(η φωτογραφία από το
Ἡ πίστη σήμερα
Ἀβερίντσεφ Σέργιος
Ὁ Σέργιος Ἀβερίντσεφ ἦταν ρῶσσος θεολόγος, ποιητής καί φιλόσοφος, εἰδικευμένος στήν ἀρχαία καί μεσαιωνική λογοτεχνία, καί μέλος τῆς Ρωσσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Ἀπέθανε τό ἔτος 2004 σέ ἡλικία 66 χρόνων. Τό παρόν κείμενο ἀποτέλει ἕνα ἀπάνθισμα ὁμιλίας του στήν Λυών τῆς Γαλλίας, τόν Αὔγουστο τοῦ 1994, λίγο μετά τήν κατάρρευσι τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Ρωσσία, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη στό γαλλικό περιοδικό ΣΟΠ, τ. 192, Νοέμ. 1994.
...............................................................................................................................................
Ἄς ὁμολογήσωμε τήν ἀδυναμία μας: δέν εἴμεθα μήτε τόσο ἄξιοι, μήτε τόσο σοφοί, ὅσο οἱ πρόγονοί μας, κατά τήν χριστιανική πίστι. Μᾶλλον εἴμεθα, φανερά, πιό ἀδύναμοι καί λιγώτερο ἱκανοί στήν αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μία πειθαρχία σώματος, νοῦ καί φαντασίας. Ἡ παιδεία μας, πνευματική, ἐκκλησιαστική ἤ θρησκευτική ἔχει κατά πολύ πτωχεύσει: σχεδόν εἴμεθα ἀκαλλιέργητοι βάρβαροι. Παρά ταῦτα, κυριευόμεθα ἀπό θαυμασμό ἔναντι κάποιας μεγαλοφυοῦς δημιουργίας τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἤ ἔναντι τῆς σοφίας καί ὀρθότητος τῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ τῆς λαμπρότητος μιᾶς βυζαντινῆς καί μιᾶς παλαιορωσικῆς εἰκόνος• διότι ἀνακαλύπτομε ἐκεῖ ἕναν χαμένο πλοῦτο, ξυπνᾶ μέσα μας ἡ νοσταλγία μιᾶς λαμπρῆς χριστιανοσύνης.
Ὅμως, ἡ τραγικότης τῆς ἐποχῆς μας συμβαδίζει καί μέ μία μεγάλη τιμή: τήν δυνατότητα τῶν χριστιανῶν νά βιώσουν καί νά ὁμολογήσουν τήν πίστι τους, μετά τήν «ἐποχή τῆς πίστεως», μετά τήν ἀναγγελία, ἀπό τήν ἀσθμαίνουσα φωνή τοῦ Νίτσε, τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔγινε τό πλέον κοινότυπο ἀξίωμα τῆς νεωτερικότητος, ἐπιβαλλόμενο σχεδόν σέ μία ὁρισμένη “θεολογία”, τήν ψευδο-“θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ”. Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ποὺ ἔκανε καί εἶπε, κατά τῆς πίστεως, περισσότερα ἀπ' ὅσα ὅλες οἱ ἄλλες συνολικά ἱστορικές περίοδοι. Τό ἔτος γεννήσεώς μου, λ.χ., ἦταν ἡ χρονιά ποὺ ἔπρεπε νά περατωθῆ στήν χώρα μου ἕνα “πενταετές σχέδιο ἀπαλλαγῆς ἀπό τόν Θεό”, τό ὁποῖο διεκήρυσσε τήν ὁλοκληρωτική κατάργησι ὅλων τῶν θρησκειῶν ὑπό τό κομμουνιστικό καθεστώς. Καί ὅμως, ἀκόμη σήμερα δοξολογοῦμε τόν Θεό...
Ὄφείλομε, μάλιστα, νά δοξάζωμε περισσότερο τόν Θεό, διότι μᾶς ἔκανε μάρτυρες ἑνός μεγάλου θαύματος, συγκρισίμου μέ ἐκείνου τῆς φλεγομένης βάτου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: τό θαῦμα τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ. “Εὐλογητός ὁ Θεός”, διότι ὁ χριστιανισμός δέν “ἐπιβιώνει”, δέν “ψευτο-ζῆ”, ἀλλά ζῆ, ἤ πεθαίνει μέ ἕναν θάνατο τρομερά ἀληθινό καί ἀναγεννᾶται, ἐπανέρχεται στήν ζωή, ὄχι σάν μία ἀρχαία σβησμένη πίστι, ἀλλ' ὡς μία καλή ἀγγελία, ὡς τό “Εὐαγγέλιο”. Ἀνασταίνεται ὁ χριστιανισμός, διαφυλάσσοντας συγχρόνως τήν ταυτότητά του, τήν πληρότητά του, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τόν ἴδιον τόν Ἰησοῦ. Καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας” (Ἑβρ. ιγ΄, 8). Ἀλλά πάλι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγει: “Ἰδού καινά ποιῶ πάντα” (Ἀποκ. κα΄,5).
