρέα στας Πάτρας!
Θα περάσουμε παραδεισένια!
;-)
Με χαρά και εκτίμηση, στέλνω μητρικά φιλιά!
;-)
:)
Διαγραφή