Ἕνας κόσμος δίχως τήν θεία σφραγίδα.
Ὁ ρῶσσος μυστικός ποιητής Βιάτσεσλαβ Ἰβανώφ, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1930, στοχαζόμενος περί τοῦ σοβιετικοῦ ἀθεϊσμοῦ, ποὺ, κατ' αὐτόν, ἦταν μία “ἀπόλυτη ἱεροσυλία”, ἕνας “ἐξωφρενικός πόλεμος κατά τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ”, ἐνῶ συγχρόνως διέκρινε μία γενικότερη τάσι, ἴδια σ' ὅλον τόν κόσμο, ἔγραφε: “Θά ἐπιθυμούσαμε νά μήν ὑπῆρχαν πλούσιοι ἄνθρωποι. Δέν θά ὑπάρχη πλέον πλοῦτος. Καταργεῖται ἀφ' ἑαυτοῦ, χάνει ἤδη τήν λαμπρότητά του, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι εἰκόνα τῆς διαφοροποιήσεως• λοιπόν, ἡ διαφοροποίησις παύει. Τό πολύχρωμο πέπλο, ποὺ ἔδιδε στόν διεσπασμένο κόσμο μιά προσποιητή, περίπλοκη ἑνότητα, σχίζεται. Δέν θά ὑπάρξη πλέον παρά ἕνας γυμνός δυϊσμός. Ὅλα περιορίζονται σέ μία τραγική δυάδα... Τελειωμένες, λοιπόν, οἱ οὐδέτερες στάσεις, οἱ συμβιβαστικές ἀναποφασιστικότητες, οἱ μεσαῖες θέσεις στόν τομέα τοῦ πνεύματος• ἀπέβη πλέον πεδίο μάχης• τελειωμένες, καταδικασμένες, ἐκμηδενισμένες... Γιατί ἔφθασε ἡ ὥρα νά ἀποφασίσωμε ὑπέρ ἤ κατά Ἐκείνου, ποὺ εἶναι τό μοναδικό ἀντικείμενο τοῦ μίσους, τῶν κηρύκων τοῦ μίσους... Καθ' ἕνας, λοιπόν, ἄς προκρίνη τήν μία ἤ τήν ἄλλη ἀπό τίς δύο ἐμπόλεμες Πολιτεῖες!...”. (Ὁ ποιητής ἐδῶ ἐπικαλεῖται τήν Πολιτεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίγεια Πολιτεία, κατά τήν παράδοσι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου).
Τήν ἐποχή τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ πιστός εὕρισκε πὼς ὅλη γύρω του ἡ πραγματικότης τοῦ προσέφερε ἀποδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τοῦ μιλοῦσαν γιά τόν Θεό, ἀπό τίς πλέον πρωταρχικές ἐμπειρίες, ὅπως λ.χ. ἡ σχέσι πατρός-υἱοῦ, ἡ δομή τῆς οἰκογενείας, ἡ διάρθρωσι τῆς κοινωνίας, κτλ.
Ἔτσι στήν Ρωσσία, ἀλλά καί σέ κάθε ὀρθόδοξη χώρα, ἡ Ἐκκλησία ἔδιδε τόν ρυθμό σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἐμπειρίες, ἀπό τό βάπτισμα ἕως τήν ταφή. Ὅλο τό ἔτος σημαδευόταν ἀπό τίς λειτουργικές ἑορτές καί τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Ὅλην τήν ἡμέρα ἀκούγονταν οἱ κωδωνοκρουσίες τῶν διαφόρων ὡρῶν προσευχῆς. Ἡ δομή τῆς ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς σκέψεως ἐπιβεβαίωνε αὐτό, ποὺ προσέφερε ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς... Καί ὅλα αὐτά ἦσαν πολύ ἐκτενέστερα ἀπό ἐκεῖνα, ποὺ μπόρεσε νά ἐκφράση ἡ λόγια σκέψι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.
Ἄλλ’ ὅταν ἡ ἐποχή τῶν ἐμφανῶν ἀποδείξεων πέρασε, ὅλοι αὐτοί, ποὺ δέν εἶχαν μία πίστι ἱκανή νά ζήση ἀφ' ἑαυτῆς, ἀπεφάνθησαν, ἀναμφιβόλως, περί τοῦ τέλους τῆς πίστεως. Ἔτσι ζοῦμε σήμερα σ' ἕναν κόσμο, ποὺ “τίποτε δέν εἶναι αὐτονόητο”. Θά ἦταν, ὅμως, ὑπερβολή νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι δέν ἔχομε πλέον κανέναν τρόπο γιά νά δοῦμε μέσα στόν κόσμο, στίς οἰκογενειακές ἤ, γενικώτερα, στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ὁδούς γιά τήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ. Βεβαιώνοντας κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά κάναμε παραχώρησι στήν προπαγάνδα τοῦ διαβόλου. Ἀλλά δέν μποροῦμε πάλι νά θεωρήσωμε ὅτι αὐτοί οἱ δρόμοι εἶναι πλέον αὐτονόητοι...
Μία ἀνθρωπολογική κρίσις.
Ὅποιες καί ἄν εἶναι οἱ προσπάθειες τοῦ παλαιοῦ, ἀφελοῦς ἀθεϊσμοῦ, τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τοῦ 19ον αἰ., νά στηριχθῆ ἐπί τῆς νέας κοσμολογίας, ἐπί τῆς δαρβινικῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, ἐπί ὅλων τῶν ἄλλων σταθμῶν τῆς διανοητικῆς ἱστορίας τῆς Δύσεως, ἐν τούτοις ὅλες αὐτές οἱ ἡμι-ἐπιστημονικές ἀναφορές δέν εἶναι τουλάχιστον τόσο σοβαρές, ὅσο ἡ εὐρεία ἀνθρωπολογική κρίσι, ποὺ χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας καί ὁλοένα διευρύνεται.
Ἄς διευκρινίσωμε, βεβαίως, ὅτι δέν πρέπει νά ἐξιδανικεύωμε τό παρελθόν, δέν πρέπει κυρίως νά φανταζώμεθα ὅτι ὑπῆρξε μία ἐποχή, ποὺ οἱ σχέσεις γονέων καί παιδιῶν, συζύγων, ἀρχόντων καί ἀρχομένων, ἦσαν ἁρμονικές καί δίχως σκιές. Φανταζόμενοι κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά ἀρνούμεθα τήν ἁμαρτωλή φύσι μας. Ἀλλ' ἀκόμη καί χωρίς νά εἶναι ἁρμονικές αὐτές οἱ σχέσεις, ἐν τούτοις διατηροῦσαν, σ' ἕναν ὁρισμένο βαθμό, τήν ὑπαρξιακή τους ταυτότητα. Αὐτή ἡ ταυτότητα ἦταν φανερή τόσο στούς ἐπαναστάτες, ὅσο καί σ' ἐκείνους ποὺ ἐξεγείροντο ἐνάντια στήν ἐξουσία τοῦ πατρός, τοῦ ἱερέως, τοῦ ἡγεμόνος. Θά μπορούσαμε μάλιστα νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐξέγερσι αὐτή, μέσα στά πλαίσια τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, συνίστατο στό νά μή μείνη “λίθος ἐπί λίθου”. Ἀλλ' ἐπειδή οἱ λίθοι ἦσαν ἀκριβῶς λίθοι, παρέμεναν ἄθικτοι. Τόν 20όν αἰ., ὅμως, φθάσαμε στόν διαχωρισμό τῆς ὕλης σέ μόρια καί ἄτομα... Τό γεγονός αὐτό, τό ὅτι δηλαδή ὁ αἰώνας αὐτός ἔφερε τήν διάσπασι τοῦ ἀτόμου, λαμβάνει μᾶλλον συμβολικές διαστάσεις.
Ὁ Κίρκεγκαρντ εἶχε κάνει μία παρατήρησι: “Πιστεύομε στόν Θεό, ἐπειδή ὁ πατέρας εἶπε στό παιδί ὅτι ὑπάρχει Θεός”. Αὐτή ἡ ἁπλή φράσι συγκεντρώνει μέσα της τήν αἰώνια ἱστορία τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν χριστιανοί, αὐτό συνέβαινε ἐπειδή οἱ παραδόσεις ἦσαν ριζωμένες μέσα στό πατρικό σπίτι. Ἀργότερα, ὅμως, καί ὁ ἀθεϊσμός, μέ τήν σειρά του, ἔγινε παραδοσιακός, ἕνας ἀθεϊσμός “κατά τόν ἀρχαῖο τρόπο”, ποὺ ἐμφανιζόταν σάν μία ὁμολογία. Στό θαυμάσιο βιβλίο του “Ὁ ἄλλος ἥλιος”, ὁ γάλλος διανοούμενος Ὀλίβιος Κλεμάν, ἀναφέρει: “Στό χωριό, ποὺ κατοικοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ πατρός μου, ὑπῆρχαν τρεῖς ὁμολογίες: οἱ καθολικοί, οἱ προτεστάντες καί οἱ σοσιαλιστές...”.
Ἡ ἀνακάλυψις τῆς πίστεως.
Ἄλλοτε, λοιπόν, θεωρεῖτο σταθερή ἡ ἰδέα ὅτι οἱ γονεῖς μποροῦσαν νά μεταβιβάσουν τήν πνευματική τους κληρονομιά, πίστι ἤ ἀπιστία, στά παιδιά τους. Καί οἱ ἄθεοι ἐστήριξαν ἐπ' αὐτοῦ τίς ἐλπίδες τους ὡς πρός τήν ἐξαφάνισι τῆς πίστεως: ἐβασίσθηκαν στήν ἐγγυημένη μετάδοσι τῆς ἀπιστίας ἀπό τούς γονεῖς στά παιδιά. Ἀλλ' ὅμως, αὐτό δέν ἦταν καθόλου δικαιολογημένο. Ὅπως ἀδικαιολόγητες ἦσαν καί οἱ ἐλπίδες τῶν χριστιανῶν ὅτι, κερδίζοντας μία γενιά νέων, ἡ πίστι θά ἀναζωογονοῦσε καί θά παλινόρθωνε ὁριστικά τόν χριστιανισμό τῶν παλαιῶν χρόνων. Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἐλπίδα τῶν πιστῶν ἦταν τυπική κατά τήν περίοδο τοῦ μέσο-πολέμου, ὅταν οἱ ρωμαιοκαθολικοί, λ.χ., στήν Γαλλία πίστευαν ὅτι, ἐφ' ὅσον πολλοί σπουδαστές μετεστρέφοντο καί πήγαιναν γιά προσκύνημα στήν Σάρτρ, κατά τό ὡραῖο παράδειγμα τοῦ γάλλου ποιητοῦ Καρόλου Πεγκύ, τότε ὅλη ἡ κουλτούρα τους θά μποροῦσε, τελικά, νά ξαναγίνη χριστιανική. Τέτοια ἐλπίδα ἔτρεφαν ἐπίσης καί μερικοί ὀρθόδοξοι ρῶσσοι διανοούμενοι τῶν Παρισίων, ὅπως λ.χ. ὁ Γεώργιος Φεντότωφ .
Προσωπικά, προέρχομαι ἀπό τήν Ρωσσία, μία χώρα ὅπου ἡ ὁριστική ἐξαφάνισι τῆς θρησκείας σχεδιάσθηκε ἀπό τό κόμμα καί τό κράτος, ὅπως σχεδιάσθηκε, λ.χ., ἡ βιομηχανική παραγωγή. Ὅλοι αὐτοί, ὅμως, οἱ ὑπολογισμοί βασίσθηκαν στόν συνήθη μηχανισμό, κατά τόν ὁποῖον οἱ γονεῖς μεταδίδουν, φυσιολογικά, τίς πεποιθήσεις τους στά παιδιά. Ὑπῆρχαν, βεβαίως, πάντοτε ἄνθρωποι, ποὺ ἐγκατέλειπαν τήν πίστι τῶν πατέρων τους γιά νά ἀκολουθήσουν μίαν ἄλλην. Τέτοια ἦταν ἡ περίπτωσι τῶν πρώτων χριστιανῶν, ποὺ προήρχοντο ἀπό τόν ἰουδαϊσμό ἤ τόν παγανισμό. Ἀλλά, διά μέσου τῶν αἰώνων τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σπάνιοι.
Ἔτσι, εἶναι χαρακτηριστικό πὼς ἕνας ἱκανός ἀριθμός σπουδαίων συγχρόνων ἀνθρώπων εἶναι μεταστραφέντες, εἴτε ἀπό τόν ἀθεϊσμό καί τήν ἀδιαφορία, (ὅπως λ.χ. ὁ ρῶσσος π. Παῦλος Φλωρένσκι, ὁ γάλλος Ὀλίβιος Κλεμάν, κτλ), εἴτε ἀπό ἄλλες ὁμολογίες ἤ θρησκεῖες, (ὅπως λ.χ., ἀπό τόν καθολικισμό: ὁ γάλλος π. Πλακίδας Ντεσέιγ, ἀπό τόν προτεσταντισμό: ὁ ἄγγλος π. Κάλλιστος Γουέαρ, ἀπό τόν ἰουδαϊσμό: ὁ ρῶσσος π. Ἀλέξανδρος Μέν, κ.τ.λ).
Δύο μορφές ἀθεϊσμοῦ.
Μποροῦμε νά διακρίνωμε δύο τουλάχιστον μορφές τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἄν καί εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἡ πρώτη δέν ἐξυπηρετεῖ παρά μόνον ὡς κάλυψι τῆς δευτέρας, χωρίς ἡ δευτέρα νά ἔχη καί τόσο ἀνάγκη αὐτῆς τῆς συγκαλύψεως. Πρόκειται, λοιπόν, κατ' ἀρχάς γιά τόν ὀντολογικό ἀθεϊσμό καί δευτερευόντως γιά τόν ἀνθρωπολογικό μηδενισμό.
Ἡ ἄλλη μορφή τοῦ ἀθεϊσμοῦ ἔχει ἐντίμως καί σαφῶς διατυπωθῆ ἀπό ἕναν γερμανό ποιητή τοῦ 20ού αἰῶνος, τόν Γότφριδ Μπένν: “Δέν ἀρνοῦμαι τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ• αὐτό ποὺ ἀρνοῦμαι εἶναι τήν ὕπαρξι ἑνός ὁρισμένου ἐγώ, ποὺ θά μποροῦσε νά ἔλθη σέ κοινωνία μέ τόν Θεό”.
Μία πίστι, ποὺ νά φωτίζη τόν πολιτισμό.
Ἡ πιό ἀδύναμη πλευρά τοῦ ἀθεϊσμοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποδεικνύει, καί φυσικά δέν ἀποδεικνύει τίποτε. Ἄς ὁμολογήσωμε, βεβαίως, ὅτι καί οἱ ἀπόπειρες ἀποδείξεως τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό “’ἰσχυρό σημεῖο” τῆς παραδοσιακῆς θεολογικῆς διδασκαλίας. Γιατί ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό μέ ἄλλον τρόπο, παρά μέ τίς ἀποδείξεις. Ἐν τούτοις, νομίζω ὅτι ἡ πιό ζωηρή ἀπό τίς παλαιές ἀποδείξεις εἶναι ἡ ἀνσελμιανή, αὐτή ποὺ ὀνομάσθηκε ὀντολογική ἀπόδειξι .
Δέν πρόκειται, ὅμως, γιά τήν ὑπεράσπισι τῆς πίστεως, ἀλλά γιά τήν ὑπεράσπισι τοῦ πολιτισμοῦ μας, ποὺ δέν πρέπει ἐπί τούτου νά ἀπορρίψωμε τήν κλασική ἔννοια τοῦ “ὄντος” καί τοῦ “γίγνεσθαι”. Θά ἔπρεπε μάλιστα ἡ χριστιανική πίστι νά ἀναλάβη τήν ὑπεράσπισι αὐτῆς τῆς ἐννοίας, καί ὄχι τό ἀντίθετο. Ἕνα, λοιπόν, ἀπό τά σημαντικότερα συμπεράσματα, ποὺ μποροῦμε νά ἀντλήσωμε ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ 20ού αἰῶνος εἶναι ὅτι, ἡ πίστι θά πρέπη νά φωτίση, νά ἑδραιώση τίς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ, λ.χ. τήν οἰκογένεια, κ.τ.λ., καί ὄχι τό ἀντίθετο.
Τελικά, κάθε τί στόν κλασσικό ἀθεϊσμό εἶναι κακό, ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά του, ποὺ σήμερα ἀπώλεσε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου